του Ειδικού Ανταποκριτή

Η Ιταλία είναι πατρίδα του Μακιαβέλι, των Ιησουιτών και της Μαφίας. Πολλές κινηματογραφικές ταινίες έχουν αποδώσει θαυμάσια το πώς λέει (συνήθως με μειλίχιο ύφος) ένα πράγμα ένας «μαθητής» του Μακιαβέλι, ένας Ιησουίτης ή ένας μαφιόζος, ενώ μπορεί να εννοεί το ακριβώς αντίθετό του. Η ικανότητα αυτή έχει αφομοιωθεί και από τους πολιτικούς της χώρας τόσο καλά, ώστε σήμερα είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι πραγματικά εννοούν όταν ανοίγουν το στόμα τους. Για παράδειγμα, πρόσφατα ακόμη ο κύριος Ματαρέλα, πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, δήλωνε ότι δύο επιλογές υπάρχουν: «ή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κόντε, ή εκλογές». Τελικά εννοούσε ότι υπάρχει μία μόνο επιλογή, διαφορετική από αυτές που επικαλούνταν. Η εξής: «κυβέρνηση με πρωθυπουργό άλλον από τον Κόντε, και όχι εκλογές».

Στην προηγούμενη ανταπόκριση εξηγούσαμε για ποιο λόγο οι ισχυροί της Ιταλίας επιθυμούν μια νέα κυβέρνηση, με πρωθυπουργό άλλον από τον Κόντε (τον μοναδικό πολιτικό που παραμένει δημοφιλής, όντας μονόφθαλμος μεταξύ τυφλών), κι επίσης ότι κανένα κόμμα δεν θέλει εκλογές (πλην των ακροδεξιών «Αδελφών της Ιταλίας» της Μελόνι, που δημοσκοπικά έχουν τετραπλασιάσει το 4,3% του 2018). Γράφαμε επίσης ότι ο Κόντε, μετά την αποχώρηση του Ρέντσι από τον κυβερνητικό συνασπισμό «μισοκέρδισε την προχθεσινή διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης, αφού του έλειψαν ελάχιστοι γερουσιαστές για την απόσπαση απόλυτης πλειοψηφίας». Τα παζάρια συνεχίζονταν, και αναμέναμε μια νέα ψηφοφορία – που όπως φαινόταν θα κέρδιζε ο Κόντε, αφού θα τον στήριζαν μια σειρά «αντιπολιτευόμενοι» ώστε να αποφευχθούν πρόωρες εκλογές και να παραμείνουν γερουσιαστές.

Το μασάζ και η κατάληξή του

Τελικά όμως ο Ματαρέλα, με την ενθάρρυνση της Κονφιντούστρια, των ΜΜΕ και άλλων εξωθεσμικών μεν αλλά δυναμικών παραγόντων, απλώς διέγραψε το δίλημμα που είχε θέσει ο ίδιος. Και έδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε αυτόν που εδώ και καιρό υποστήριζαν ως ιδανικό για την πρωθυπουργία οι ελίτ: τον «σούπερ-τραπεζίτη» Μάριο Ντράγκι, εκλεκτό της τραπεζοκρατίας και της ευρωκρατίας – ο οποίος για χρόνια ακύρωνε δημοψηφίσματα και ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις στην Ευρώπη χωρίς, «φυσικά», να έχει εκλεγεί ποτέ. Το τροπάριο Ντράγκι το έψελναν εδώ και καιρό οι έντυπες, τηλεοπτικές και ψηφιακές χορωδίες των ελίτ, παρουσιάζοντάς τον ως σωτήρα της Ιταλίας, όπως παλιότερα τον Μόντι (οι Ιταλοί θυμούνται πολύ καλά πώς τους είχε «σώσει» ο τελευταίος…). Τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου – ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν οι πάτρωνες της ιδέας.

Φυσικά η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ντράγκι συνιστά μία ακόμη διαστρέβλωση του ιταλικού Συντάγματος (ούτε αυτό αρέσει στις ελίτ, που ακόμη βγάζουν αφρούς ενθυμούμενες πώς ο Ρέντσι έχασε το δημοψήφισμα με το οποίο θα το «εκσυγχρόνιζε» λίγο ακόμη). Και μία ακόμη καταρράκωση των αρχών της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – η οποία επιτάσσει οι κυβερνήσεις να πέφτουν στη βουλή, κι όχι σε σκοτεινούς διαδρόμους βάσει των editorial της κάθε Repubblica ή των δηλώσεων του εκάστοτε επικεφαλής της Κονφιντούστρια ή των επιθυμιών της (επίσης μη εκλεγμένης) Κομισιόν. Γεγονός παραμένει ότι ο Ματαρέλα και η συγκυβερνώσα Κεντροαριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος (ίσως και άλλοι…) «έπεισαν» τον Κόντε να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση μιας νέας ψήφου εμπιστοσύνης, ανοίγοντας τον δρόμο στον Ντράγκι!

Ο Κόντε παραμένει στο παιχνίδι

Προχθές ο Κόντε είπε ότι μάλλον έκανε λάθος που παραιτήθηκε, αλλά μετά την απομάκρυνση από το ταμείο η διεύθυνση του καταστήματος δεν αναγνωρίζει λάθη. Αναγνωρίζει όμως ότι ο Κόντε είναι ο μοναδικός δημοφιλής πολιτικός, σε αντίθεση με τον Ντράγκι – τον οποίο οι Ιταλοί εξακολουθούν να κοιτούν καχύποπτα, όσους ύμνους κι αν του αναπέμπουν καθημερινά τα μεγάλα ΜΜΕ. Έτσι την Τετάρτη ο Ντράγκι ζήτησε να συναντηθεί μαζί του, και είχαν μια «πολύ φιλική και ειλικρινή συζήτηση». Το ιδανικό σενάριο για τις ελίτ θα ήταν να δεχτεί ο Κόντε (ή έστω κάποιοι βασικοί υπουργοί του) να αναλάβει υπουργείο σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση Ντράγκι – έτσι ώστε το θεσμικό πραξικόπημα να μοιάζει πιο soft. Μέχρι στιγμής πάντως ο Κόντε, εύλογα, δεν μοιάζει να έλκεται από την ιδέα. Αν και στην Ιταλία του 2021 τίποτα δεν πρέπει να αποκλείεται… Το σίγουρο είναι ότι δύσκολα θα περιθωριοποιήσουν τον Κόντε που, πέραν της δημοφιλίας του, διατηρεί και τους ιδιαίτερους δεσμούς του με τμήμα των ισχυρών – περιλαμβανομένης της Καθολικής Εκκκλησίας.

Σε κάθε περίπτωση, η Κονφιντούστρια, η χρηματοπιστωτική μαφία και οι λοιποί «εκσυγχρονιστές», εντός και εκτός Ιταλίας, θα κάνουν τα πάντα ώστε να κλείσει οριστικά η αναγκαστική «κακοφωνία» της συγκυβέρνησης με τους «λαϊκιστές», και να γίνει πρωθυπουργός ο Ντράγκι, που χαίρει της απόλυτης εμπιστοσύνης τους. Χωρίς εκλογικές περιπέτειες βέβαια, που μπορεί να ξανανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου με απρόβλεπτους τρόπους. Με βάση τους επίσημους συσχετισμούς στη βουλή και τη γερουσία, δεν θα είναι εύκολο εγχείρημα: ήδη τόσο η Λέγκα του Σαλβίνι (που ζητά να λάβει ο ίδιος εντολή σχηματισμού κυβέρνησης – πάντα χωρίς εκλογές) όσο και οι 5 Αστέρες δήλωσαν ότι δεν θα στηρίξουν τον Ντράγκι. Γι’ αυτό και τα παζάρια συνεχίζονται. Εξάλλου, είπαμε, στην Ιταλία όλα είναι σχετικά: για παράδειγμα, ενισχύονται οι φυγόκεντρες δυνάμεις στους Πεντάστερους εκλεγμένους, που θέλουν να κρατήσουν τις καρέκλες τους. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Καρέλι, πρώην μπερλουσκονικός δημοσιογράφος κι έπειτα τυχάρπαστος βουλευτής των 5 Αστέρων, που αυτήν την εβδομάδα αποφάσισε να επιστρέψει στη μήτρα του: μαζί με άλλους, ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τους Πεντάστερους διότι… τον απογοήτευσαν, και επιδιώκει σύγκλιση με τη Δεξιά!

Ο καθείς με τα προβλήματά του…

Ο Σαλβίνι από την πλευρά του ιδρώνει να πείσει το εχθρικό προς αυτόν τμήμα του κατεστημένου ότι άλλαξε και «υπευθυνοποιήθηκε». Καθώς θέλει να βρεθεί στην πρωθυπουργία, έχει εγκαταλείψει την παλιά σαφή γεωγραφική και ταξική θέση του, ότι «ο πλούσιος Βορράς πρέπει να ακολουθήσει τον δρόμο του, κοιτώντας βόρεια, κι ας πάει προς την… Αφρική ο φτωχός Νότος». Αλλά αντιμετωπίζει κι άλλα, πιο πιεστικά προβλήματα: η Ακροδεξιά της Μελόνι λεηλατεί την εκλογική βάση του, κι ο Μπερλουσκόνι κάνει νερά – για να τον κρατήσει στη δεξιά συμμαχία ο Σαλβίνι του υπόσχεται ακόμη και την προεδρία της Δημοκρατίας!

Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη και στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, αυτό που διάκειται ευμενέστερα στη «λύση» Ντράγκι. Το Δημοκρατικό Κόμμα (ή μάλλον, οι βουλευτές και γερουσιαστές του) στην πραγματικότητα δεν ελέγχεται πλήρως από την ηγετική ομάδα του υπό τον Ζινγκαρέτι. Οι επικεφαλής των Δημοκρατικών βουλευτών και γερουσιαστών, Ντελρίο και Μαρκούτσι αντίστοιχα, παραμένουν διακηρυγμένοι υποστηρικτές του αποχωρήσαντος Ρέντσι – κι αυτός όμως δεν ελέγχει τους δικούς του γερουσιαστές! Για την αυτοπροσδιοριζόμενη ως Αριστερά, και δη το τμήμα της που διατηρεί κοινοβουλευτικές φιλοδοξίες, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά: τελικά θα κάνει ό,τι και το Δημοκρατικό Κόμμα, συνεχίζοντας τη σταθερή πορεία της προς την εξαφάνιση…

Δεν μπορούν να επιβάλουν δικτατορία

Μπορούν όμως –αυτό προσπαθούν να κάνουν τώρα– να φορέσουν καπέλο στην Ιταλία άλλη μια κυβέρνηση μη εκλεγμένων «τεχνοκρατών». Περί των ιταλικών ελίτ ο λόγος, με προεξάρχοντα τον «χρηματοπιστωτικό τομέα», τα απομεινάρια της πάλαι ποτέ σφριγηλής ιταλικής βιομηχανίας, κι από κοντά τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς υπαλλήλους τους. Όλοι αυτοί έριξαν πια και το φύλλο συκής: τα θέλουν όλα (τα λίγα που έχουν απομείνει δηλαδή), και τα θέλουν τώρα. Γι’ αυτό απαιτούν μια κυβέρνηση που θα κόψει τα φιλολαϊκά παραμύθια, αλλά και τα ψίχουλα που πετούσαν μέχρι τώρα στον λαό οι τελευταίες κυβερνήσεις. Σε αυτό έχουν την πλήρη υποστήριξη των «δυναμικών παραγόντων» και της ευρωκρατίας.

Φυσικά σχεδόν όλοι παριστάνουν ότι η απόπειρα επιβολής του Ντράγκι, δηλαδή η ωμή καταπάτηση των δημοκρατικών και συνταγματικών κανόνων, είμαι μια «φυσιολογική διαδικασία». Όποιος τολμά να υπενθυμίσει ότι δεν υπάρχουν «κυβερνήσεις τεχνοκρατών» θεωρείται ακραίος. Οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι και τα ΜΜΕ (αλλά και ο «διεθνής παράγων», υπερατλαντικός και ευρωπαϊκός) έχουν ήδη δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Ντράγκι, κι αυτό αρκεί, κατά τη γνώμη τους. «Η Ιταλία χρειάζεται έναν ισχυρό άνδρα», γράφουν και λένε ανενδοίαστα. Ελλείψει Μουσολίνι, ας είναι και ο Ντράγκι! Η «θεσμική» θολούρα που καλλιεργείται φιλοδοξεί να κρύψει τον πραγματικό στόχο: οι ελίτ τα θέλουν όλα δικά τους, και ο «σούπερ τραπεζίτης» δεσμεύεται να τους τα δώσει, και μάλιστα να κάνει δίκαιη μοιρασιά στις διάφορες μερίδες τους…

Αυτή η «διέξοδος» ζυμωνόταν και προετοιμαζόταν καιρό τώρα. Ότι δεν έχει καμία λαϊκή υποστήριξη παρά τον βομβαρδισμό προπαγάνδας, δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα. Η αλαζονεία τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορούν να αγνοούν τις ανάγκες και τη βούληση της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Ξεχνούν γρήγορα ότι συχνά η αλαζονεία, που οδηγεί σε κακή εκτίμηση των συσχετισμών, γυρνά ως μπούμερανγκ – όπως συνέβη και στην Ιταλία (π.χ. με το συνταγματικό δημοψήφισμα) και σε πολλές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες. Κάπως έτσι, μέσα στην κρίση ενός ετερόκλητου κυβερνητικού συνασπισμού και με την πανδημία να τσακίζει τις ζωές των Ιταλών και μια ήδη παραπαίουσα οικονομία, ξεπηδά η «λύση» του τραπεζίτη Ντράγκι σε μια χώρα γεμάτη αντιφάσεις – οι οποίες αφήνουν ανοιχτή κάθε πιθανή έκβαση.

Θα ζηλέψουν άραγε και σε άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. το μοντέλο Ντράγκι; Αποτελεί μεμονωμένο επεισόδιο, ή άλλον έναν κρίκο του σύγχρονου μεταδημοκρατικού ολοκληρωτισμού που προωθούν (και) οι λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις για να καταπολεμήσουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων και τις «λαϊκίστικες» πολιτικές εκφράσεις της; Το σίγουρο είναι ότι τέτοιες επιλογές, που πληθαίνουν όσο βαθαίνει η πολύπλευρη κρίση, κάθε άλλο παρά θα μειώσουν την απονομιμοποίηση των ελίτ και του πολιτικού κόσμου.

Ο Ντράγκι φλερτάρει, οι αγορές «γιορτάζουν»…

Ο Ντράγκι, όπως έκανε πριν από αυτόν και ο Κόντε, έχει βγει στη γύρα προς άγραν γερουσιαστών που θα του δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης. Σίγουρους έχει μόνο τους κεντροαριστερούς του Ζινγκαρέτι (Δημοκρατικό Κόμμα) και του Ρέντσι (Italia Viva). Καθώς πρωταγωνίστησε στην επιβολή των καταναγκασμών της Ε.Ε. επί της Ιταλίας, και ήταν ο εμπνευστής μιας άγριας λιτότητας ώστε να «σωθούν» οι τράπεζες (και το ευρώ…), οι 5 Αστέρες είχαν σπεύσει να διαβεβαιώσουν τους απηυδισμένους ψηφοφόρους του ότι δεν θα τον στηρίξουν «ποτέ». Αλλά στην πολιτική –και ιδίως την ιταλική– το «ποτέ» είναι σχετική έννοια: έχουμε ήδη δει αριστερούς να βομβαρδίζουν τη Γιουγκοσλαβία, κεντροαριστερούς να υλοποιούν θατσερικές πολιτικές, ακροδεξιούς της Λέγκας να συνεργάζονται με Πεντάστερους ριζοσπάστες, τους τελευταίους να συγκυβερνούν ακόμη και με τον μισητό Ρέντσι, κ.ο.κ.

Ήδη σε κατ’ ιδίαν παζάρια αρκετοί Πεντάστεροι δηλώνουν ότι το σκέφτονται. Έχουν σοβαρό κίνητρο: να αποφύγουν την τσεκουριά της κάλπης… «Ποτέ» λέει βέβαια και ο Σαλβίνι. Ιδίως, προσθέτει, αν γοητευθούν οι 5 Αστέρες και κάνουν άλλη μια κυβίστηση, στηρίζοντας τελικά τον «απεχθή τραπεζίτη». Όμως και γι’ αυτόν ισχύει το… ποτέ μην λες ποτέ. Για τον Μπερλουσκόνι, πάλι, όλα είναι δυνατά. Θα κερδίσει όποιος του προσφέρει τα περισσότερα! Μέσα σε όλο αυτό το απίστευτο και κακόφωνο παζάρι, για την έκβαση του οποίου δεν είναι κανείς σίγουρος, μόνο η ακροδεξιά Μελόνι εμφανίζεται σταθερή και συνεπής στην άρνησή της. Κάπως έτσι κερδίζει λίγο απ’ όλους, τσιμπολογώντας μέσα στη γενική δυσαρέσκεια… Κερδίζουν όμως και οι αεριτζήδες: και μόνο στο άκουσμα της προώθησης του «Ισχυρού Άνδρα» στην πρωθυπουργία, τα χρηματιστήρια άνοιξαν σαμπάνιες. Ο Ντράγκι ξέρει καλύτερα από όλους πώς να μοιράσει σωστά τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ που αναμένουν από τις Βρυξέλλες: θα φροντίσει να μην πέσει ούτε κέρμα προς τους «τεμπέληδες» των λαϊκών τάξεων.

Εν τω μεταξύ, με κάποιον περίεργο τρόπο και παρά την αβεβαιότητα και την αστάθεια, το ιταλικό κράτος λειτουργεί σαν ελβετικό ρολόι. Κάποιος κακόβουλος θα έλεγε ότι από πίσω κυβερνά η Κονφιντούστρια, αλλά αυτά είναι συνωμοσιολογίες. Γεγονός είναι πως, μια και οι νεκροί από την πανδημία ξεπέρασαν πια τις 90.000, οι κυβερνώντες (ιδίως σε περιφερειακό επίπεδο) αποφάσισαν να το… γιορτάσουν: ξανανοίγουν λοιπόν τα μαγαζιά, τα καφέ και τα εστιατόρια, με την Λέγκα να χειροκροτά πρώτη-πρώτη. Οι λοιμωξιολόγοι εξέφρασαν τη διαφωνία τους, αλλά ποιος τους ακούει όταν μιλούν οι αγορές; Άλλωστε οι μεγάλες επιχειρήσεις ποτέ δεν έπαψαν να λειτουργούν, και περιμένουν από τον Ντράγκι να άρει οριστικά τέτοιου είδους «στρεβλώσεις», όπως το να έχει λόγο το κράτος π.χ. σε θέματα δημόσιας υγείας. Ντε φάκτο, έτσι κι αλλιώς, αποφασίζουν οι πάντα φιλικοί προς τις «παραγωγικές τάξεις» περιφερειάρχες…

Ένα… αυθόρμητο κίνημα

 «Ξαφνικά», λιγότερο από ένα μήνα πριν, εμφανίστηκε στην Ιταλία κάτι που αυτοαποκαλείται «Αυθόρμητο Κίνημα Πολιτών – Ντράγκι Πρόεδρος». Τόσο αυθόρμητο και τόσο κίνημα ώστε αν ανατρέξει κανείς στην ιστοσελίδα του θα διαπιστώσει ότι έχει πρόεδρο, Α΄ και Β΄ αντιπρόεδρο, γραμματέα, ταμία και καμιά δεκαριά ακόμη «αξιώματα», οι κάτοχοι των οποίων προσκαλούνται σε τηλεοπτικές εκπομπές, δίνουν συνεντεύξεις σε μεγάλες εφημερίδες κ.λπ. Σε αυτές αναπαράγουν μονότονα το ανησυχητικό κεντρικό τους σύνθημα: «Θέλουμε έναν Ισχυρό Ηγέτη». Μέχρι εκεί φτάνει το (ανύπαρκτο) λαϊκό ρεύμα υπέρ του τραπεζίτη.

Ο Ντράγκι, μεταξύ άλλων πρόεδρος της ΕΚΤ επί 8 χρόνια (2011-2019), διαφημίζεται με ενθουσιασμό από ευρωπαϊκά και εγχώρια ΜΜΕ ως «ο θαρραλέος άνθρωπος που έσωσε το ευρώ» και… την Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι το πόσο… βοήθησε τους Έλληνες δεν έχει ξεχαστεί, αφού τα γεγονότα είναι πρόσφατα – και πεισματάρικα. Είχε δάσκαλο τον περίφημο οικονομολόγο Φεντερίκο Καφέ, πεπεισμένο κεϋνσιανιστή και επικριτή της ασυνδοσίας των αγορών, αλλά γρήγορα προτίμησε να ακολουθήσει τον πιο ακραίο νεοφιλελευθερισμό – και σαν εκπρόσωπός του «αναδείχθηκε».

Τώρα ξεδιπλώνει ακόμη πιο ανοιχτά τις αντιδραστικές απόψεις του, που ηχούν σαν γλυκιά μουσική στα αυτιά της ιταλικής άρχουσας τάξης: «Τέλος τα επιδόματα στους φτωχούς, δεν έχουν νόημα, τους αποδιαπαιδαγωγούν» λέει χωρίς ντροπή. Σαν κασετόφωνο αναπαράγει τις κραυγές της Κονφιντούστρια και της Δεξιάς προς τους «τεμπέληδες Ιταλούς». Ακόμη και η υποκριτική φιλανθρωπία κρίνεται πλέον άχρηστη από τους Ντράγκι και Σία. Έχουν βάλει στοίχημα να κυβερνήσουν χωρίς «αναχρονισμούς», δίχως έστω και προσχηματικό σεβασμό της λαϊκής βούλησης…

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!