Με αέρα νέων προοπτικών διεξήχθη φέτος το Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας (16-22/9/2018), τόσο με την ανακατασκευή της Καπναποθήκης Περδίκα, σε Πολυχώρο Τέχνης, που θα εξυπηρετεί και τις ανάγκες του Φεστιβάλ, όσο κυρίως με την ανακοίνωση θέσπισης κινηματογραφικών σπουδών στη Δράμα. Πρόεδρος της Κριτικής επιτροπής του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος επιλέχθηκε ο κ. Βασίλης Καρδάσης, Πρόεδρος του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου.

Απ’ τις 66 ταινίες του Εθνικού Διαγωνιστικού, οι θεματικές για σχολικό εκφοβισμό, βιασμούς και ψυχασθένειες στα όρια σπλάτερ, σε συνδυασμό με τον εθισμό στο διαδίκτυο, μαρτυρούν έντονο προβληματισμό για την αυξανόμενη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ανακουφιστική διέξοδο προσέφερε η εξιδανικευμένη εικόνα νοσταλγικής εφηβικής ανάμνησης, στο 17λεπτο Κιόκου πριν έρθει το καλοκαίρι, για δυο αδέρφια που αναπολούν το καλοκαίρι, του νεαρού αυτοδίδακτου Κωστή Καραμουντάνη, μέσα από γρήγορες εναλλαγές πλάνων, πρωτοποριακό μοντάζ και πειραματισμούς ποπ φετιχισμού.

Ανεμελιά της παιδικής ηλικίας, μέσα από μια παραμυθένια παιδική ποπ-κιτς αισθητική, χαρακτηρίζει και το εμπνευσμένο Βουρβουρού, πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια της νεαρής Καρίνας Λογοθέτη. Με την ενθουσιώδη οπτική ενός εξάχρονου αγοριού, στον τόπο των καλοκαιρινών διακοπών, εκδηλώνεται η τρυφερότητα με την οποία βιώνει τις τελευταίες μέρες του παππού, που πάσχει από Αλτσχάιμερ και ο θαυμασμός για τον μεγαλύτερο αδερφό του που διοργανώνει τρελά πάρτι.

Συνεχίζεται η τάση με τις ταινίες θρίλερ και επιστημονικής φαντασίας, με τις μικρού μήκους βασικό πεδίο άσκησης ύφους, για τους νεόκοπους σκηνοθέτες.

Παράλληλα, πληθαίνουν διαρκώς οι αγγλόφωνες παραγωγές Ελλήνων σκηνοθετών, τεχνικώς άψογα καταρτισμένων στην πλειοψηφία τους, με σπουδές στο εξωτερικό. Έτσι έχουμε αρτιότερες ταινίες, καλύτερα σενάρια και εξαιρετική πλέον ηθοποιία, με την καθοριστική συμβολή στη σκηνοθετική ολοκλήρωση και των περισσότερων επιδοτήσεων, από ΕΚΚ και ΕΡΤ. Ωστόσο, συχνά αιωρείται μια αίσθηση απουσίας κριτικού πνεύματος, αποτέλεσμα ίσως του γεγονότος ότι το σινεμά δεν αποτελεί μέσο έκφρασης όπως παλιότερα, αλλά κυρίως επαγγελματική διέξοδο.

***

Η συστηματική θεματική αυτοναφορικότητα στις μικρού μήκους, ως μεμονωμένο στιγμιότυπο μιας περιγραφικής αίσθησης που παραμένει ασχολίαστη, ενδέχεται να ακολουθεί τη γενικευμένη τάση της μετα-νεωτερικότητας στη σύγχρονη φωτογραφία και στο θέατρο, όπου το ευτελές προσωπικό διογκώνεται ως ουσιώδες, σε μια κοινωνία με πολιτική αμνησία, που αδιαφορεί για το ζοφερό παρόν, αποποιούμενη κάθε ευθύνη για το μέλλον.

Εστιάζοντας στα φαινόμενα μετάλλαξης της κοινωνικής συμπεριφοράς, από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το 24λεπτο check in του Κωνσταντίνου Στραγαλινού ασχολείται με μια εμμονική περίπτωση, που αγγίζει την παράνοια σε μορφή θρίλερ. Στο 12λεπτο Σελφίτιδα, σπουδαστική ταινία της Πέγκυ Ζούτη, τρεις διαφορετικές περιπτώσεις νέων φωτογραφίζουν διαρκώς τον εαυτό τους  και ποστάρουν τις φωτογραφίες τους, επιδιώκοντας να πλάσσουν ψεύτικο προσωπείο μακριά από τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Αυτή η φρενίτιδα για «σέλφι» διαγνώστηκε επίσημα, μετά το 2014, ως ψυχική διαταραχή με τον όρο «σελφίτιδα».

Δείγμα νεανικής αυτοαναφορικότητας αποτελεί το χαρούμενο 10λεπτο Yawth των Λήδας Βαρτζιώτη και Δημήτρη Τσακαλέα, όπου η αφασική ποπ νέα γενιά καταγράφεται μονίμως σκυμμένη πάνω από μια οθόνη κινητού. Παρασκευή βράδυ, δυο κοπέλες ανταλλάσσουν μηνύματα για ένα πάρτι, προσδοκώντας να συναντήσουν εκεί τα διαδικτυακά φλερτ τους. Βουτηγμένοι στην ανία και στα ψέματα, οι σύγχρονοι 20άρηδες εμφανίζονται συστηματικά δίχως ανάγκες βιοπορισμού, σε περιβάλλοντα διασκέδασης, με κινητό τελευταίας τεχνολογίας, αρνούμενοι να αντιμετωπίσουν τη σύγχρονη πραγματικότητα.

***

Όαση στο φετινό Εθνικό Διαγωνιστικό απετέλεσαν μεμονωμένα κινηματογραφικά δείγματα με κοινωνικό έρεισμα και κριτική διάθεση, όπως το αισιόδοξο 23λετπο 37 μέρες, της Νικολέτας Λεούση, για την εργασιακή αβεβαιότητα της νέας γενιάς που επιβιώνει οριακά με μεροκάματο. Μια νεαρή ετοιμόγεννη μανικιουρίστα απολύεται, γιατί το αφεντικό της θεωρεί ότι η φουσκωμένη κοιλιά απωθεί τους πελάτες. Επιστρέφοντας τότε πεισματικά στο χώρο εργασίας της, με μοναδικό στήριγμα τον φίλο της που δουλεύει σε σουβλατζίδικο, ξεκινά «απεργία γέννας»(!), διδάσκοντας πώς μια πράξη απελπισίας γίνεται η αρχή μιας διεκδίκησης.

Η εργασιακή ασυδοσία σκιαγραφείται ευρηματικά και στο 27λεπτο Άγγελος Νομάς, του Σήφη Στάμου. Έξι μήνες απλήρωτος υπάλληλος, ο 35άρης ήρωας, προκειμένου να μην μείνει άστεγος σκαρφίζεται ένα κόλπο. Επισκέπτεται καλοντυμένος πολυτελείς κατοικίες, ως ενδιαφερόμενος ενοικιαστής, ζητώντας δοκιμαστική διανυκτέρευση, για έλεγχο του φενγκ-σούι… Με σιδερωμένο κουστούμι ψάχνει φαγητό στα σκουπίδια, στο ενδεχόμενο απεργίας λακίζει, όπως και οι συνάδελφοί του, οι οποίοι αποδίδουν την απίσχναση του λιγομίλητου πρωταγωνιστή σε κάποια δίαιτα, χωρίς να φανταστούν ότι υποσιτίζεται. Η ανάδειξη της υποκρισίας σε μια «αόρατη» νέα γενιά άστεγων νομάδων επισημαίνει την επικίνδυνη αλλοτρίωση και την επιτακτική ανάγκη επαναφοράς των λησμονημένων συλλογικών συμβάσεων.

Την ασιτία των σύγχρονων απλήρωτων εργαζόμενων θίγει και η Αναστασία Κρατίδη, στο 13λεπτο Βασιλεία. Μια σιωπηλή, ανέκφραστη χλωμή κοπέλα δουλεύει όρθια σε βιοτεχνία υφασμάτων, επαναλαμβάνοντας μονότονα την ίδια κίνηση. Μετά από το ειρωνικό πλάνο δίπλα στις χαμηλόμισθες γαζώτριες που ράβουν ελληνικές σημαίες, η κάμερα την ακολουθεί στο σπίτι της, όπου αντικρίζει τη θυροκολλημένη έξωση και σωρό λογαριασμών στην πόρτα. Με το ψυγείο αδειανό, ξεγελάει την πείνα της τρώγοντας καρύδια από τον κήπο της, ενώ καταλήγει να κοιμάται κρυφά στις τουαλέτες της δουλειάς της, που διαθέτουν και τρεχούμενο νερό. Με επιρροές από τον έντονο ρεαλισμό των Νταρντέν, η κάμερα ακολουθεί αδιάκοπα την κοπέλα από πίσω, μέσα από ασφυχτικά κοντινά πλάνα διαρκείας, καταγράφοντας μια καθημερινότητα που αποφεύγει να αντικρύσει η νεολαία. Η βουβή απελπισία της ηρωίδας και η απουσία μουσικής σφραγίζονται με τον αντιθετικό ήχο του καρφώματος της μονότονης εργασίας και του σπασίματος των καρυδιών.

Το συγκλονιστικό χρονικό μιας επίσης απελπιστικής ασιτίας καταγράφεται στο 13λεπτο Τηλεφώνημα, του έμπειρου Ανδρέα Μαριανού, με ευαίσθητη ασπρόμαυρη αισθητική και έντονα κοντράστ. Μια γυναίκα αναζητάει τηλεφωνικά τα ίχνη του εξαφανισμένου εδώ και μήνες νοικάρη της που της χρωστάει νοίκια. Όταν τον εντοπίζει, διακρίνει ψυχική διαταραχή ανάμεσα στην αμνησία και την ψυχοπάθεια. Με τον ίδιο τον σκηνοθέτη για πρωταγωνιστή, τα τελευταία κοντινά πλάνα στο πρόσωπό του παρουσιάζονται κατά το τηλεφώνημα. Στις καλοστημένες αφηγήσεις της ιδιοκτήτριας και του αστυνομικού που τον βρήκε νεκρό αποσαφηνίζεται πως όντας άνεργος, επιβίωσε έγκλειστος στο διαμέρισμα επί δυο χρόνια σε οικτρές συνθήκες, δίχως τροφή και ηλεκτρικό, ώσπου κόπηκε και το νερό. Τα κοντινά πλάνα στα μολυβένια στρατιωτάκια στην αρχή εναλλάσσονται με μακρινά πανοραμικά σε μια ασπρόμαυρη Αθήνα, ενώ η επιμελημένη σκηνοθετική άποψη του Μαριανού συμπληρώνεται από την θλιμμένη κιθαριστική μουσική των Usurum. Η ασπρόμαυρη φόρμα τονίζει μια πένθιμη σοβαρότητα, σε αντίθεση με νεότερους δημιουργούς, που αποφεύγοντας την όποια κριτική ματιά, γεμίζουν πρόσχαρα το κενό με πολύχρωμες νοσταλγικές ενατενίσεις.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!