Η Νέα Υόρκη είναι αμερικάνικη, η Μόσχα ρώσικη, το Παρίσι γαλλικό, το Λονδίνο αγγλικό, το Βερολίνο γερμανικό, η Αθήνα ελληνική. Η Κωνσταντινούπολη, όμως, ενώ βρίσκεται μέσα και κατοικείται από πολίτες του τουρκικού κράτους, βασικά Τούρκους και Κούρδους, δεν είναι τουρκική. Όπως δεν είναι ελληνική, ρωμαϊκή, φράγκικη, οθωμανική, πολυθεϊκή, χριστιανική ορθόδοξη, αιρετική ή καθολική, μουσουλμανική, ούτε βέβαια ρώσικη, αρμένικη ή εβραϊκή. Είχε αυτοκράτορες και αυτοκρατόρισσες, σουλτάνους και σουλτάνες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, Ιταλούς, Μακεδόνες, Ίσαυρους, Ιλλυριούς, Σλάβους, Θράκες, ‘Ιβηρες, Χαζάρους, Έλληνες, Αρμένιους, Γαλάτες, Πέρσες, Άραβες, Οθωμανούς, Τούρκους, από πολλές φυλές και εθνότητες (Παφλαγόνες, Δάκες, Φρύγες, Λυδούς, Πάρθους, Κούρδους κ.ά.). Κανένας από τους 91 αυτοκράτορες και τους 36 σουλτάνους, συν τις συμβίες τους, δεν έμεινε στην ιστορία με αναφορά στην εθνική του καταγωγή, με εξαίρεση τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο, τον Λέοντα Δ΄ τον Χάζαρο και την Ειρήνη την Αθηναία. Ασφαλώς, η παράλειψη αυτή οφείλεται στο ό,τι οι αυτοκρατορίες αυτές, με συνολική διάρκεια ζωής 1600 χρόνια, ήταν πολυεθνικές και όχι εθνικές. Αλλά, αυτό ακριβώς το γεγονός συνέτεινε ώστε η Πόλη να αποκτήσει μέσα σε 16 αιώνες ένα χαρακτήρα, μία «φύση» μοναδική και ξεχωριστή, η οποία όσο κι αν συμπιέζεται και παραβιάζεται παραμένει υπαρκτή και αισθητή ακόμα και από τον πιο αδαή κάτοικο ή επισκέπτη. Καθένας μπορεί να την αισθανθεί δική του, να τη νιώσει ελληνική, τούρκικη, οικουμενική ή ατομικά προσωπική. Κάτι που δεν ισχύει για καμία άλλη πόλη του κόσμου, όσα θέλγητρα κι αν έχει. Μάταια προσπαθούν οι εθνικιστές να τη στριμώξουν μέσα στα κουτάκια τους.

Η πόλη όλων

Η Κωνσταντινούπολη έχει τον δικό της πολιτισμό χωρίς να είναι πάντα η ίδια. Πολλοί Τούρκοι, παλιοί της κάτοικοι και καλλιεργημένοι αστοί, νοσταλγούν τους Έλληνες που ξεριζώθηκαν γιατί η παρουσία μας συμβόλιζε τη διαχρονική Κωνσταντινούπολη. Δεν τους λείπουμε για την οικονομική μας συνδρομή στον πλούτο της πόλης, η οποία έτσι κι αλλιώς στην τελευταία φάση της ανθηρής μας κοινότητας δεν ήταν πια τόσο καθοριστική, αφού η πόλη μεγάλωνε και η συμμετοχή μας μίκραινε. Μάλιστα, σήμερα, ακόμα κι αν δεν είχαμε φύγει, θα ήμασταν πολύ λίγοι ανάμεσα στα 15-17 εκατομμύρια που την έχουν κατακλύσει. Μας νοσταλγούν γιατί η τουρκοποίηση, εκ προθέσεως και εκ των πραγμάτων, αντιβαίνει στον ενσωματωμένο οικουμενικό υπερεθνικό χαρακτήρα της Πόλης. Οι περί ου ο λόγος Τούρκοι ξέρουν τι αξία έχει αυτή η φυσιογνωμία της Πόλης και αυτήν επιθυμούν να έχει. Αυτή τους γεμίζει κι αυτήν έχουν ανάγκη να διαφυλάξουν από την κακοποίηση και την αλλοίωση. Τη θεωρούν στολίδι της χώρας τους με βάση την ιστορία της. Γι’ αυτό νοσταλγούν τους «Ρουμ», τους «μειονοτικούς», τους «γκιαούρηδες» που έλεγαν οι φανατισμένοι εθνικιστές. Γι’ αυτό δεν θέλουν να φύγει το Πατριαρχείο. Γι’ αυτό δεν ενοχλούνται καθόλου όταν κάποιος αποκαλεί την πόλη τους Κωνσταντινούπολη. Και γι’ αυτό διαμαρτύρονται και αντιστέκονται με μεγάλο ρίσκο στην ανέγερση των ουρανοξυστών και την «αξιοποίηση» του πάρκου Γκεζί. Όχι μόνο για τους περιβαλλοντικούς λόγους που αγωνίζονται οι ευαίσθητοι άνθρωποι σε κάθε μέρος του κόσμου. Η υπεράσπιση της αισθητικής της Πόλης έχει και μία άλλη διάσταση, διιστορική και υποδόρια, που κάνει τους πολίτες να συνταράσσονται όταν οι εξουσίες και τα οργανωμένα συμφέροντα ασελγούν πάνω της.

Με την εμπειρία που έχουμε, φοβάμαι ότι αν η Πόλη είχε κατοχυρωθεί στην Ελλάδα, κάτι που εξ αρχής δεν αποκλειόταν εντελώς στο πλαίσιο της μικρασιατικής εκστρατείας, μπορεί να της είχαμε προκαλέσει μεγαλύτερες βλάβες απ’ αυτές που υπέστη από τα «ξένα χέρια –που– είναι μαχαίρια» όπως λέει το εξαίρετο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη δοσμένο σπαρακτικά από την Καίτη Γκρέυ. Αν δούμε τι απέμεινε από τις ομορφιές της Αθήνας, τα αρχαία πάνω στα οποία χτίστηκαν οι πολυκατοικίες, τα νεοκλασικά του Τσίλερ και των άλλων σπουδαίων αρχιτεκτόνων που κατεδαφίστηκαν και των ποταμών που μπαζώθηκαν και τσιμεντώθηκαν, εύκολα βγάζουμε συμπέρασμα. Η Ακρόπολη σώθηκε μάλλον επειδή έτυχε να είναι ψηλά πάνω στο βράχο. Αν ήταν στην Κυψέλη, το Παγκράτι ή τον Κολωνό… Όταν βλέπουμε πώς χτίσαμε τις σύγχρονες πόλεις μας και ότι συνεχίζεται αδιάκοπα ο βιασμός των νησιών, των ακτών και των δασών μας, τι να υποθέσουμε, ότι θα φερόμασταν καλύτερα στην Πόλη;

Δύο αριστοκράτες στην Κωνσταντινούπολη: Βασιλική και Στυλιανός Ελληνιάδης του Κωνσταντίνου και της Χρυσάνθης (Foto Işık, Beyoğlu, 1956)

Γιατί Ιστανμπούλ;

Όχι μόνο για γεωστρατηγικούς λόγους, ο Κεμάλ, στην προσπάθειά του να καλλιεργήσει, να επιβάλλει και να αναδείξει τη συνείδηση του «τουρκισμού» στον μουσουλμανικό πληθυσμό, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία και στερέωση ενός τουρκικού εθνικού κράτους, αποφάσισε να εγκαταστήσει την πρωτεύουσά του στην Άγκυρα, στα ενδότερα, σε μια νέα, καθαρά τουρκική πόλη. Ίσως και να πίστευε ανομολόγητα ότι η Πόλη έπρεπε να μείνει αυτό που είναι, να ανήκει, βέβαια, στο νέο τουρκικό κράτος, να διοικείται από Τούρκους, αλλά να μην χάσει το «είναι» της, τον κοσμοπολιτισμό της. Γιατί άραγε έκανε το ανοσιούργημα -για τους μουσουλμάνους, να μετατρέψει την Αγία Σοφία, από περίοπτο τζαμί που ήταν επί 450 χρόνια σε μουσείο; Γιατί διάλεξε το «Ιστανμπούλ», που ήξερε ότι προέρχεται από το «Εις-την-πόλιν», όπως προφερόταν σαν μία λέξη, και όχι το «Ισλάμ-μπολ» που ήθελαν οι μουσουλμάνοι; Και γιατί προτιμούσε ο ίδιος να ζει –και να πεθάνει– στην Πόλη και όχι στην πρωτεύουσα που ίδρυσε αυτοπροσώπως;

Δεν αιτιολογούνται όλα με απόλυτους συλλογισμούς. Ίσως να έχει δίκιο ο Κώστας Βίρβος που μιλάει για «μέρη μαγικά» στο τραγούδι «Κωνσταντινούπολις» που ερμήνευσε υπέροχα ο Στέλιος Καζαντζίδης, σε δισκάκι 45 στροφών, το 1961. Μπορεί τίποτα απ’ όλ’ αυτά, τα λογικά, να μην εξηγούν επαρκώς αυτή τη μαγεία που αισθάνεται κανείς στην Πόλη, είτε Έλληνας είναι, είτε Τούρκος, είτε Κούρδος, είτε Αρμένης, είτε Εβραίος, είτε ξένος. Αλλά στα μεταφυσικά δεν είμαι καλός…

Η πόλη των 27 αιώνων!

Η ιστορία δείχνει ότι το μικρό γίνεται μεγάλο και το μεγάλο γίνεται μικρό. Και μπορεί κανείς να δει και μέσα απ’ αυτό το πρίσμα την Κωνσταντινούπολη. Πώς ένας μικρός αρχικός εποικισμός, για τον οποίο μας άφησε πληροφορίες ο Ηρόδοτος, που δημιουργήθηκε από λίγους ανθρώπους και λίγα πλοία, έμελλε να αποκτήσει τέτοιες αδιανόητες διαστάσεις και προεκτάσεις σε βάθος χιλιετιών. Το μικρό Βυζάντιο, με συνολική διάρκεια ζωής γύρω στα χίλια χρόνια, μεγάλωσε και έγινε μια σημαντική πόλη-κράτος που είχε τον έλεγχο του Βοσπόρου με ό,τι καλό συνεπαγόταν αυτό και με ό,τι μπελάδες προκαλούσε στους κτήτορές του. Μετά, οι Ρωμαίοι, με τον Κωνσταντίνο, τον αποκαλούμενο Μέγα, το κατέστησαν πρωτεύουσα μιας αχανούς αυτοκρατορίας για πάνω από χίλια εκατό χρόνια. Και με τη σειρά τους, οι Οθωμανοί, έκαναν την ίδια πόλη κέντρο της δικής τους αυτοκρατορίας για άλλα 470 χρόνια. Και, εδώ και εκατό σχεδόν χρόνια, η πόλη αυτή, στο ίδιο μέρος, μόνο πολύ πιο μεγάλη, ζει την τέταρτη ζωή της, συμπληρώνοντας μια αδιάλειπτη -σημαντική σε παγκόσμια κλίμακα- παρουσία δυόμιση χιλιάδων χρόνων. Και σ’ αυτό είναι μοναδική. Δεν υπάρχει καμία άλλη πόλη με τα ίδια εύσημα. Σημαντικές πόλεις προϋπήρχαν. Όμως, όλες, καταστράφηκαν, εγκαταλείφθηκαν, υποβαθμίστηκαν, ατρόφησαν ή εξαφανίστηκαν από το χάρτη. Μερικές αναγεννήθηκαν μετά από αιώνες, αλλά καμία δεν έπαιξε κεντρικό ρόλο για πάνω από δύο χιλιετίες χωρίς κενά. Άλλαζε ο κόσμος, άλλαζαν οι κάτοικοί της, άλλαζαν τα κράτη στα οποία ανήκε, άλλαζαν οι κουλτούρες, οι γλώσσες, οι θρησκείες, τα πολιτικά συστήματα, άλλαζε η αρχιτεκτονική της, άλλαζε ό,τι μπορεί να αλλάξει κι όμως, η πόλη παρέμενε δεσπόζουσα, γι’ αυτό πολλοί τη θεωρούν ως την πόλη των πόλεων. Κι αυτό το περιγράφει και το αποδεικνύει με ένα δικό της τρόπο η Bettany Hughes με το κατακαίνουργιο 866 σελίδων βιβλίο της «Κωνσταντινούπολη – Μια ιστορία τριών πόλεων» (μετάφραση Χρήστου Καψάλη, εκδ. Ψυχογιός).

Η συγγραφέας δεν λέει την ιστορία των κρατών και των αυτοκρατοριών που εδράζονται στην Πόλη. Γι’ αυτά έχουν γραφτεί αμέτρητοι τόμοι. Βλέπει την Πόλη ως μία ξεχωριστή οντότητα, με δική της ζωή μέσα σε ένα πελώριο ωκεανό ιστορικών γεγονότων. Και επιλέγει, προσεκτικά συναρθρωμένα, εκείνα τα χαρακτηριστικά και εκείνα τα συμβάντα που διαμορφώνουν και επιβεβαιώνουν αυτή την ταυτότητα.

Βυζάντιο και «Βυζάντιο»

Εμείς, οι Κωνσταντινουπολίτες, νομίζω ότι έχουμε έντονη αυτή την αίσθηση, ότι ζούσαμε σε μια πόλη που όμοιά της, και δεν εννοώ μόνο την προφανή ομορφιά της, δεν έχει υπάρξει στον κόσμο. Οι περισσότεροι, όχι αδικαιολόγητα, αποδίδουν αυτή την αίσθηση στο γεγονός ότι η Πόλη συμβολίζει το μεγαλείο της χριστιανικής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που καθιερώθηκε να αποκαλείται Βυζαντινή πολλά χρόνια μετά την άλωση το 1453. Βέβαια, μ’ αυτή την ιστορική αυθαιρεσία ήρθε στο προσκήνιο για να μείνει για πάντα το ξεχασμένο Βυζάντιο, η αποικία των Μεγαρέων, που ήταν πολύ μικρή, αλλά ίσως χωρίς αυτήν να μην είχε ποτέ επιλεγεί η τοποθεσία για να γίνει η πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τη μετακόμισή της ανατολικά. Ούτε ήταν αυτό στις αληθινές προθέσεις αυτών που υιοθέτησαν εκ των υστέρων, και ερήμην των «Βυζαντινών» αυτή την ονομασία που σκαρφίστηκε, το 1557, ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ. Απ’ ό,τι φάνηκε στην εξέλιξη, η αλλαγή της ονομασίας της αυτοκρατορίας από Ανατολική Ρωμαϊκή σε Βυζαντινή βόλεψε τόσο τους Δυτικούς όσο και τους Ανατολικούς που αμφότεροι την υιοθέτησαν με προθυμία. Οι πρώτοι γιατί θέλησαν να υποβαθμίσουν την πολιτισμική αξία του Βυζαντίου αποκόβοντάς το από την «οικογένεια» της Δύσης, οπότε έπρεπε να λησμονηθεί ότι επρόκειτο για το μεγαλύτερο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι εκεί εδραιώθηκε ο χριστιανισμός και ότι ο ανθός της βυζαντινής κουλτούρας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Αναγέννηση που ουσιαστικά έβγαλε την Ευρώπη από το σκοτεινό Μεσαίωνα. Με λίγες εξαιρέσεις, οι δυτικοί καθεστωτικοί διανοούμενοι που γράφουν την επίσημη ιστορία επιδίωξαν και κατάφεραν να υποβαθμίσουν το Βυζάντιο τόσο με την αλλαγή του ονόματος της αυτοκρατορίας όσο και με την μεροληπτική ερμηνεία της ιστορικής πραγματικότητας. Οι δεύτεροι, οι Ρωμαίοι ή Ρωμιοί, απόγονοι των «Βυζαντινών», θεωρώντας αιρετικούς τους παπικούς της Δύσης με ανακούφιση αποδέχτηκαν τη νέα ονοματοδοσία, έστω κι αν αποτελεί καθαρή παραποίηση, που τους διαχώριζε από τους σχισματικούς, αν και ποτέ δεν απαρνήθηκαν την ταυτότητα του Ρωμιού, δηλαδή του πολίτη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία εν τέλει ταυτίστηκε με την ταυτότητα του Έλληνα, κάτι που κάποτε αποτελούσε ποινικά κολάσιμη επιλογή.

Ατενίζοντας την Αγία Σοφία (φωτο Στ. Ελληνιάδης, 2002)

Μια πόλη, τρία ονόματα

Προσωπικά, όσο πιο πολύ ασχολούμαι με την Πόλη τόσο πιο συχνά νιώθω να με ξεπερνάει και να με πνίγει η έκταση αυτής της ιστορικής διάρκειας, η πυκνότητα των νοημάτων που αναβλύζουν μέσα από τη ζωή της, η σύνθεση των πολιτισμών που συντελείται μέσα στον πυρήνα της και η ικανότητά της να ενσωματώνει κάθε τι και κάθε έναν που εγκαθίσταται σ’ αυτήν. Σίγουρα, κάτι αντίστοιχο, με διαφορετική αφετηρία, συμβαίνει και με τη συγγραφέα του βιβλίου, όπως ομολογεί η ίδια γράφοντας: «Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας της Κωνσταντινούπολης, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ήταν αυτά που τροφοδότησαν τον δικό μου έρωτα για την πόλη, μια σχέση που μετρά περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Η ιστορία αυτού του τόπου με τα τρία ονόματα –Βυζάντιο (περ. 670 π.Χ.-330 μ.Χ., Κωνσταντινούπολη, αλ-Κουσταντινίγια, ύστερα Κοσταντινίγιε (περ. 300 μ.Χ.-1930), Ιστανμπούλ ή Στημπόλη (περ. 1453 και μετά)- συχνά απομονώνεται σε διακριτά τμήματα: αρχαίο, βυζαντινό, οθωμανικό, τουρκικό. Όμως, για μένα, η πολιτισμική, πολιτική και συναισθηματική δύναμη της Κωνσταντινούπολης πηγάζει από το γεγονός ότι το αφήγημα της πόλης δεν περιορίζεται από κάποιες γραμμές στον χρόνο. Είναι ένας τόπος όπου οι άνθρωποι συνδέονται στον χρόνο μέσω του χώρου, κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο αναμετρήθηκα με το ηράκλειο, ενίοτε αυγείο, έργο της αξιοποίησης στοιχείων στο τοπίο προκειμένου να αφηγηθώ την ιστορία αυτής της πόλης, από την προϊστορία μέχρι το παρόν.»

Η Bettany Hughes δίνει στο Βυζάντιο, το αυθεντικό, που «ενσωματώθηκε επίσημα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον Βεσπασιανό» το 73 μ.Χ., τη θέση που του αρμόζει στην ιστορία, για την ακρίβεια την προϊστορία της Κωνσταντινούπολης. Την πόλη, πρώην πόλη-κράτος, που σε μια απότομη στροφή της ιστορίας, αναβαθμίστηκε παίρνοντας το όνομα του αυτοκράτορα που αποφάσισε στην τοποθεσία της να εγκαινιάσει, το 330 μ.Χ., την πρωτεύουσα της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας στον κόσμο με το προσωρινό όνομα «νέα Ρώμη». Και στη συνέχεια, παραθέτει όλα τα περάσματα από εποχή σε εποχή και από καθεστώς σε καθεστώς με ενδιάμεσες, πολύ παραστατικές αναφορές σε επιμέρους αλλά πολύ αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας. Το βιβλίο είναι πολύ πλούσιο σε «εικόνες», συναρπαστικό και ευκολοδιάβαστο. Όποιος αγαπάει την Πόλη μας θα μάθει, θα συνοψίσει, θα θυμηθεί, θα το απολαύσει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!