του Μανώλη Ρασούλη

 

Μόλις κι είχε μπει ο αστερισμός του Ζυγού κι εμείς κηδέψαμε το αγαπημένο σώμα του φίλου μας του Μάνου νεκρό. Και λέω το νεκρό σώμα του όμορφου ανθρώπου και άντρα γιατί ο Μάνος είναι τόσο ζωντανός και μέσα μας και στα αιθεροδρόμια της πλάσης και στα τραγούδια του που καταλύει κάθε καταθλιπτική έννοια ότι ο άνθρωπος είναι μόνο και μόνο βιολογική και ιστορική γνώμη της φύσης.

Το γεγονός της ζωής και του θανάτου του αναταράζει εδώ και είκοσι χρόνια το είναι μου. Ο Μάνος Λοΐζος για μένα δεν ήταν μόνο ο φίλος, ο μεγαλύτερος αδερφός ή ο συνεργάτης. Ήταν ο μοιραίος άνθρωπος της ζωής μου. Ήταν άγγελος Κυρίου. Και δεν εκφράζομαι έτσι για να εξωραΐσω τον πόνο μου. Αισθάνομαι ότι μόνο στο AΥΓO που είναι πολύ προσωπικός μου χώρος θα μπορέσω να εξηγήσω αυτό. Ζώντας μαζί του εσωτερικά το κρεσέντο της ζωής του στο νοσοκομείο αισθανόμουνα ότι επικοινωνούσαμε και μια χαρά μας πλημύριζε και τους δυο. Την τελευταία νύχτα πριν πεθνει έμοιαζα δαιμονισμένος χωρίς να ξέρω γιατί. Είμαι όμως σίγουρος ότι έφυγε γαλήνιος. Όταν έμαθα το θάνατο ήμουν βαθειά στην επικοινωνία μαζί του. Δεν έκλαψα καν. Πήγα στο πάρκο και ανάπνεα βαθειά, ένοιωθα ένα ρίγος σαν να τον ένοιωθα κοντά μου – και πρέπει νά’τανε. Σκεφτόμουνα μάλιστα ότι τώρα ο Μάνος από βίωμα είναι και πρώτος και γέλαγα όπως ακριβώς όταν κάναμε αστεία και κλαίγαμε στο Πόρτο Ράφτη ή στο σπίτι στη Φιλοθέη. Όταν τον είδα όμως νεκρό, ήρεμο, να χαμογελάει, το σώμα μου που ήξερε το χνώτο του, τη μυρωδιά του, τις συσπάσεις του, ένοιωσε να κόβεται ένας ομφάλιος λώρος. Ξέσπασε σ’ ένα λυτρωτικό κλάμα. Κάτι επίσης λυτρωτικό έχει συμβεί μέσα μου, αλλά δεν είναι επί του παρόντος – είμαι ακόμη στον ίλιγγο του βιώματος.

Ο Φώντας Λάδης με πήγε στο σπίτι του Μάνου για να μ’ ακούσει ως τραγουδιστή. Ήταν εκεί και ο Σαββόπουλος του οποίου εκείνο το πρωί είχα ακούσει τη Συννεφούλα του στο ράδιο και κάτι έπαιξε στο είναι μου. Τραγούδησα του Μαρκόπουλου το «έχει αντρειά όποιος πονά τα βάσανα του κόσμου» όπου η πόρτα της παρέας άνοιξε διάπλατα και μια ευθυμία κατέκλυσε την εσπέρα. Ο Μάνος έτρεξε για κρασί, η Μάρω έφτιαχνε κάτι λιγοστά κεφτεδάκια, ο Σαββόπουλος είπε με το ραμφώδες ύφος του το ανέκδοτο με τον τελευταίο κεφτέ στο καθώς πρέπει πάρτυ που κλείνουν τα φώτα και πιρούνια καρφώνονται στα χέρια που σπεύδουν στο σκότος για το τελευταίο κεφτεδάκι. Ο Μάνος έκατσε στο πιάνο έπαιξε το «καράβια αλήτες» κι όλα τ’ άλλα που είχε τότε, ο Διονύσης μου είπε να τραγουδήσω ένα τραγούδι, εγώ του είπα να μου τραγουδήσει τη Συννεφούλα και όλο το σουαρέ πέρασε σ’ ένα αλληλοτραγουδιστικό όργιο. Μα δεν ήταν καλλιτεχνικά μόνο που η συνάντησή μου με τον Μάνο ήταν όριο για μένα. Ζυγός κι αυτός Ζυγός κι εγώ, Ζυγός κι η Βάσω που μου γνώρισε ο Μάνος αργότερα στο Πόρτο Ράφτη και μέσω αυτής ήρθα σ’ επαφή με τον Ραζνίς.

Μ’ αγαπούσε ιδιαίτερα κι ας ήμουν από τους ανθρώπους που κατά καιρούς τον βασάνιζαν.

Ήθελε τότε να με βάζει να τραγουδώ στις συναυλίες του και όλο αρνιόμουνα. Όμως, ζούσα όσο κανείς άλλος το προσωπικό του δράμα από κοντά και συνενογιόμαστε με μια ματιά γιατί το δικό του δράμα στις ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις ήταν σχεδόν δίδυμο με το δικό μου.

Η μοναξιά του κορυφωνότανε, μια μοναξιά όμως στηριγμένη στο ολοένα και πιο αποδυναμωνόμενο φωτόνιο της θέλησής του, από τις συνεχείς επιθέσεις των ερπετών καταστάσεων συν την εξουσιοδοτούμενη από τον γενικό δαιμονισμό δυστυχία των γυναικών.

Πέθανε ολομόναχος στο νοσοκομείο. Είχα διαβάσει μια είδηση όταν γύρισα απ’ την Αμερική ότι ενώ είχε πάθει εγκεφαλικό εντούτοις ήταν καλά και ήταν στα στούντιο για δίσκους. Εξοργίστηκα. Είπα γαμώ τη δισκογραφία και τα επαγγέλματα και τα τραγούδια. Συχνά του έλεγα: πάρε μερικά λεφτά και φύγε έξω, μείνε ένα χρόνο να ηρεμήσεις. Με κοίταζε με τα αλογίσια μάτια του σαν να μού’λεγε: δεν μπορώ ή σαν να μού’λεγε: αφού ξέρεις τη σημασία του αναπόφευκτου.

Εκεί στο βάθος-βάθος της νοιώθεις ότι ο θάνατος, αυτό το απόλυτο φαινόμενο, δεν υπάρχει.

Κι όταν είπα γεια σου Μάνο –κι ας τρέχανε τα μάτια μου– ανάθεμα αν ήξερα αν ήταν: στο καλό ή ένα γεμάτο χαρά καλωσόρισες.

 

(απόσπασμα από το κείμενο «Στο καλό ή ένα γεμάτο χαρά καλωσόρισες», ντέφι 3, 1982)

*Ο Μάνος Λοΐζος έφυγε από τη ζωή στις 17 Σεπτεμβρίου 1982, σε ηλικία 45 ετών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!