Αποτυπώνοντας μέσα από μια αριστοτεχνική πρωτοποριακή κινηματογράφηση, με ευρυγώνιους φακούς, λαπαροσκοπικές κάμερες και εξεζητημένες γωνίες λήψης, ψυχεδελικές εμπειρίες στο «Enter the void» (2009) ή στο «Climax» (2018), είτε τη σαρκική διάσταση της σεξουαλικής ηδονής στο «Love» (2015), ο τολμηρός 59χρονος Αργεντινός σκηνοθέτης Γκασπάρ Νοέ, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, διερεύνησε οριακές καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, μετουσιώνοντας το κινηματογραφικό θέαμα σε σαρκική εμπειρία.

Έπειτα και από πρόσφατη οδυνηρή προσωπική εμπειρία εγκεφαλικής αιμορραγίας, ο πάντα ανήσυχος σκηνοθέτης ξορκίζει τα σκοτάδια του θανάτου σε μια πεσιμιστική εποχή, με καραντίνες λόγω πανδημίας, αποτυπώνοντας στο νέο του πόνημα «Vortex», τα όρια ανθρώπινης μνήμης και εγκεφαλικής λειτουργίας, στη δική του απάντηση για τα γηρατειά και την έννοια της ύπαρξης, σχεδόν μια δεκαετία μετά την «Αγάπη» (2012) του Μίκαελ Χάνεκε.  

Η αγάπη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού δοκιμάζεται μόλις η γυναίκα, πρώην ψυχίατρος, παρουσιάσει συμπτώματα άνοιας, τα οποία επιχειρεί να αντιμετωπίσει ο σύζυγός της, θεωρητικός του κινηματογράφου, που γράφει βιβλίο για το σινεμά και τα όνειρα. Όσο επιδεινώνεται η κατάσταση, η γυναίκα δυσκολεύεται να αναγνωρίσει πρόσωπα και περιβάλλον, ενώ παλεύει εναγωνίως να αρθρώσει λέξεις και φράσεις, για να επικοινωνήσει. Ο μονάκριβος γιος τους Στεφάν (Άλεξ Λουτζ), πατέρας μικρού παιδιού, προσπαθεί να παραμείνει δυνατός και τρυφερός στο πλευρό τους, παρά τα δικά του προβλήματα απεξάρτησης. Όσο αποδεικνύεται τελεσίδικη η εφιαλτική κατάβαση, επιχειρεί να τους υποδείξει τη λύση οίκου ευγηρίας.

Πεπεισμένος πως η φόρμα αναδεικνύει μορφολογικά και εννοιολογικά το περιεχόμενο, ο ταλαντούχος Γκασπάρ Νοέ, σε ρήξη με τη συμβατική αφήγηση, αναζητά μια νέα κινηματογραφική φόρμα, με επιρροές από Γκοντάρ, Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, Ντάνι Μπόιλ και Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Πάντα με το βλέμμα στραμμένο στις πειραματικές σκηνοθετικές προσεγγίσεις των δεκαετιών του ’60 και του ’70, ο Νοέ επιλέγει εδώ για πρωταγωνιστικό ζευγάρι την 78χρονη σήμερα Φρανσουάζ Λεμπρέν, εμβληματική ηθοποιό της ταινίας «Η μαμά και η πουτάνα» (1973/Ζαν Εστάς) και τον θρυλικό Ιταλό σκηνοθέτη των «τζάλο θρίλερ», Ντάριο Αρτζέντο, σήμερα 82 ετών. Αποτυπώνοντας στυλιστικά γνωρίσματα και σκηνοθετικά τεχνάσματα της εποχής που άκμασαν οι ηλικιωμένοι πρωταγωνιστές, ο Νοέ δημιουργεί μια ταινία με αφηγηματική δομή σε μια οθόνη μοιρασμένη στα δυο, ενώ συχνά μετουσιώνει στην αεικίνητη κάμερά του την αίσθηση του διαρκούς στροβιλισμού της δίνης, που αναφέρεται στην έννοια του τίτλου. Στα πλαίσια αυτής της υπαρξιακής προσέγγισης, μετά από τους ασυνήθιστους τίτλους αρχής, η ταινία ξεκινάει με το σχηματικό τέχνασμα βουτιάς από τον ουρανό προς τη γη, στη δίνη της ανθρώπινης κατάστασης των γηρατειών, ενώ κλείνει σε αντίστροφη κίνηση, από τα κάτω προς τα πάνω, με μια περίτεχνη κινηματογράφηση προς τον ουρανό, ακολουθώντας την υποτιθέμενη μεταφυσική τροχιά της ανθρώπινης ψυχής, στο πέρασμα από τα εγκόσμια στα επουράνια.

Με πρωταγωνιστές δυο επιζήσαντες της ελευθεριακής εποχής του Μάη του ’68, στον πυρήνα της ταινίας βρίσκεται το διαμέρισμά τους στη στενή σοφίτα παλιάς παριζιάνικης πολυκατοικίας, όπου έχουν συσσωρευτεί βιβλία, βιντεοκασέτες και ενθύμια μιας περασμένης ζωής. Ενδεικτικές είναι οι αφίσες ολόγυρα στους τοίχους, από ταινίες-ορόσημα του Φριτς Λανγκ και του Γκοντάρ, αλλά και πολιτικά συνθήματα με στυλιστικές χίπικες προτάσεις, ως αναφορά στο Μάη του ’68, όπως το σλόγκαν «CRS=SS», για τη βαναυσότητα των δυνάμεων καταστολής ή «Νίξον=πόλεμος», καθώς και μια πασιφιστική αφίσα με τα γράμματα της λέξης «ειρήνη» να σχηματίζουν ένα περιστέρι. Τα τραγούδια εποχής που ακούγονται, εντείνουν τη ρετρό αισθητική, όπως στην εισαγωγή το ασπρόμαυρο βίντεοκλιπ του τραγουδιού «Mon amie la rose» (1964) με την Φρανσουάζ Αρντί, το «Gracias a la vida» (1966), της Βιολέτα Πάρα, όταν όλη η οικογένεια κάθεται γύρω από το τραπέζι, σε κρίσιμη σκηνή ακούγεται σε ενισχυμένη ένταση, απόσπασμα της μουσικής του Έννιο Μορικόνε από το σπαγγέτι γουέστερν «Το όνομά μου είναι κανένας» (1973/Τονίνο Βαλέριι), ενώ στην τελετή καύσης το συγκινητικό «θέμα της Καμίγ» του Ζωρζ Ντελρύ από την «Περιφρόνηση» (1963/Γκοντάρ). Αντίστοιχα, το πολιτιστικό διακύβευμα της εποχής της νεότητας του ζευγαριού μαρτυρούν οι διάσπαρτοι τίτλοι βιβλίων για σημαντικούς σκηνοθέτες. Στα πλαίσια της έρευνας για το βιβλίο του, ο πατέρας παρακολουθεί απόσπασμα της ταινίας «Βαμπίρ» (1932/Κ.Θ. Ντράγιερ), ενώ όταν καταρρέει διακρίνεται στο φόντο, από ανοιχτή τηλεόραση, ο μεγάλος κοκκινωπός Ωκεανός, από το «Σολάρις» (1972/Α. Ταρκόφσκι).

Με την κάμερα να ακολουθεί ασφυκτικά τους πρωταγωνιστές, ο περιβάλλοντας χώρος λειτουργεί ως χαοτικός λαβύρινθος, εντείνοντας την αποπροσανατολιστική αίσθηση της άνοιας. Μέσα από την παράλληλη θέαση, πότε βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να κυκλοφορούν καθένας στο δικό του γεμάτο βιβλία χώρο, ενώ άλλοτε διαφαίνεται στην αριστερή οθόνη η μητέρα, χαμένη ανάμεσα στα προϊόντα ενός στοκάδικου της γειτονιάς, και δεξιά, ο πατέρας να την ψάχνει στο επίσης ασφυκτικά γεμάτο γειτονικό βιβλιοπωλείο. Όσο αυτή η αίσθηση του γεμάτου τονίζει τη διάσταση της ζωής, τόσο λίγο πριν το τέλος, μέσα από τα διαδοχικά πλάνα του διαμερίσματος που σταδιακά αδειάζει τόσο από την παρουσία των ανθρώπων, όσο και από τα αντικείμενά τους, η αίσθηση του άδειου μετουσιώνει το κενό της ύπαρξης, στη διάσταση του θανάτου.

Μετά την αρχικά ενιαία οθόνη, όπου το ζεύγος απεικονίζεται χαμογελαστό, ακολουθεί ο εμφανής αργός χωρισμός της στα δυο, σηματοδοτώντας τη χρονική στιγμή επιδείνωσης της άνοιας της μητέρας, μετουσιώνοντας σχηματικά την έννοια του σχίσματος της αρμονικής συμβίωσης του ζεύγους. Έκτοτε η δράση αποτυπώνεται παράλληλα, στα διακριτά μέρη της οθόνης, με τους πρωταγωνιστές συχνά να αλλάζουν μεριά, άλλοτε να παρουσιάζονται σε μια πρόσκαιρη συνένωση, μέσα στο ίδιο κάδρο, υπό διαφορετική γωνία λήψης στις διαφορετικές οθόνες, με αποτέλεσμα διπλής απεικόνισης, που υποδηλώνει την ύπαρξη παράλληλων καμερών στον ίδιο χώρο. Ενίοτε, οι δυο ξεχωριστές οθόνες αλληλοσυμπληρώνονται ως προέκταση η μιας της άλλης, ενώ προς το τέλος, είναι αποκαλυπτικό ότι το μαύρισμα μιας από τις δυο οθόνες υπογραμμίζει την αίσθηση απουσίας του εκλιπόντα κάθε φορά πρωταγωνιστή, εκφράζοντας και απεικονιστικά την έννοια απώλειας του θανάτου.

Ο διαχωρισμός της δράσης σε δυο παράλληλες οθόνες διευρύνει εννοιολογική και απεικονιστική ποικιλία, μετουσιώνοντας στην πειραματική αυτή σκηνοθεσία τις λεπτές συναισθηματικές εντάσεις, κυρίως μέσα από τη σύγκριση της παράλληλης παρουσίασης της διαφορετικής διανοητικής κατάστασης των πρωταγωνιστών. Είναι ενδεικτικό ότι ο πατέρας παρουσιάζεται σε δημιουργικό οίστρο, γράφοντας το βιβλίο του, σε αντίθεση με την μητέρα, που περιφέρεται σαστισμένη και φοβισμένη.

Αντίστοιχα, το ερμητικά κλειστό κάδρο, μονίμως επικεντρωμένο στους χαρακτήρες, από μια κάμερα που τους ακολουθεί συνήθως από πίσω, ενίοτε κι από μπροστά, αλλάζοντας συχνά οπτική γωνία ακόμα και μέσα στην ίδια οθόνη, αποτυπώνει τις τροχιές της περιπλάνησής τους στο χώρο, μέσα στο στενό διαμέρισμά τους ή στα λιγοστά εξωτερικά πλάνα, εντείνοντας την αίσθηση άγχους και κλειστοφοβικού αδιεξόδου. Είναι χαρακτηριστική η φράση του πατέρα πως «αυτό το σπίτι έχει πλέον καταντήσει εφιάλτης», μετά από ένα σαρωτικό συμμάζεμα της μητέρας και το ξεχασμένο ανοιχτό γκάζι, ενώ γίνεται αναφορά στη σχέση εξάρτησης και εμμονής των ηλικιωμένων με τα φάρμακα.

Από την αρχή της ταινίας, ο Νοέ τοποθετεί την ασθένεια της άνοιας, σε επιστημονικό και ανθρωπολογικό πλαίσιο, μέσα από μερικά εκτός κάδρου ηχητικά αποσπάσματα σχετικών ραδιοφωνικών εκπομπών. Έτσι, γίνεται αναφορά στη σημασία της διαδικασίας του πένθους, ενώ εκτός από τα έθιμα ταφής ως κοινωνική τελετή, στην προσπάθειά των ανθρώπων να δώσουν νόημα στο θάνατο, γίνεται αναφορά και στη λειτουργία του εγκεφάλου, που αναδιοργανώνει αναμνήσεις και συμβάντα, σε διαρκή αναπαράσταση του παρελθόντος.

Η επιλογή της σκηνοθετικής φόρμας με την παράλληλη αφήγηση της ιστορίας, επιτυγχάνει συγκριτική προσέγγιση, που ξεπερνάει τον διδακτισμό του κοινωνικού σινεμά, αγγίζοντας στο «Vortex» έναν υπαρξισμό που εκφράζεται κινηματογραφικά, όταν οι παράλληλες καταστάσεις αποκαλύπτουν την τεράστια απόγνωση και τον τρόμο όσων πάσχουν από άνοια, σε μια ολοκληρωτική ακύρωση της προσωπικότητάς τους.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected] 

INFO

Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, διοργανώνεται με ελεύθερη είσοδο, 10-13/11/2022, το φεστιβάλ “ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ 100”, για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ζοζέ Σαραμάγκου, με προβολές έξι ταινιών εμπνευσμένων από τα βιβλία και τη ζωή του Πορτογάλου νομπελίστα. Περισσότερες πληροφορίες: www.tainiothiki.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!