Εκρηκτικό μείγμα η ένταση της ασφυξίας σε συνδυασμό με την προσήλωση στο καλό σενάριο της άμεσης λύσης

Το editorial του Δρόμου που κυκλοφορεί το Σάββατο 16 Μαΐου

 

Είναι πλέον σαφές και για τους πιο αισιόδοξους ότι ο χρόνος που «κέρδισε» η ελληνική πλευρά με τη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, δούλεψε για τους «δανειστές» και όχι για τη χώρα. Χωρίς κανένα ουσιαστικά αντάλλαγμα, χωρίς ανάσα ρευστότητας, η κυβέρνηση ανέλαβε δεσμεύσεις, προχώρησε σε υποχωρήσεις, εκπλήρωσε κανονικά όλες τις «υποχρεώσεις» της, εξάντλησε τα τελευταία οικονομικά αποθέματα της χώρας.

Παρά το γεγονός όμως, ότι -έστω και εν μέρει- το «λάθος» της 20ής Φεβρουαρίου έχει αναγνωριστεί, δεν φαίνεται αυτό να σηματοδοτεί κάποια ουσιαστική στροφή στην τακτική της ελληνικής πλευράς. Η προσήλωση στο «καλό σενάριο» μιας… επικείμενης συμφωνίας με τους «εταίρους» εξακολουθεί να επικαθορίζει τις κινήσεις. Πίσω από τις δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων και παρά τη συχνή αντιφατικότητά τους, η λογική «πάση θυσία συμφωνία» είναι εκείνη που κυριαρχεί.

Είναι σαφές, πλέον, ότι στο τραπέζι (ή καλύτερα στον πάγκο) της διαπραγμάτευσης βρίσκονται θέματα που μέχρι τώρα θεωρούνταν «κόκκινες γραμμές». Ακόμα και η ίδια, όμως, η «διπλωματία των κόκκινων γραμμών» συνιστά σημαντική υποχώρηση, αφού παραχωρεί εξαρχής μια σειρά πεδία, για να υπεραμυνθεί άλλων που σιγά-σιγά, όμως, και υπό τον συνεχή στραγγαλισμό γίνονται και αυτά αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα πιο βαθύ. Είναι όλο το μοντέλο της «διαπραγμάτευσης», έτσι όπως έχει έως τώρα επιλεγεί. Η μυστική διπλωματία δίνει τον τόνο, τα τεχνικά κλιμάκια εξακολουθούν να «εργάζονται» και κυρίως έχει τεθεί ξανά σε αμφισβήτηση το δικαίωμα της χώρας να παίρνει αποφάσεις και να ασκεί στο εσωτερικό της μια ορισμένη πολιτική.

Παραμένουμε, λοιπόν, χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, κάτω από ειδικό καθεστώς επιτροπείας. Εκεί βρίσκεται το σημαντικότερο πρόβλημα, στη διαιώνιση του καθεστώτος που έχει ουσιαστικά καταργήσει, τα τελευταία πέντε χρόνια, τη δημοκρατία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν η εναντίωση του ελληνικού λαού σε αυτό το καθεστώς, αλλά και στο παλιό πολιτικό σύστημα, που εκδηλώθηκε αρχικά με πολύμορφες διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις για να επενδυθεί αργότερα σε μια πολιτική λύση που είχε ως επιστέγασμα τη θεαματική εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.

Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο μιας πολύ αρνητικής εξέλιξης. Να είναι η αριστερή κυβέρνηση εκείνη που θα επικυρώσει την παράταση και αναβάθμιση του μνημονιακού καθεστώτος. Γιατί, πέρα από τη διάσωση ή όχι κάποιων από τις «κόκκινες γραμμές», είναι προφανές ότι καμιά άλλη προοπτική συμφωνίας δεν αφήνουν ανοιχτή οι «εταίροι». Ακόμα και το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος, που τις τελευταίες μέρες φαίνεται να γίνεται αποδεκτό από τους δανειστές, όχι, βέβαια, ως όπλο απέναντι στην επιχείρηση οικονομικής και πολιτικής ασφυξίας, αλλά ως μέσο για την αποδοχή της.

Πολλοί πιστεύουν ότι αυτή θα είναι η τελευταία σελίδα του δράματος. Η αυταπάτη ότι, ακόμα και υπογράφοντας μια πάνω-κάτω μνημονιακή συμφωνία, θα ξεμπερδεύουμε με το σημερινό θρίλερ, κερδίζοντας χρόνο για να εφαρμοστούν επιμέρους προοδευτικές πολιτικές στο εσωτερικό («είμαστε κυβέρνηση τετραετίας» τονίζουν με νόημα κυβερνητικοί παράγοντες) δεν στέκει τουλάχιστον για δύο βασικούς λόγους.

Πρώτον, γιατί ο μνημονιακός «κορσές» αποστερεί κάθε δυνατότητα για επιμέρους πολιτικές. Δεύτερον, όμως, και σημαντικότερο, μια τέτοια προσαρμογή θα συνεπάγεται άμεσες πολιτικές εξελίξεις. Όλες οι κυβερνήσεις που εφάρμοσαν μνημονιακά μέτρα, αποδυναμώθηκαν γρήγορα και τελικά κατέρρευσαν. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι κάτι διαφορετικό θα συμβεί και με μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», αν πράγματι αναγκαστεί ή επιλέξει να εφαρμόσει κι αυτή νέα μνημόνια. Ενδιάμεσος σταθμός, βέβαια, η στροφή του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά και πιθανόν αλλαγές στη γεωγραφία της Βουλής και τη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος.

Εκείνο που σίγουρα συντελείται μέσα από τη λογική που λέει «πάση θυσία συμφωνία» και τη συνεχή μετατόπιση από τις προεκλογικές και κυβερνητικές εξαγγελίες, είναι ότι χάνονται σταδιακά τα σύνορα μνημονιακών και αντιμνημονιακών επιλογών και πολιτικών δυνάμεων. Αυτά ήταν που έβαλαν σε μπελάδες το πολιτικό σύστημα στη χώρα, η εξαφάνισή τους είναι βασικός όρος για να ανασυσταθεί αυτό με παλιά και «νέα» υλικά.

Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, όσο κι αν αυτό καταστεί πιο δύσκολο, η αναζήτηση δρόμων έξω από το καθεστώς υποδούλωσης, θα παραμείνει αναγκαία και επίκαιρη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!