Σχεδόν όλα τα κανάλια της τηλεόρασης έχουν μετατραπεί σε ειδικά ανακριτικά τμήματα προς όσους εκπροσώπους κομμάτων τολμήσουν να πουν κάτι για τη φορολόγηση υπερκερδών και μερισμάτων, για μείωση του ΦΠΑ, για ελάφρυνση κάποιων στρωμάτων ή φορολόγηση των πλουσίων. Αμέσως πέφτουν βροχή οι ερωτήσεις: Ποιους ακριβώς εννοείτε; Ποιες επιχειρήσεις θέλετε να φορολογήσετε; Έχετε κοστολογήσει τις προτάσεις που κάνετε;
Η Ν.Δ. και το μεγάλο κεφάλαιο θέλουν να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, ή ακόμα να διευρυνθεί η φοροαπαλλαγή υψηλών εισοδημάτων και μεγάλων επιχειρήσεων, και να συνεχιστεί η ληστεία του υπόλοιπου πληθυσμού με την αύξηση της έμμεσης φορολογίας. Κάθε πρόταση για αλλαγές στην άμεση φορολογία υπέρ των φτωχότερων και κάποια αναδιανομή σε βάρος υπερκερδών, αντιμετωπίζεται ως έγκλημα καθοσιώσεως, σαν να πρόκειται για το πιο παράλογο πράγμα στον κόσμο.
Αυτό το «τερέν», στο οποίο παίζουν μονίμως τα ΜΜΕ, απαγορεύει κάθε κριτική και παραποιεί την πραγματικότητα. Αποτελεί μέρος του τοπίου που φτιάχνεται με την «εργαλειοθήκη» των προαπαιτούμενων της ευρωκρατίας, την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, την απρόσκοπτη ροή πόρων προς τους ολιγάρχες και τους μεγάλους ομίλους. Διότι έχει στηθεί ήδη ένα πάρτι και το απολαμβάνουν.
Η Ν.Δ., κατεξοχήν κόμμα των πλούσιων στη χώρα, διαφημίζει το «καμία αύξηση φόρου – μείωση της φορολογίας», ενώ στην πραγματικότητα διευρύνει την έμμεση φορολογία και απαλλάσσει το μεγάλο κεφάλαιο, «παίζοντας» και με στρώματα της μεσαίας αστικής τάξης.
Από την άλλη, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ενώ έχουν ψηφίσει το 48% και το 68% αντίστοιχα των νομοσχεδίων που έφερε η Ν.Δ. αυτή την τετραετία (και αφορούσαν κυρίως 200 προαπαιτούμενα για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ανοίγοντας τον δρόμο για το μεγάλο κεφάλαιο με χρηματοδοτήσεις και φοροαπαλλαγές), τώρα κάνουν ότι ενδιαφέρονται για τα λαϊκά εισοδήματα και πετάνε προτάσεις για τη φορολογία εν μέσω καταιγιστικών πυρών για να τις αποσύρουν ή ανασκευάσουν στη συνέχεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το …σαρδάμ που επικαλέστηκε η κα Χρονοπούλου.
Με το ειδικό καθεστώς που επέβαλαν τα μνημόνια και την ανασυγκρότηση του αστισμού, προχωρούν σε νέα μεγάλη επίθεση στην οικονομία (μέτρα υπέρ ισχυρών, απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων, πολιτική επιδομάτων, ιδιωτικοποιήσεις). Η επίθεση όμως γίνεται και στο επίπεδο της ιδεολογίας: Το να είσαι πλούσιος και να το δείχνεις, να περηφανεύεσαι γι’ αυτό, είναι «μαγκιά». Είσαι κάτι ανώτερο από την πλέμπα, μπορείς να αγοράσεις ό,τι θέλεις, ακόμα και συνειδήσεις, έχεις το μονοπώλιο της ενημέρωσης και της προβολής.
Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται ένας ιδεολογικός-πολιτικός ρεβανσισμός που θέλει να ενταφιάσει κάθε ιδέα «κοινωνικού συμβολαίου», κοινωνικής συνοχής, δεσμού ή αλληλεγγύης. Ο χώρος της «σοσιαλδημοκρατίας» (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ), αφού έχει προσχωρήσει στα ιερά δόγματα του νεοφιλελεύθερου «επιχειρείν», της ευρωκρατίας και του ατλαντισμού, δεν μπορεί να αποτελέσει αντίπαλο δέος προς τη Ν.Δ. –ιδιαίτερα μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου.
Το κλίμα αυτό δεν αντιμετωπίζεται με ποσοστά και μικροπολιτική. Αντιμετωπίζεται με βαθιά συναίσθηση του γιατί βρεθήκαμε σε αυτό το σημείο, τι δοκιμάστηκε και γιατί απέτυχε, πώς μπορεί να ξεπεραστεί το μπλοκάρισμα χώρας και κοινωνίας. Πώς μπορεί να οικοδομηθεί (όχι εντός των τειχών των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, που είναι κι αυτές μπλοκαρισμένες) ένα σχέδιο εθνικής κυριαρχίας, με μια άλλη Πολιτεία και διαφορετικούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία και με έντονο το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας, που παραβλέπεται επιμελώς από τα «ανακριτικά» γραφεία των ΜΜΕ και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.