Αναδημοσίευση από την Αυγή της Κυριακής, 1/6/2014

 

Ο αριθμός του τίτλου αντιστοιχεί στους ψηφίσαντες της περασμένης Κυριακής. Όσοι δηλώνουν επιδέξιοι αποκωδικοποιητές εκλογικών μηνυμάτων στην πραγματικότητα τόσα μηνύματα πρέπει να «ξεκλειδώσουν». Και ίσως ακόμη περισσότερα, αν συνυπολογιστούν τουλάχιστον δύο εκατομμύρια ψηφοφόρων που απείχαν, όχι απαραίτητα από φυσική αδυναμία, αλλά για να υποδηλώσουν κάτι. Θυμό, αδιαφορία, άγνοια. Ή μετανάστευση.

Η επιλογή ψηφοδελτίου είναι ένα μόνο στιγμιότυπο ανάμεσα στα χιλιάδες στιγμιότυπα της ζωής ενός πολίτη. Υποθέτουμε ότι συμπυκνώνει το πολιτικό του συμπέρασμα για τα 4-5 χρόνια που προηγήθηκαν και τις προσδοκίες του για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Στην πραγματικότητα, όμως, γνωρίζουμε ελάχιστα γι’ αυτό. Ιδιαίτερα σήμερα. Η κρίση έβγαλε αρκετό κόσμο στον δρόμο, στον δημόσιο χώρο, προκάλεσε νέες συλλογικές συμπεριφορές, αλλά μόνο πρόσκαιρα, για λίγες λαμπερές στιγμές. Αυτό που κυρίως προκάλεσε είναι η εξατομίκευση της κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Έκλεισε πολύ κόσμο στα σπίτια του και, κατά κάποιο τρόπο, έκανε κυριολεξία το αξίωμα που αποδίδεται στη Θάτσερ: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους».

Αν η τετραετία της κρίσης ήταν πυκνότερη σε συλλογικά στιγμιότυπα διαμαρτυρίας και συγκρούσεων, αν δηλαδή τα θύματα των Μνημονίων είχαν σαφέστερη αντίληψη για τα συλλογικά τους συμφέροντα, η συνθετική ανάγνωση των εκλογικών τους μηνυμάτων θα ήταν ασφαλέστερη. Ελλείψει αυτού, η ερμηνεία του μηνύματος της κάλπης επαφίεται στη δημιουργική αυθαιρεσία, στη «μαντεία» ή στην πολιτική απάτη. Βέβαια, ακόμη κι αυτή η αυθαιρεσία έχει κάποια χρησιμότητα. Δίνει μια ελάχιστη συνοχή στις μοναχικές επιλογές των πολιτών. Υπερβαίνει τον κατακερματισμό, ανακατασκευάζει τις χαμένες συλλογικότητες.

Αλλά αυτό έχει το όριό του. Όσο κι αν τα πολιτικά επιτελεία επιχειρούν να εξηγήσουν στον ψηφοφόρο τι ακριβώς ψήφισε, δεν υπάρχουν μονοσήμαντα εκλογικά μηνύματα. Γιατί είναι άλλο πράγμα η επιλογή του ψηφοφόρου κι άλλο η μηχανική του πολιτικού και εκλογικού συστήματος. Για παράδειγμα: Είναι βέβαιο ότι η συγκυβέρνηση απομονώθηκε από την τεράστια πλειοψηφία των πολιτών, προσελκύοντας λιγότερο από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων. Αλλά είναι ταυτόχρονα αλήθεια ότι ένα ποσοστό περίπου 44% έκανε επιλογές εντός μνημονιακού τόξου. Είναι αδιαμφισβήτητος ο ισχυρός συμβολισμός της πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ταυτόχρονα δεν διαφαίνεται η παραμικρή προϋπόθεση σύνθεσης της Αριστεράς σε ένα ιστορικής σημασίας άθροισμα, που θα την καθιστούσε ηγεμονική δύναμη. Αντίθετα, τα διαχωριστικά της τείχη ψηλώνουν. Είναι βέβαιο ότι η Χρυσή Αυγή «ξεπλένει» με την εκλογική της επιτυχία εν μέρει τη ναζιστική της δράση. Αλλά, ταυτόχρονα, μεγάλο τμήμα από τους 536.000 ψηφοφόρους της, που ελαφρά τη καρδία χαρακτηρίζονται «φασίστες», πίστεψε ότι ψηφίζει «κατά των τοκογλύφων, της διαπλοκής, του φαύλου καθεστώτος». Και, τέλος, είναι προφανές ότι η πλειοψηφία των πολιτών προσήλθε στην κάλπη αποφασισμένη να τιμωρήσει, αλλά ένα πρωτοφανές 20% (εκτός Βουλής, άκυρα, λευκά) επέλεξε να το κάνει χωρίς να ενδιαφέρεται για την εκπροσώπηση και για την πολιτική αποτελεσματικότητα της ψήφου του στις «χαλαρές» ευρωεκλογές.

Αποτέλεσμα αυτής της πολυσημίας του εκλογικού μηνύματος είναι ο ατελής διπολισμός στο πολιτικό σύστημα. Ατελής, όχι μόνο γιατί η αθροιστική επιρροή ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. κυμαίνεται στο 50% του εκλογικού σώματος, αλλά κυρίως γιατί οι δύο πόλοι στηρίζονται σε αβέβαιες κοινωνικές συμμαχίες. Για τη Ν.Δ. αυτό είναι λογικό. Με εξαίρεση ένα μικρό πυρήνα ολιγαρχών και των δορυφόρων τους, που εμφανίζουν αξιοζήλευτη συνοχή, δεν υπάρχει κοινωνικό στρώμα που να μην έχει πλήξει. Ακόμη και το 8% του ΠΑΣΟΚ αντιστοιχεί σε μια σχετικά πιο στέρεη κοινωνική βάση, δηλαδή στον πυρήνα ανθρώπων του βαθέος κράτους και των πελατών τους που θέλουν να κρατηθούν πάση θυσία στην εξουσία.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν φιλοδοξεί να μετατρέψει την επιρροή του σε κυρίαρχο ρεύμα, ανάλογο της «πλημμυρίδας» του ΠΑΣΟΚ το 1981, αρχίζοντας από τα κάτω της πυραμίδας, πρέπει να πείσει ένα προς ένα τα δύσπιστα υποτελή στρώματα για το συλλογικό τους συμφέρον. Δηλαδή να αποκαταστήσει την ταξική συνοχή τους. Να τα καταστήσει ενεργούς διαμορφωτές και διεκδικητές του προγράμματός του. Φυσικά, πρέπει να υπάρχει το ανάλογο πρόγραμμα. Και ταυτόχρονα πρέπει να πείσει ότι κάθε επί μέρους στοιχείο του προγράμματός του, είτε αφορά την αποκατάσταση των συμβάσεων και των μισθών είτε την κρατικοποίηση των τραπεζών, είναι κέρδος για όλη την κοινωνία. Έτσι, μια επικράτηση στα σημεία γίνεται πλήρης νίκη. Ο μοναχικός ψηφοφόρος γίνεται μαχητικός παράγοντας μιας συλλογικότητας, το «κοινωνικό του είναι καθορίζει τη συνείδησή» του -για να θυμηθούμε τον Μαρξ-, η επιλογή στην κάλπη γίνεται βαθιά πολιτική, όχι απελπισμένη «ξεπέτα». Αυτό είναι, παράλληλα, ο καλύτερος τρόπος για να προστατευτεί μια Αριστερά με προοπτική διακυβέρνησης από τους πειρασμούς της αλαζονείας και της απο-ριζοσπαστικοποίησης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!