Αν και το ενδιαφέρον των ΜΜΕ μονοπωλείται από την πολιτική ένταση και την έντονη, διακομματική κινητικότητα που προκαλεί η επικείμενη ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η δεύτερη μεταμνημονιακή αξιολόγηση που ξεκινά επίσημα την ερχόμενη εβδομάδα και θα ολοκληρωθεί στις 27 Φεβρουαρίου, κάθε άλλο παρά χαμηλής έντασης θέμα είναι. Ίσα-ίσα, τα σημαντικότερα από τα 16 προαπαιτούμενα αυτής της αξιολόγησης αφορούν τον σκληρό πυρήνα της μνημονιακής καταστροφής που προηγήθηκε: το τεράστιο ιδιωτικό χρέος, ιδιαίτερα αυτό προς τις τράπεζες, και προς τα ασφαλιστικά ταμεία και το δημόσιο. Αυτό αποτελεί το κατ’ εξοχήν προϊόν της σχεδόν δεκαετούς κρίσης κρατικού χρέους και της ισοπεδωτικής πολιτικής που επέβαλαν οι δανειστές.

Ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί που ήρθε στην Αθήνα για να προετοιμάσει πολιτικά το έδαφος για τα κλιμάκια των «επιθεωρητών», παρά το πολιτικό τακτ που επέδειξε, δεν έκρυψε τις προτεραιότητες της Κομισιόν στα επίδικα ζητήματα της αξιολόγησης. Πρώτον, κόκκινα δάνεια, δεύτερον προστασία της πρώτης κατοικίας με τρόπο που να μην επηρεάζει αρνητικά τις προσπάθειες των τραπεζών να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια, τρίτον «προσεκτική» αύξηση του κατώτατου μισθού, ώστε να μην επηρεάζεται η προσπάθεια των επιχειρήσεων να διαχειριστούν τα κόκκινά δάνεια. Το τελευταίο δεν το είπε, αλλά προκύπτει από τα συμφραζόμενα. Εν ολίγοις, πυρήνας της δεύτερης αξιολόγησης που γίνεται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας είναι –και πάλι– η προστασία των τραπεζών, της ιερής αγελάδας της οικονομίας.

Το δόγμα Μέρκελ- ΕΚΤ

Η επιλογή αυτή της Κομισιόν υπαγορεύεται όχι μόνο από τη χρηματοπιστωτική «κουλτούρα» της και από την ίδια τη φύση της Ευρωζώνης, αλλά και από τη στρατηγική της ΕΚΤ στην περίοδο μετά το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης. Υπαγορεύεται επίσης από τους αυστηρούς όρους που έχει επιβάλει η γερμανική ηγεσία προκειμένου να προχωρήσει η βαλτωμένη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. «Αν θέλετε ευρωπαϊκό ταμείο εγγύησης καταθέσεων μειώστε δραστικά τα κόκκινα δάνεια», είναι το δόγμα που έχουν επιβάλει η Μέρκελ και ο Σόλτς και στο οποίο έχουν συμβιβαστεί οι λοιποί της Ευρωζώνης και η Κομισιόν, ενώ συμφωνεί απόλυτα η ΕΚΤ.

Στην περίπτωση της Ελλάδας υπάρχει ένας επιπλέον λόγος: αν η ευρωπαϊκή ελίτ θέλει να μην τσαλακωθεί το τελευταίο «success story» της μνημονιακής διαπαιδαγώγησης, η επιστροφή στην «κανονικότητα» της Ευρωζώνης πρέπει να ολοκληρωθεί με την άρση του αποκλεισμού από τις αγορές. Κι αυτό προϋποθέτει βελτίωση της κατάστασης των τραπεζών με απαλλαγή τους από τα «σαπάκια» και μια συμβολική κίνηση εμπιστοσύνης από την πλευρά του ευρωπαϊκού ιερατείου, με την επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ και των άλλων κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα, ύψους σχεδόν 700 εκατ. ευρώ. Αυτό θα είναι το «βραβείο» μιας επιτυχούς ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και, πιθανά, το κατάλληλο μήνυμα προς τις αγορές να ρίξουν το κόστος δανεισμού προς την Ελλάδα σε ένα πιο ανεκτό επίπεδο.

Πυρήνας της δεύτερης αξιολόγησης, που ξεκινά επίσημα την ερχόμενη εβδομάδα στα πλαίσια της ενισχυμένης εποπτείας, είναι – και πάλι- η προστασία των τραπεζών, της ιερής αγελάδας της οικονομίας

Ιταλικό και κυπριακό μοντέλο

Με αυτά τα κριτήρια –στα οποία πρέπει να προσθέσει κανείς και κάποια κριτήρια πολιτικού ρίσκου που δημιουργεί η de facto προεκλογική περίοδος– η Κομισιόν είναι διατεθειμένη να εγκρίνει το σχέδιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών από τα 82 δισ. ευρώ που είναι σήμερα σε 32 δισ. μέσα σε μια τριετία, δηλαδή στο 20%, στόχος μετριοπαθής μεν, αλλά πολύ πάνω από τον πανευρωπαϊκό στόχο του 3,6%. Ο Μοσκοβισί προϊδέασε για θετική αξιολόγηση του σχεδίου αυτού που βασίζεται σε κρατικές εγγυήσεις. Τις οποίες η μεν Κομισιόν προτίθεται να εγκρίνει χωρίς να τις θεωρήσει κρατικές ενισχύσεις, κατά το αντίστοιχο ιταλικό μοντέλο, ενώ οι αγορές είναι ασαφές πώς θα αξιολογήσουν.

Αν για τα κόκκινα δάνεια, ιδιαίτερα τα επιχειρηματικά, προκρίνεται το ιταλικό μοντέλο, για τα στεγαστικά δάνεια και την προστασία της πρώτης κατοικίας προωθείται ένα κυπριακό μοντέλο. Αποτελεί ένα συνδυασμό κουρέματος, επιμήκυνσης και επιδότησης της δόσης που θα διαμορφώνεται μετά την αναδιάρθρωση του δανείου από το κράτος, με κριτήρια τόσο εισοδηματικά όσο και ύψους της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου. Οι τράπεζες διαπραγματεύονται σκληρά όλες τις παραμέτρους της προτεινόμενης ρύθμισης, προκειμένου να μην αναγκαστούν να εγγράψουν απώλειες, και σ’ αυτό έχουν πιθανά συμμάχους κάποιους από τους εκπροσώπους των δανειστών, ιδιαίτερα την ΕΚΤ και τον SSM. Σε κάθε περίπτωση, το νέο σύστημα που προωθείται δεν έχει καμιά σχέση με τον νόμο Κατσέλη, δηλαδή δεν συνιστά προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς, αλλά απλώς διευκόλυνση στην αποπληρωμή του δανείου.

Πολιτικό πλαφόν για μισθούς

Η αντιμετώπιση του κολοσσιαίου ιδιωτικού χρέους συμπληρώνεται με την προώθηση ενός συνολικού και μόνιμου εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών προς δημόσιο, ταμεία και τράπεζες, ενώ ταχύτερα θα ενεργοποιηθεί ένας μηχανισμός ρύθμισης με 120 δόσεις των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών και φορολογικών οφειλών. Το παζλ των προαπαιτούμενων συμπληρώνουν 5-6 ιδιωτικοποιήσεις που βρίσκονται σε καθυστέρηση, ενώ μεγάλο –συμβολικό και όχι μόνο– θα έχει η στάση των εκπροσώπων των θεσμών, μαζί και του ΔΝΤ που επιβεβαίωσε ότι την ερχόμενη εβδομάδα θα είναι παρόν στην αξιολόγηση, απέναντι στο θέμα της αύξησης του κατώτατου μισθού. Για την πλευρά των δανειστών, ιδιαίτερα της Ευρωζώνης, το μισθολογικό κόστος, πέραν της ταξικής μεροληψίας υπέρ της επιχειρηματικής ελίτ, κινείται εντός συγκοινωνούντων δοχείων μαζί με τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια. Επομένως, δεν θα είναι ιδιαίτερα φιλική με τις φημολογούμενες κυβερνητικές προθέσεις για μια αύξηση σχεδόν 10%. Ο Μοσκοβισί ήδη προϊδέασε για το «πολιτικό πλαφόν» στην αύξηση, το ΔΝΤ προφανώς θα υποδαυλίσει αυτό το πλαφόν, επομένως η τελική αύξηση μάλλον θα προσγειωθεί αρκετά χαμηλότερα. Έτσι κι αλλιώς το βασικό ζήτημα δεν είναι η ονομαστική αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά η αντιμετώπιση των μηχανισμών που θα επιστρατεύσει η εργοδοσία για να μην υπάρξει πραγματική αύξηση του μισθολογικού κόστους. Και σ’ αυτό το πεδίο αρωγός θα αποδειχθεί η μερική και ελαστική απασχόληση.

Η ευκαιρία του ατελούς δικομματισμού

Το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο θα διεξαχθεί η δεύτερη αξιολόγηση της ενισχυμένης εποπτείας έχει κι αυτό πολλές ιδιομορφίες και αβεβαιότητες. Η Συμφωνία των Πρεσπών φαίνεται ότι εξασφαλίζει μεν την απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία, αλλά το γεγονός ότι η κυβέρνηση στηρίζεται σε μια συγκυριακή πλειοψηφία παρακολουθείται από τους δανειστές και τις αγορές, ενώ και στην ηγεσία της κυβέρνησης υπάρχουν και δεύτερες σκέψεις για το ενδεχόμενο μιας προσφυγής στις κάλπες μέχρι το καλοκαίρι, πιθανότατα τον Μάιο. Η ταυτόχρονη διεξαγωγή τριών εκλογών –αυτοδιοίκηση, ευρωεκλογές, εθνικές– έχει πολλά μειονεκτήματα αλλά, κατά ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, έχει και το πλεονέκτημα ότι δίνει τη δυνατότητα στο εκλογικό σώμα να εκτονώσει την όποια δυσφορία του στις κάλπες για τους δήμους και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, και να κάνει πιο μετρημένες επιλογές στην κάλπη για βουλή και κυβέρνηση. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει ακόμη πιο πιεστικά για τα μικρότερα κόμματα και ιδιαίτερα για τον μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. χώρο που βρίσκεται κυριολεκτικά σε κατάσταση αποσύνθεσης. Σε μια εκλογική αναμέτρηση σε συνθήκες πόλωσης –που αποτελεί σχεδόν αναγκαστική επιλογή για τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ– η αποσύνθεση για κάποιους μπορεί να σημάνει εξαφάνιση. Ο ατελής δικομματισμός που άρχισε να διαμορφώνεται μετά το 2012 έχει μια ακόμη ευκαιρία ολοκλήρωσης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!