Η δημοσιονομική εκεχειρία που σιωπηρά έχει κηρυχθεί στην Ευρωζώνη, με ωφελούμενες κυρίως την Ιταλία και τη Γαλλία, οι οποίες θα έχουν το πλεονέκτημα να υπερβούν σημαντικά τα όρια ελλείμματος κατά το Σύμφωνο Σταθερότητας χωρίς να υποστούν κυρώσεις, διαμορφώνει για μιαν ακόμη φορά εικόνα δυο ταχυτήτων στο πλαίσιο της εικοσάχρονης πια νομισματικής ένωσης.

Για την Ελλάδα, για παράδειγμα, το πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας τηρείται πιστά και η δεύτερη μεταμνημονιακή αξιολόγηση αναμένεται να ξεκινήσει κανονικά εντός του μηνός, με «απόβαση» των εκπροσώπων των θεσμών στην Αθήνα περί τις 21 Ιανουαρίου, και αφού θα έχουν προηγηθεί οι συνεδριάσεις του EuroWorkingGroup (10/1) και του Eurogroup. Υπάρχει λίστα τουλάχιστον 10 μεταμνημονιακών δεσμεύσεων που θα ελεγχθούν, με κομβικά ζητήματα τα κόκκινα δάνεια, το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας μετά τον νόμο Κατσέλη και την δρομολογούμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, με ταυτόχρονη κατάργηση του υποκατώτατου. Οι διαθέσεις των δανειστών είναι, προς το παρόν, ασαφείς για τα ζητήματα αυτά. Η τελετουργία της αξιολόγησης θα συνεχιστεί με τη δημοσιοποίηση της έκθεσης της Κομισιόν (27/1) και θα ολοκληρωθεί στο Eurogroup της 11/3.

Ωστόσο, ακόμη και στην αυστηρή μεταμνημονιακή εποπτεία της Ελλάδας, όλα εξελίσσονται εντός της ελαστικότητας που επιβάλλει η ευρωπαϊκή πολιτική συγκυρία, με τις ιδιομορφίες που έχει σε κάθε χώρα. Στην ελληνική περίπτωση, η συγκυρία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την ολοκλήρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, για την οποία υπάρχει θερμό ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής ηγεσίας, και ιδιαίτερα της γερμανικής. Η αναμενόμενη επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα, λίγο πριν εγκριθεί η συνταγματική αναθεώρηση στα Σκόπια, προφανέστατα έχει στο επίκεντρο τη Συμφωνία. Κι εκεί υπάρχει το ερώτημα πώς θα ξεπεραστεί η αμηχανία που θα προκληθεί από το γεγονός ότι η Μέρκελ θα υπερασπιστεί μια συμφωνία στην οποία αντιτίθεται ο ομοϊδεάτης της Κυρ. Μητσοτάκης, με τον οποίο προβλέπεται να συναντηθεί.

Οι πηγές μιας νέας ύφεσης

Η δημοσιονομική εκεχειρία που επιβάλλουν οι πολιτικές προτεραιότητες στην Ευρωζώνη, με κυρίαρχη και κοινή για όλα τα κράτη μέλη τις ευρωεκλογές του Μαΐου, έχει πολλές σκιές και αβεβαιότητες. Το ευρωπαϊκό ιερατείο έκανε την καρδιά του πέτρα και επέδειξε τη μέγιστη ευελιξία στην εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας- του ζουρλομανδύα της ευρωζώνης- απέναντι στη Γαλλία και την Ιταλία, με κριτήριο το οικονομικό και πολιτικό τους βάρος. Αλλά αυτό συσσωρεύει δυσφορία και αντιδράσεις στις μικρότερες χώρες που εξακολουθούν να εφαρμόζουν δημοσιονομική λιτότητα, αλλά και στις «σκληρότερες» χώρες του Βορρά που θέλουν μια ανάλογα «σκληρή» μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Αυτό θα δυσκολέψει αρκετά την προώθηση ακόμη και της εμβαλωματικής εμβάθυνσης της νομισματικής ένωσης που αποφασίστηκε στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2018.

Από πολλές απόψεις, τελικά, η δημοσιονομική και πολιτική εκεχειρία στην Ευρωζώνη, είκοσι χρόνια από την υιοθέτηση του ευρώ, την καθιστά εξαιρετικά ευάλωτη στον κίνδυνο μιας νέας ύφεσης. Και ενδείξεις για κάτι τέτοιο υπάρχουν παντού στο διεθνές καπιταλιστικό σύμπαν. Το άτακτο Brexit, μια έντονα πτωτική αντίδραση στις αγορές μετοχών, το δέος που προκαλεί το τέλος της φθηνής ρευστότητας και της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, είναι μόνο μερικές από τις αφορμές για τις οποίες προϊδεάζει το 2019.

Στην εικοσάχρονη Ευρωζώνη της δημοσιονομικής εκεχειρίας αποκαλύπτεται διεύρυνση της φτώχειας για τους εργαζόμενους, που αποτέλεσαν θύματα και της κρίσης και της υπέρβασής της

Ίσως, όμως, η κυριότερη ένδειξη για τον κίνδυνο μιας νέας ύφεσης φωλιάζει στην ίδια την Ευρωζώνη. Η εικόνα που παρουσιάζει έπειτα από μια οκταετία βραδείας ανάκαμψης, για την οποία επαίρεται η ηγεσία της, η οποία μάλιστα συνδυάζεται με μια ακόμη βραδύτερη αύξηση της παραγωγικότητας, επιβεβαιώνει πανηγυρικά την ανάλυση του Μαρξ στο «Κεφάλαιο» γα τον μηχανισμό των καπιταλιστικών κρίσεων: «Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που αντιτίθεται στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής να αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας» (Το Κεφάλαιο, τόμος Γ΄).

Ισοζύγιο ανάκαμψης και φτώχειας

Μια άκρως ενδιαφέρουσα ανάλυση των τελευταίων στοιχείων της Eurostat από τους Financial Times αποκαλύπτει ότι η ανάκαμψη της Ευρωζώνης και μάλιστα των πλουσιότερων χωρών της συνοδεύτηκε από σταθερή αύξηση των εργαζόμενων που οδηγούνται σε καθεστώς φτώχειας. Κι αυτό παρά τη μείωση της ανεργίας σε ιστορικό χαμηλό. Το ποσοστό των εργαζόμενων που ζουν κάτω από το όριο φτώχειας προσεγγίζει το 10%, αυξημένο κατά μια ποσοστιαία μονάδα από το 2010, έτος κορύφωσης της κρίσης και εδραίωσης της ύφεσης σε όλη την Ε.Ε. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι η φτώχεια διευρύνθηκε σε όλες τις κατηγορίες εργαζομένων, ακόμη και σε αυτούς με καθεστώς πλήρους και σταθερής απασχόλησης. Αλλά, καθώς η κρίση αποτέλεσε τη χρυσή ευκαιρία για επιθετική απορρύθμιση στην αγορά εργασίας, το ποσοστό των φτωχών εκτινάχθηκε στο 15%-25% μεταξύ των εργαζόμενων με μη σταθερή απασχόληση, των ευκαιριακά και μερικώς απασχολούμενων. Η εικονική μείωση της ανεργίας στην Ευρωζώνη είχε ως τίμημα τη σημαντική αύξηση της φτώχειας.

Η εικόνα αυτή αφορά πρωτίστως τις οικονομίες που πλήγηκαν περισσότερο από την κρίση, όπως η ισπανική και η ιταλική, στις οποίες οι επισφαλώς εργαζόμενοι που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας κυμαίνονται από 18% έως 28%. Αλλά αφορά και τις χώρες που κέρδισαν από την κρίση, όπως η Γερμανία. Οι εργαζόμενοι σε κίνδυνο φτώχειας έχουν και εκεί διπλασιαστεί σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Αλλά στους ευκαιριακά και μερικά απασχολούμενους –στα περίφημα mini jobs που σχεδόν εξαφανίζουν την επίσημη ανεργία στη Γερμανία– οι εργαζόμενοι σε κίνδυνο φτώχειας υπερβαίνουν το 20%.

Το φορτίο της επόμενης κρίσης

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο σ’ αυτό. Η εικόνα αυτή απλώς αποκαλύπτει το ταξικό ισοζύγιο τόσο της κρίσης όσο και των πολιτικών υπέρβασής της. Η ανάκαμψη της Ευρωζώνης στηρίχθηκε σε μια καλά μεθοδευμένη μείωση των αμοιβών της εργασίας, αλλού διοικητικά επιβεβλημένη όπως στην Ελλάδα, αλλού μέσω της ελαστικοποίησης της εργασίας, ώστε να μειωθεί δραστικά το τελικό μισθολογικό κόστος. Η ανεργία και η υποτιθέμενη μείωσή της εργαλειοποιήθηκε όχι μόνο από τις επιχειρήσεις, που έκαναν αυτό που πάντα έκαναν στον καπιταλισμό, αλλά και από την Ε.Ε. κεντρικά, με την ενθάρρυνση των πολιτικών απορρύθμισης της εργασίας, και από τις μεμονωμένες κυβερνήσεις με το συστηματικό μισθολογικό ντάμπινγκ, τον ανταγωνισμό μείωσης των μισθών. Αυτά τα εργαλεία αποτέλεσαν τη βασική πολιτική υπέρβασης της κρίσης. Η επιτυχία τους, όμως, αποτελεί και την αιτία ενδεχόμενης ολικής επαναφοράς της. Η διεύρυνση της φτώχειας και της επισφάλειας στην Ε.Ε. φέρνει τις οικονομίες της μπροστά στον κίνδυνο μιας νέας κρίσης ζήτησης, υποκατανάλωσης και τελικά ύφεσης. Αλλά και μπροστά στην απειλή ανεξέλεγκτων εκρήξεων διαμαρτυρίας από τα κατ’ εξοχήν θύματα και της κρίσης και της ανάκαμψης. Η περίπτωση των «Κίτρινων Γιλέκων» είναι η πιο ηχηρή, αλλά όχι η μόνη ένδειξη για το τι μπορεί να επιφυλάξει το 2019 στην αυτάρεσκη ευρωπαϊκή ελίτ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!