Από τώρα μέχρι και τον προσεχή Μάρτιο η Ευρωζώνη μπαίνει σε μια άκρως επικίνδυνη ζώνη. Κατά κάποιο τρόπο θα ζήσει μια πρωτοφανή εμπειρία: θα δοκιμάσει να εφαρμόσει πλήρως τους «κανόνες» της , στην πιο ακραία τους εκδοχή, εις βάρος μιας χώρας με τεράστιο ειδικό βάρος, οικονομικό και πολιτικό, της Ιταλίας. Η σπουδή με την οποία ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο έσπευσε να δηλώσει ότι οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης συμμερίζονται τη στάση της Κομισιόν έναντι του ιταλικού προϋπολογισμού, δηλαδή την απόρριψή του, και την πρόθεσή της να κινήσει τη διαδικασία κυρώσεων για τη μη συμμόρφωσή της στο Σύμφωνο Σταθερότητας, από πολλές απόψεις προκαλεί απορίες.

Τα ερωτήματα για το Eurogroup

Ένα πρώτο ερώτημα είναι: όλοι οι υπουργοί Οικονομικών συμμερίζονται και υποστηρίζουν την τιμωρητική χρήση του Συμφώνου Σταθερότητας; Και οι υπουργοί Οικονομικών της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, οι οποίοι υποτίθεται ότι εκφράζουν μια δειλή συμμαχία του Νότου, με προθέσεις να προχωρήσει και πολιτικά, με κάποιου είδους συμπόρευση σοσιαλδημοκρατίας και Αριστεράς; Αλλά και ο αυστριακός υπουργός Οικονομικών, της ακροδεξιάς κυβέρνησης Κουρτς, που έχει τους δικούς της λόγους να βλέπει με συμπάθεια την αντιμεταναστευτική ρητορική του Σαλβίνι;

Κι ένα άλλο ερώτημα είναι: Αν υποθέσουμε ότι το Eurogroup της 3/12 επικυρώνει μια εισήγηση της Κομισιόν για επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν πρόστιμο ίσο με το 0,5% του ΑΕΠ της, πάγωμα κοινοτικών επιδοτήσεων και χορηγήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και ένταξη της Ιταλίας σε ενισχυμένη εποπτεία, είναι η υπόλοιπη Ευρωζώνη έτοιμη να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη αναταραχή που θα προκληθεί;

Πολιτικός αυτό-εγκλωβισμός

Στην πραγματικότητα, προς το παρόν η αντιπαράθεση Ιταλίας και Κομισιόν εξελίσσεται σαν ένα ελεγχόμενο chicken game. Την επόμενη εβδομάδα οι εκπρόσωποι των χωρών της Ευρωζώνης θα κληθούν να προεγκρίνουν ένα σχέδιο δράσης της Κομισιόν κατά της Ιταλίας, το οποίο ενδέχεται να εγκριθεί τελικά στο Eurogroup του Δεκεμβρίου. Ωστόσο, σε εκείνη τη συνεδρίαση οι 18 υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης έχουν την επιλογή να δώσουν πίστωση χρόνου για «διορθώσεις», αλλά και για πολιτική ζύμωση σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., 13- 14 Δεκεμβρίου. Επόμενος σταθμός είναι το Eurogroup της 21ης Ιανουαρίου, το οποίο επίσης μπορεί να πρέπει να αντιμετωπίσει το δίλημμα μεταξύ άμεσης ενεργοποίησης της πειθαρχικής διαδικασίας και μιας ακόμη προθεσμίας συμμόρφωσης προς την Ιταλία. Όμως, οι ευρωεκλογές που ακολουθούν τον Μάιο περιπλέκουν πολιτικά τα πράγματα. Μια τιμωρία της Ιταλίας είναι βούτυρο στο ψωμί του ακροδεξιού Σαλβίνι και των συμμάχων του σε όλη την ΕΕ, μια αναβολή της τιμωρίας του δίνει επίσης τον χώρο και τον χρόνο μιας θορυβώδους καμπάνιας κατά της «εξουσίας των Βρυξελλών».

Τόσο η Κομισιόν, όσο και οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης πλην Ιταλίας, που δεν διανοούνται να αντιτεθούν στους κανόνες του «ζουρλομανδύα» του Συμφώνου, είναι πολιτικά εγκλωβισμένες.

Η ιταλική κυβέρνηση, με την ιδιότυπη συμμαχία που τη συνθέτει, εμφανίζεται δίγλωσση στο θέμα. Ο πρωθυπουργός Πάολο Κόντε εμφανίζεται πιο συγκαταβατικός, υποσχόμενος κάποιες αναδιατυπώσεις στο σχέδιο ιταλικού προϋπολογισμού που θα συζητηθούν στην ιταλική βουλή και, κυρίως, προβάλλει ως αντιστάθμισμα κάποιες «μεταρρυθμίσεις» προκειμένου να μη θιγούν βασικές φιλολαϊκές εξαγγελίες. Αντίθετα, ο Σαλβίνι, βλέποντας ότι το ρητορικό κρεσέντο κατά των Βρυξελλών μόνο πολιτικά κέρδη του αποφέρει, ανεβάζει με κάθε ευκαιρία τους τόνους. «Ο Μοσκοβισί προσβάλλει την Ιταλία, αλλά ο μισθός του πληρώνεται και από τους Ιταλούς», σχολίασε ο ηγέτης της ακροδεξιάς Λέγκα μια δήλωση του Γάλλου επιτρόπου περί «παζαριού χαλιών». Σαφώς χαμηλότερους τόνους κρατάει ο κυβερνητικός εταίρος του Σαλβίνι, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και επικεφαλής των 5 Αστέρων Λουίτζι ντι Μάγιο. «Δεν θέλουμε πόλεμο με την Ευρώπη, θέλουμε όμως να εκπληρώσουμε τις υποσχέσεις μας», δήλωσε, διατυπώνοντας μεν προθυμία για διάλογο με την Κομισιόν, αλλά χωρίς να αλλάξουν τα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού.

Τα εξηγήσιμα και τ’ ανεξήγητα

Η τακτική αυτή έχει την εξήγησή της: μέχρι στιγμής η προσδοκία της Κομισιόν και του ευρωπαϊκού ιερατείου ότι μέσα από την στοχοποίηση του ιταλικού προϋπολογισμού οι αγορές θα «τσιμπούσαν» και θα απογείωναν τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων, και άρα θα λειτουργούσαν ως μοχλός πίεσης στην ιταλική κυβέρνηση να υποχωρήσει, δεν έχει ευοδωθεί. Οι αποδόσεις έχουν μεν ανέβει στην εκκίνηση της ρήξης για τον προϋπολογισμό, αλλά έκτοτε παρακολουθούν μάλλον αδιάφορες τη διελκυστίνδα. Αν, μάλιστα, η ιταλική κυβέρνηση κερδίσει μια ανοχή χρόνου εντός του 2019 και «αποδείξει» με αριθμούς ότι οι φοροελαφρύνσεις και οι δαπάνες για την απασχόληση και το ελάχιστο εισόδημα αποδίδουν σε ανάπτυξη, οι αγορές μπορεί και να δουν ευνοϊκά την εξέλιξη. Αυτό θα ήταν μια πραγματική συντριβή για την «αυτοκρατορία» των Βρυξελλών. Αλλά, προς το παρόν, είναι προσδοκία της ιταλικής κυβέρνησης.

Τόσο η Κομισιόν, όσο και οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης πλην Ιταλίας, που δεν διανοούνται να αντιτεθούν στους κανόνες του «ζουρλομανδύα» του Συμφώνου, είναι πολιτικά εγκλωβισμένες

Όσο σαφής και πολιτικά εξηγήσιμος είναι ο πολιτικός βηματισμός της ιταλικής κυβέρνησης, άλλο τόσο θολός είναι ο βηματισμός της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας. Με λίγα λόγια, διερωτάται κανείς: πού το πάνε; Κάποιος ενδόμυχος υπολογισμός ότι το να δοκιμαστεί για πρώτη φορά η πειθαρχική διαδικασία παραβίασης του Συμφώνου μπορεί να πιέσει πολιτικά τον ακροδεξιό Σαλβίνι και τους συμμάχους της δεν ευσταθεί. Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά θα συσπειρωθεί ακόμη περισσότερο και έχει την ευκαιρία να μετατρέψει σε μικρό εκλογικό θρίαμβο τόσο μια τιμωρία της Κομισιόν στην Ιταλία, όσο και μια υποχώρηση ή ανοχή του ευρωπαϊκού ιερατείου απέναντι στον «αιρετικό» ιταλικό προϋπολογισμό.

Σιγά, η Γερμανία συλλογίζεται…

Ποιο είναι, λοιπόν, το βασικό κίνητρο των Βρυξελλών στη διένεξη με τη Ρώμη; Να μη διαταραχθεί η ανήσυχη ηρεμία του Βερολίνου. Η γερμανική κυβέρνηση, παρά τα πλήγματα που έχουν υποστεί τα κόμματα του συνασπισμού, δοξολογεί τη συνταγή των μηδενικών ελλειμμάτων και ετοιμάζεται να «γιορτάσει» το 2019 τη μείωση του γερμανικού χρέους κάτω από το 60% του ΑΕΠ για πρώτη φορά από το 2002. Η γερμανική ηγεσία επιμένει λοιπόν να επιβάλει το γερμανικό «επίτευγμα» ως υποχρεωτικό μοντέλο για όλη την Ευρωζώνη, γι’ αυτό και δεν διαπραγματεύεται την παραμικρή αλλαγή στο Σύμφωνο και τους «κανόνες». Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία, η Κομισιόν, η ΕΚΤ και αρκετές κυβερνήσεις θέλουν τη συναίνεση της Γερμανίας στα ελάχιστα βήματα «εμβάθυνσης» της Ευρωζώνης που έχουν μείνει στο τραπέζι: κοινός προϋπολογισμός, ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης με τη δημιουργία ευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης καταθέσεων, μεταρρύθμιση του ESM και μετεξέλιξή του σε ένα είδος ευρωπαϊκού νομισματικού ταμείου, ρήτρες συλλογικής δράσης για τη βιωσιμότητα του χρέους. Όλα εξαρτώνται από τη διάθεση της γερμανικής ηγεσίας να συναινέσει. Οι αποφάσεις μετατέθηκαν για τον Δεκέμβρη. Μέχρι τότε, οι υπόλοιποι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης έχουν επιλέξει σιωπή, για να μη διαταραχθεί η περισυλλογή της Μέρκελ και των εταίρων της. Και η σιωπή αυτή, απ’ ότι φαίνεται, περιλαμβάνει και το σιγοντάρισμα του γερμανικού δόγματος για τους «κανόνες που πρέπει να τηρούνται». Το ερώτημα που απομένει είναι ποιος θα αποδειχθεί τελικά θύμα του «δημοσιονομικού πειθαρχείου». Η Ιταλία, ή η Ευρωζώνη εν συνόλω, εκτεθειμένη σε έναν νέο κύκλο θεσμικής διαταραχής και κρίσης;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!