Του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Σε είδα να κάθεσαι στη πλατείας τον καφενέ, το άγιο τσίπουρο να γεύεσαι. Η ματιά σου χαμένη στην περιπλάνηση, πέρα στου ουρανού τις στράτες. Είναι η ώρα που τα σύννεφα παίζω-γελούν, κυνηγώντας το ένα τ’ άλλο. Στάθηκα απέναντί σου. Το ταξίδι της σκέψης με όχημα το βλέμμα σου, απότομα διακόπηκε. Με κοίταξες και συγχρόνως ένα πλήθος ερωτηματικών απ’ του προσώπου σου την έκπληξη εκπορεύτηκαν. Ευθύς με πολιόρκησαν και μια άμεση απάντηση απαιτούσαν. Μύρια όσα, Γιατί, το είναι σου τριβέλιζαν. Και τότε, με φωνή καθάρια μου είπες:

Πάει καιρός, φίλε μου, που νιώθω, τις λέξεις, ναι αυτές τις λέξεις που με φροντίδα περίσσια τις φυλάγαμε για την ώρα την κατάλληλη, όταν θα σαλπίζαμε της φλεγόμενης καρδιάς μας το εμβατήριο, τώρα αυτές νεκρές κείτονται, από άγνωστο ιό προσβεβλημένες, πεθαμένες σαπίζουν στο στόμα μου. Φίλε μου, κι η φωνή σου ακούστηκε, τώρα, λίγο ραγισμένη να λέει, φοβάμαι μην και ξεχάσουμε τ’ όνομά μας, φοβάμαι μήπως και μοιάσουμε εκείνου του ποιητή που τρέμει στην ιδέα, ότι όλες οι λέξεις που γεννήθηκαν μες την ωδίνη της χειμωνιάτικης νύχτας, σύντομα, θα τον εγκαταλείψουν. Πρόσεξέ με, συνέχισες, αν τούτες τις κρίσιμες ημέρες και πάλι ματώσουν μαχαιρωμένα τ’ άστρα, που με τόσο πόνο, με τόση υπομονή, με τόση φροντίδα, στο θόλο της ψυχής μας, είχαμε κεντήσει, τότε ο μέσα μας ουρανός, αιμόφυρτος, σα σφαγείο θα γενεί. Και τότε πάλι ένδοξες κηδείες θα γιορτάζουμε και της θλίψης τραγούδια θα συνθέτουμε, και του ηττημένου τη γοητεία θα υμνούμε. Όχι, φίλε μου, οι άναρθρες κραυγές ποτέ δεν δείχνουν ποιόν ουρανό πρέπει να οδεύσουμε, ποιο άστρο ν’ ακολουθήσουμε. Πως απ’ τις αράχνες των σκοτεινών διαδρόμων του παρελθόντος θ’ απαλλαγούμε, θα ξελασπώσουμε; Μα, αν δεν κατεδαφίσουμε αυτόν τον άχρηστο λαβύρινθο, που μέσα του χάνεται η ματιά μας, διαλύονται οι λέξεις, τότε πως το αύριο θα χτίσουμε; Μήπως μ’ ένα πρόχειρο σκούπισμα, ή μ’ ένα ασβέστωμα; Όχι! Ας θυμηθούμε του Μαγιακόβσκι το στίχο: Το μέλλον δε θα ‘ρθει/ από μονάχο του, έτσι νέτο-σκέτο,/ αν δεν πάρουμε μέτρα/ κι εμείς.

Το αύριο δεν γεννιέται μεσ’ από τις πομπώδεις διακηρύξεις που εκφέρονται στις πλατείες χωρίς αντίκρισμα, αλλά μες’ στα κάθιδρα εργοτάξια, ξεπηδάει μεσ’ από της ρουτίνας την καθημερινότητα. Πόλεμος δεν είναι μόνο όταν το πολυβόλο κροταλίζει, αλλά κι όταν έντεχνα, οι άνθρωποι οι δικοί σου με λάδι τροφοδοτούν, του φόβου τη φωτιά.

Είκοσι τρεις μήνες πέρασαν από τότε που το μαύρο κάλυψε της ΕΡΤ την οθόνη. Οργή κι αγανάκτηση πλημμύρησε τις καρδιές μας. Μα οι άμεσα πληττόμενοι, οι απασχολούμενοι στο νευραλγικό τομέα της πληροφόρησης, πέρα από τον αγώνα που διεξήγαγαν για την επαναλειτουργία μιας τηλεόραση ανοιχτής, κτήμα του ελληνικού λαού, πολέμησαν για αξιοπρέπεια, αγωνίστηκαν για να μπορεί κανείς όρθιος να στέκεται. Παράλληλα, δε, έδειξαν ότι οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να παράγουν αγαθά αυτοδιαχειριζόμενοι ένα πράγματι πολύ σημαντικό κομμάτι στο χώρο των ΜΜΕ. Και να που ήρθε η στιγμή, τη χαμηλοτάβανη ζωή μας να πλατύνουμε. Να σταματήσουμε, επιτέλους, την υποχώρηση των μεγάλων οραμάτων, που τώρα αποδεκατισμένα προσπαθούν αναχώματα να στήσουν, την επερχόμενη πλημμυρίδα του ιδιότυπου ολοκληρωτισμού ν’ αντιμετωπίσουν. Όμως, σήμερα μ’ έκπληξη περίσσια, εδώ σταμάτησες για λίγο, με κοίταξες με νόημα στα μάτια και συνέχισες, είδαμε το Δ.Σ. της ΕΡΤ, που πρόκειται να επαναλειτουργήσει, απ’ τον υπουργό να διορίζεται, λες και τίποτα δεν άλλαξε. Κι αλήθεια, ποιος είναι αυτός που επελέγη; Είναι αυτός που θα φέρει το καινούργιο που τόσο ανάγκη τόχει ο τόπος; Όχι, βέβαια, το αντίθετο συμβαίνει. Μα, φίλε μου, μήπως ξεχάσαμε τ’ όνομά μας; Μήπως η φωνή μας χάθηκε; Κάνουμε ησυχία μη τυχόν και την κοινωνία ξυπνήσουμε;

Φίλε μου, σου απάντησα, ο δρόμος τούτος γυρισμό δεν έχει. Το αύριο θα γεννηθεί όταν οι λέξεις πάψουν λέξεις να ‘ναι, γίνουν φωτιά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!