της Δέσποινας Χαραλαμπίδου*

Δεν λειτούργησε καμία λαϊκή αγορά την Τετάρτη 7 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το σχέδιο νόμου που προωθεί η κυβέρνηση. Οι παραγωγοί, στο πλαίσιο της πανελλαδικής τους κινητοποίησης, έστησαν κανονικά τους πάγκους τους στη λαϊκή της Τούμπας, τους στόλισαν με μαύρες σημαίες και μοίρασαν τα προϊόντα τους (λαχανικά, φρούτα κ.ά.) στους καταναλωτές.

Η ΠΡΟΤΑΣΗ νόμου της κυβέρνησης αναμένεται να τεθεί τις επόμενες ημέρες σε δημόσια διαβούλευση, με τους προέδρους των ομοσπονδιών της χώρας να βρίσκονται ήδη σε συζητήσεις με το αρμόδιο υπουργείο, γιατί, ήδη από την πρώτη δημοσίευσή της προς το τέλος του 2020, συνάντησε τις σφοδρές αντιδράσεις όλων όσων δραστηριοποιούνται στις λαϊκές αγορές.

Η κυβέρνηση, αντί να σεβαστεί τις ιδιαίτερες συνθήκες που βιώνει ο λαός μας λόγω της πανδημίας, τις εκλαμβάνει ως «ευκαιρία» και νομοθετεί με ταχύτατους ρυθμούς νομοσχέδια που εμπεδώνουν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της, λειτουργώντας σε βάρος των εργαζομένων, των μικροεπαγγελματιών, της νεολαίας, των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και προς όφελος του μεγάλου (κυρίως) ιδιωτικού κεφαλαίου.

Μετά από δεκάδες αντιλαϊκά νομοσχέδια, και με το επιχείρημα της «θέσπισης κανόνων και τάξης» στις λαϊκές αγορές, τώρα «έχει βάλει πλώρη» για τη λεγόμενη αναδιάρθρωση των λαϊκών αγορών και του υπαίθριου εμπορίου.

Μαύρες σημαίες στους πάγκους των λαϊκών σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το προωθούμενο σχέδιο νόμου

Οι λαϊκές αγορές, όπως όλοι τις ξέρουμε, έχουν ως σκοπό να διαθέτουν οι παραγωγοί την παραγωγή τους στους καταναλωτές απευθείας, χωρίς μεσάζοντες, ώστε τα χαμηλά οικονομικά στρώματα, να μπορούν να προμηθεύονται φρέσκα και φθηνά προϊόντα, με την ευθύνη και την εποπτεία της πολιτείας. Μάλιστα, τα κριτήρια για τους παραγωγούς και όσους μικροεπαγγελματίες παίρνουν άδεια για να διαθέσουν τα προϊόντα τους στις λαϊκές ήταν μέχρι σήμερα κυρίως κοινωνικά, με βασικό κριτήριο την οικονομική κατάσταση, την ανεργία, την υπαγωγή σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες κ.λπ.

ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ φορά, μετά από ενενήντα δύο χρόνια λειτουργίας του θεσμού των λαϊκών αγορών, η κυβέρνηση της Ν.Δ. ανατρέπει πλήρως τον χαρακτήρα του, με τη νομοθέτηση της εισόδου σ’ αυτές του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου.

Έτσι, δίνει τη δυνατότητα σε ιδιωτικές εταιρείες, αρχικά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, να είναι οι φορείς άσκησης της διαχείρισης των λαϊκών αγορών, με τη γνωστή μορφή των ΣΔΙΤ, ενώ μέχρι σήμερα την ευθύνη της λειτουργίας των λαϊκών αγορών είχαν οι Περιφέρειες. Ακόμη, δίνει τη δυνατότητα να ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες, ιδιώτες δηλαδή, υπηρεσίες που αφορούν τη λειτουργία των λαϊκών αγορών.

Ταυτόχρονα, θεσμοθετεί για πρώτη φορά τη δυνατότητα να έχουν πάγκους στις λαϊκές αγορές, μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις και σούπερ-μάρκετ (αυτά, που θησαύρισαν την περίοδο της πανδημίας).

Το νομοσχέδιο οδηγεί τον θεσμό των λαϊκών αγορών στον αφανισμό μαζί με τους παραγωγούς και μικροεπαγγελματίες που απασχολούνται σ’ αυτές, παραχωρώντας τους βορά στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στον χώρο της διατροφής και πρέπει να αποσυρθεί

Χιλιάδες παραγωγοί και επαγγελματίες, θα βρεθούν κυριολεκτικά στον δρόμο, αφού οι άδειες που χορηγούνταν με κοινωνικά κριτήρια καταργούνται. Πλέον οι άδειες μετατρέπονται σε θέσεις δραστηριότητας, οι οποίες θα βγαίνουν σε πλειστηριασμό, και θα κατοχυρώνονται σε όποιον κάνει την καλύτερη χρηματική προσφορά. Προφανώς, οι δυνατότητες των αγροτών είναι πολύ περιορισμένες σε σχέση με αυτούς που έχουν σούπερ-μάρκετ. Επιπλέον, τα υπόλοιπα κριτήρια διεκδίκησης, εκτός από τη χρηματική προσφορά, είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργα, με μειωμένα δραστικά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Όσοι επαγγελματίες και παραγωγοί καταφέρουν να διατηρήσουν προσωρινά τις άδειές τους, και με τον τρόπο αυτό την ίδια την εργασία τους, θα δουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται δραματικά, λόγω των αυξημένων εξόδων λειτουργίας τους. Οι ποινές που προβλέπονται για πιθανές παραβάσεις είναι εξοντωτικές και οι απαιτήσεις για τους τρόπους διάθεσης των προϊόντων παράλογες.

Καταργείται η ενιαία μέχρι σήμερα ανταποδοτικότητα του κόστους θέσης, οι Δήμοι θα γνωμοδοτούν πλέον για τον καθορισμό του ανταποδοτικού τέλους προς τον Φορέα Διαχείρισης, και αφαιρείται η δυνατότητα εκπροσώπησης των συλλογικών οργάνων των παραγωγών και μικροεπαγγελματιών, στα νέα νομικά πρόσωπα που δημιουργούνται, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από τους σχεδιασμούς και τις αποφάσεις.

ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ που προτείνονται θα επιφέρουν και αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων. Η πρόσβαση των εργαζομένων και των συνταξιούχων στα απαραίτητα είδη διατροφής και στα άλλα εμπορεύματα σε προσιτές τιμές, όπως αυτό συμβαίνει σήμερα, θα περιοριστεί δραματικά και ιδιαίτερα στην ασφυκτική οικονομική περίοδο που αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια.

Το νομοσχέδιο οδηγεί τον θεσμό των λαϊκών αγορών στον αφανισμό μαζί με τους παραγωγούς και μικροεπαγγελματίες που απασχολούνται σ’ αυτές, παραχωρώντας τους βορά στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στον χώρο της διατροφής και πρέπει να αποσυρθεί.

* Η Δέσποινα Χαραλαμπίδου είναι περιφερειακή σύμβουλος Κ. Μακεδονίας με την παράταξη «Ανυπότακτη Δημοκρατική Μακεδονία»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!