Εδώ και χρόνια, οι παράλογες απαιτήσεις της Τουρκίας να παραιτηθεί η χώρα μας από θεμελιώδη κυριαρχικά της δικαιώματα, παρουσιάζονταν από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως επικοινωνιακές φούσκες για εσωτερική κατανάλωση, ενός ημιπαράφρονα Ερντογάν, από τις οποίες σε κάθε περίπτωση η χώρα μας είναι θωρακισμένη λόγω των ισχυρών συμμαχιών που διαθέτει. Σήμερα που από την αμφισβήτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας της δεκαετίας του ‘70 και το γκριζάρισμα των βραχονησίδων της δεκαετίας του ‘90, περνάμε σε μια εφ’ όλης της ύλης αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου, με ανοιχτές απειλές σύσσωμης της πολιτικής ηγεσίας της γείτονος, είμαστε αναγκασμένοι, αν θέλουμε να υπάρξουμε ως χώρα, να αντιληφθούμε την απειλή του τουρκικού αναθεωρητισμού στην πραγματική της κλίμακα. Να αντιληφθούμε πως η στρατηγική του κατευνασμού, της διευθέτησης των διαφορών στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, όπως αυτή εκφράζεται από μερίδες της ελίτ στη χώρα μας, το μόνο που καταφέρνει είναι να ανοίγει την όρεξη στην Άγκυρα. Να αντιληφθούμε πως το σύρσιμο κατ’ απαίτηση των νατοϊκών μας συμμάχων στο τραπέζι του διαλόγου, όπως έγινε πρόσφατα με την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν (μια συνάντηση-φιάσκο όπως αποδεικνύουν τα τουρκικά τελεσίγραφα), πολλαπλασιάζει τα αδιέξοδα για τη χώρα μας.
Η στρατηγική της Τουρκίας θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο εξής: ανάκτηση της κυριαρχίας επί του χαμένου οθωμανικού χώρου, με προβολή ισχύος σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο, ως μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Για να το πράξει αυτό, διατηρεί ενεργά πολλαπλά πολεμικά μέτωπα, μετασχηματίζει την οικονομία και την κοινωνία της, παζαρεύει σκληρά τις συμμαχίες της κινούμενη πάντα στην κόψη του ξυραφιού των γεωπολιτικών ισορροπιών. Η παραπάνω στρατηγική δεν είναι μια παραξενιά του Ερντογάν αλλά γραμμή σύσσωμης της ελίτ της χώρας. Χαρακτηριστική είναι η στήριξη που προσφέρει ο «δημοκράτης» και «φιλοδυτικός» ηγέτης της κεμαλικής αντιπολίτευσης σε κάθε πολεμικό τυχοδιωκτισμό, με πρόσφατο παράδειγμα τη δήλωση στήριξης στον Ερντογάν «αν κάνει ένα βήμα για τα νησιά τα οποία καταλήφθηκαν και για τα στρατιωτικοποιημένα νησιά».
Οι άμεσοι στόχοι των αναβαθμισμένων τουρκικών διεκδικήσεων
ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Όπως φαίνεται και από το «τελεσίγραφο» της τουρκικής πλευράς, η απαίτηση απομάκρυνσης του ελληνικού στρατού μπαίνει ψηλά στην ατζέντα. Οι Τούρκοι αναγνωρίζουν την αποτρεπτική ισχύ που έχει η χώρα μας στο Αιγαίο, γεγονός που δυσκολεύει τη δημιουργία στρατιωτικών τετελεσμένων χωρίς βαρύ κόστος. Για τον λόγο αυτό, φτάνουν να απειλούν πως η συνέχιση της στρατιωτικοποίησης σημαίνει την de facto απώλεια της προβλεπόμενης από τη Συνθήκη της Λωζάννης κυριαρχίας των νησιών του Αιγαίου, επιμένοντας στη λογική της φινλανδοποίησης. Την απώλεια δηλαδή στοιχείων κυριαρχίας, ακόμη και εδαφών, υπό την απειλή πολέμου. Στην προοπτική αυτή η χώρα μας αντιτάσσει το Διεθνές Δίκαιο και τη φραστική στήριξη των συμμάχων μας (ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία) που με δηλώσεις τους θεωρούν την ελληνική κυριαρχία επί των νησιών αδιαπραγμάτευτη, καλούν τις δύο χώρες να αποκλιμακώσουν την ένταση και προτρέπουν να ακολουθηθεί ο δρόμος του διπλωματικού διαλόγου. Ενός διπλωματικού διαλόγου που στην πράξη θα αναγνωρίζει ως βάσιμες τις αιτιάσεις της Τουρκίας, καταπατώντας βάναυσα τις ελληνικές κόκκινες γραμμές. Σαν να μην έφτανε αυτό, στα πλαίσια της στρατιωτικής στήριξης της Ουκρανίας ζητείται από τη χώρα μας να αποσύρει από τα νησιά μια σειρά οπλικά συστήματα (κυρίως παλιότερης τεχνολογίας). Αυτή η «οικιοθελής», κατά παραγγελία του ΝΑΤΟ, μερική αποστρατιωτικοποίηση, μειώνει την αποτρεπτική ισχύ των νησιών όσο δεν υπάρχει σαφές σχέδιο επανεξοπλισμού με πιο σύγχρονα συστήματα.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ είναι η εμπέδωση του εκτουρκισμού της Κύπρου. Τα βήματα για την άμεση ή έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους (βλ. δηλώσεις Νούλαντ και Λαβρόφ), η δια του διαλόγου και της πολιτικής των ΜΟΕ, μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε «ελληνοκυπριακή κοινότητα» και «νότιο μέρος», τα τετελεσμένα στην Αμμόχωστο αλλά και στην ενεργειακή πολιτική, ενισχύουν τους βαθμούς εξάρτησης του νησιού (και όχι μόνο των κατεχόμενων) από την κατοχική Τουρκία.
ΤΡΙΤΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ, η διαρκής παρουσία μέσω του προξενείου και των θρησκευτικών δικτύων που έχει δημιουργήσει στη Θράκη. Η προσπάθεια εκτουρκισμού της μουσουλμανικής μειονότητας, που βρήκε έδαφος πάνω σε εγκληματικά κενά και λάθη της ελληνικής πολιτικής, συνεχίζεται, με την Τουρκία να επιδιώκει να κρατά ζωντανές μια σειρά διεκδικήσεις που αφορούν το μειονοτικό (αναγνώριση των ψευδομουφτήδων, τουρκικά σχολεία κ.ά.), να συντηρεί το έδαφος για προβοκάτσιες και επικοινωνιακά παιχνίδια όποτε αυτό της φανεί χρήσιμο, να επιμένει να θεωρεί και τη Θράκη περιοχή ρευστής κυριαρχίας.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ της Τουρκίας είναι η μη αμφισβήτηση του ρόλου της ως ενός από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς πυλώνες της νατοϊκής πολεμικής μηχανής. Είναι χαρακτηριστικό πως τις μέρες αυτές, εν μέσω ενός κρεσέντο απειλών, διεξάγεται στην Τουρκία η μεγάλη στρατιωτική άσκηση EFES-2022, με συμμετοχή 37 χωρών, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και η Γαλλία, με βασικό σενάριο την απόβαση και την κατάληψη νησιού. Κερασάκι στην τούρτα πως στην άσκηση συμμετέχει και το αμερικάνικο πολεμικό πλοίο USS Arlington, το οποίο λίγες μέρες πριν είχε δέσει στο «αμερικάνικο» λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Με την ελληνική πλευρά να μιλά τότε για κίνηση στήριξης της χώρας μας και τα ΜΜΕ να διαφημίζουν τα οικονομικά οφέλη για την ακριτική πόλη.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΔΙΩΞΗ, αλλά όχι μικρότερη σε σημασία, η διασύνδεση των πολεμικών της μετώπων και κυρίως η προσπάθεια να πετύχει νίκες απέναντι στις δυνάμεις των Κούρδων. Η προετοιμασία της Τουρκίας για μια εκ νέου επίθεση εναντίων των Κούρδων της Συρίας, τη φέρνει αντιμέτωπη τόσο με τις ΗΠΑ, βασικό σύμμαχο των Κούρδων, όσο και με τη Ρωσία, εγγυητή της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας. Παρόλα αυτά η Τουρκία φαίνεται έτοιμη να προχωρήσει σε μια πολεμική επιχείρηση διεύρυνσης της ζώνης ασφαλείας (βλ. κατεχόμενα εδάφη) στην Βόρεια Συρία, παζαρεύοντας την ανοχή των άλλων δυνάμεων και διαπραγματευόμενη ταυτόχρονα σε πολλαπλά μέτωπα. Δεν είναι τυχαίο πως στο πρόσφατο βέτο στην ένταξη Φιλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, ένας από τους όρους που έθεσε το καθεστώς Ερντογάν ήταν η στήριξη των δύο αυτών χωρών στους «τρομοκράτες» του PKK, ενώ και απέναντι στη χώρα μας η κατηγορία υπόθαλψης «τρομοκρατών» του PKK στη δομή Κούρδων προσφύγων του Λαυρίου λειτουργεί ως μέσο διαρκούς πίεσης.