Μόνο που τώρα τα τρένα δεν σφυρίζουν πια…

 

Το λεωφορείο έφθασε στα Λεχαινά με μικρή καθυστέρηση. Είχε πάρει το πρώτο πολύ πρωί και γυρνούσε στη μικρή του πόλη για πρώτη φορά, μετά από πενήντα χρόνια. Η στάση ήταν μπροστά στην πλατεία και έτσι μπόρεσε να προσανατολισθεί. Η παλιά πέτρινη εκκλησία, ο Άι Δημήτρης ήταν εκεί. Μόνο που ο πρόναός του ήταν σοβατισμένος, οι σεισμοί σκέφτηκε. Οι πρώτοι μεγάλοι της Κεφαλονιάς, οι άλλοι που ακολούθησαν. Κάθισε σε ένα καφέ της πλατείας να ηρεμήσει και να σχεδιάσει μια σύντομη περιήγηση. Άλλωστε, νωρίς το απόγευμα έπρεπε να πάρει το λεωφορείο της επιστροφής. Κοιτούσε γύρω του να αναγνωρίσει κτίρια και πρόσωπα. Σχεδόν τα περισσότερα ήσαν καινούργια, ο σεισμός του 1988 έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στα παλιά πλινθόκτιστα. Τώρα έβλεπε γύρω του να υψώνονται διώροφα και τριώροφα.

Ήπιε τον καφέ του. Η πρώτη του σκέψη ήταν ο δρόμος για το παλιό του σπίτι. Να υπάρχει άραγε; Όλοι οι δρόμοι ήταν ασφαλτοστρωμένοι, θυμήθηκε το χαλίκι και τις λάσπες, το χειμώνα έπρεπε να τσαλαπατήσει σε μικρές και μεγάλες λακκούβες ώσπου να φθάσει στο σπίτι του, πίσω από τη λάκκα του Κουμπούρα, μια από τις μεγάλες λάκκες που ανοίχτηκαν για να κατασκευασθούν από γλίνα και άχυρο οι πλίθες των παλιών σπιτιών. Ναι ήταν εκεί. Σχεδόν όπως το άφησε, στη γωνία του δρόμου. Έλειπε το πηγάδι, το δέντρο της αυλής, όλο το τοπίο στη γειτονιά είχε αλλάξει, εκτός από αυτό. Δεν θέλησε να μπει μέσα, να ενοχλήσει τους σημερινούς κατοίκους του.

Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Προς το κέντρο της πόλης ήταν το Γυμνάσιο. Ένα τεράστιο παλιό αρχοντικό με κήπο και περίφραξη και στο πλάι του η βρύση, που έρχονταν οι γυναίκες με τις βίκες και τους ντενεκέδες να γεμίσουν, πριν φθάσει το νερό στα σπίτια. Στο Γυμνάσιο αυτό φοίτησε κάποια χρόνια, στο μαγικό κήπο του έπαιξε παιδί. Όπως και στο δημοτικό, παλιό αρχοντικό κι αυτό με κήπο και λάκκα στο πίσω μέρος του, με τα ατέλειωτα διαλείμματα και τα παιχνίδια. Και τα δύο αυτά διδακτήρια έχουν από χρόνια κατεδαφιστεί. Στο χώρο του Γυμνασίου υψώθηκε σύγχρονο και ο χώρος του παλιού δημοτικού μετατράπηκε σε υπαίθρια έκθεση αυτοκινήτων.

Γυρνώντας πέρασε από την παλιά Αγορά. Στο Σταυροπάζαρο κοντοστάθηκε. Το βλέμμα του υγρό, σχεδόν δακρυσμένο στράφηκε δεξιά και αριστερά. Ερημιά. Το Σταυροπάζαρο που άλλοτε βούιζε σαν κυψέλη μέλισσας τέτοιες ώρες.   Εκεί ήταν και το μπακάλικο του πατέρα του. Δούλευε μικρός σ’ αυτό, ακόμη και τα πρωινά της Κυριακής, αργότερα καθιερώθηκε η αργία… Κλειστά μαγαζιά τώρα, στα λίγα που διατηρούνται ακόμη δύο-τρεις πελάτες. Έστρεψε ξανά το βλέμμα του απέναντι και είδε το σπίτι. Το σπίτι του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του μεγάλου Λεχαινίτη συγγραφέα, του περίφημου διηγηματογράφου. Ευτυχώς ήταν συντηρημένο και μια εντοιχισμένη πλάκα σε μια κολόνα του έγραφε «Εδώ γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας».

Στάθηκε ξανά στην Πλατεία του Άι Δημήτρη με τις κουκουναριές. Εκεί παραδίπλα στην προτομή του Καρκαβίτσα που στέκει περίοπτα από το 1939. Κάθισε πάλι σε ένα καφέ, τώρα παράγγειλε ούζο. Ο πατέρας του τον έφερνε κάθε απόγευμα Κυριακής εδώ, τον κερνούσε βανίλια υποβρύχιο ή γαλακτομπούρεκο. Πίσω από την εκκλησία -τότε ήταν κήπος- στηνόταν ο υπαίθριος κινηματογράφος κι έπαιζε όλο το καλοκαίρι. Θυμήθηκε πόσες ταινίες είχε δει. Κι ένα βράδυ που γέμισε το πρόσωπο του αίματα από μια πέτρα που δέχτηκε στο κεφάλι του πεταμένη απέξω. Θυμήθηκε ακόμη τους πλανόδιους κινηματογραφιστές, τους περιοδεύοντες θιάσους που έπαιζαν στις γειτονικές αλάνες. Τον χείμαρρο, τον Στρεμμενό, τον περιγράφει σε πολλά διηγήματά του ο Καρκαβίτσας, που λίγο παρακάτω ήταν ξεσκέπαστος. Στην πλατεία αυτή έχουν γραφτεί τα σημαντικότερα γεγονότα της μικρής πόλης. Την άνοιξη του 1944 έγινε το μεγάλο μπλόκο της Κατοχής. Όλος ο αντρικός πληθυσμός συγκεντρώθηκε εδώ, ύστερα από μια ενέδρα ανταρτών όπου χτυπήθηκε γερμανική περίπολος. Μόλις την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε η σφαγή. Φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, με την Απελευθέρωση, σταμάτησαν στην ίδια πλατεία ο Άρης Βελουχιώτης με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, να κηρύξουν τη συμφιλίωση. Αλλά τον Ιούνιο του ‘48 η μικρή μας πόλη πλήρωσε βαρύ το τίμημα της εμφύλιας σύγκρουσης με δεκάδες νεκρούς.

Γύρισε πάλι το βλέμμα του στην προτομή του Καρκαβίτσα για να διαλύσει αυτές τις πικρές σκέψεις. Πήρε τον δρόμο προς τον σταθμό. Παλιά οδός Ιωάννου Μεταξά, μετά τη μεταπολίτευση έγινε Εθνικής Αντίστασης. Σε κάποια γωνία του δρόμου είδε το μνημείο που στήθηκε για να την τιμήσει. Δεν εγκαινιάστηκε ποτέ. Προχώρησε. Οι ντόπιοι ονόμαζαν αυτόν τον δρόμο, δρόμο με τις ακακίες, τώρα λίγες απέμειναν. Εδώ γινόταν η βόλτα, το νυφοπάζαρο. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Ο δρόμος κατέληγε στον Σταθμό. Κτίρια που έφτιαξαν Γάλλοι μηχανικοί στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν σώζονται όλα κι αυτά που διατηρούνται είναι υπό κατάρρευση εγκαταλειμμένα τόσα χρόνια. Μόνο το παλιό καφενείο του Σταθμού που έχει μετατραπεί σε όμορφο μπαράκι διασώζει την παλιά του αίγλη. Στο μπαράκι αυτό από το 2003 συνεχώς μια ομάδα παιδιών, τι παιδιών δηλαδή που έχουν περάσει τα 60 με προσφορά δεκαετιών, οργανώνουν μια φορά το μήνα βραδιές αφιερωμένες σε ποιητές, πεζογράφους, καλλιτέχνες και επιστήμονες.

Κάθισε στο μπαράκι του Σταθμού, ήπιε μια λεμονάδα, όπως συνήθιζε παλιά περιμένοντας το τρένο που θα έφερνε τα μεγαλύτερα αδέρφια του που σπούδαζαν στην Αθήνα. Τι γλυκιά προσμονή… Μόνο που τώρα τρένα δεν έρχονται πια. Κλειστή η γραμμή ώς ασύμφορη οικονομικά εδώ και χρόνια. Από εδώ περνούσαν οι πολιτικοί και οι κυβερνήτες, από εδώ αναχωρούσαν οι μετανάστες του ‘50 και του ‘60. Άνθρωποι, εμπορεύματα, κάρα που ξεφόρτωναν καρπούζια και πεπόνια, τη σταφίδα…

Ξαφνικά σαν να ένιωσε μια μυρωδιά σταφίδας. Ασυναίσθητα κοίταξε προς τα δεξιά. Μα ναι, εκεί ήταν οι αποθήκες του ΑΣΟ, εκεί συγκεντρώνονταν επί δεκαετίες η σταφίδα, ο μαύρος χρυσός της περιοχής, πριν ξεμπουντουλωθούν όλα τα χτήματα στον κάμπο. Προχώρησε προς τις αποθήκες. Ένα ολόκληρο συγκρότημα. Πριν χρόνια, μετά από μακρά εγκατάλειψη, παραχωρήθηκαν στον τοπικό δήμο, που αποφάσισε να ανασκευάσει τις αποθήκες και να τις μετατρέψει σε χώρο πολιτιστικών και κοινωφελών δράσεων. Το έργο προχώρησε ώς ένα σημείο, ώσπου εγκαταλείφθηκε από τον εργολάβο που το είχε αναλάβει… Τα βάσανα της επαρχίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης τελειωμό δεν έχουν.

Πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Το λεωφορείο θα έφευγε σε λίγο. Δεν προλάβαινε να επισκεφθεί το Κοτύχι, τις παλιές Αλυκές, την παραλία του Αγίου Παντελεήμονα. Μια άλλη φορά. Πότε, άραγε, θα έβλεπε ξανά τη μικρή του πόλη;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!