Η περίοδος των υποσχέσεων προς κάθε κατεύθυνση από τους τρεις βασικούς μονομάχους της εξουσίας ή μέρους της εξουσίας ολοκληρώθηκε. Αύριο θα έχουμε το εκλογικό αποτέλεσμα και την τελική κατάταξη των τριών. Η επόμενη μέρα έχει συγκεκριμένη ατζέντα στη διαμόρφωση της οποίας όλοι τους έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Η ατζέντα προβλέπει τρεις βασικές υποχρεώσεις-απαιτήσεις, ανεξάρτητα ποιος θα θεωρηθεί νικητής των εκλογών, ποια και με ποιους θα είναι η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί: 1) την επενδυτική βαθμίδα, για να μπορούν να ανακυκλώνουν με σχετικά μεγαλύτερη ευκολία το δημόσιο χρέος, 2) την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. σε συνδυασμό με τις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας, που κάνουν ακόμα πιο επαχθείς τους όρους των δημοσιονομικών κανόνων και 3) την απρόσκοπτη πραγματοποίηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, ανεξάρτητα από τις πραγματικές ανάγκες της χώρας, για να υπηρετηθούν οι ευρωπαϊκοί (γερμανικοί) στόχοι και να «τσιμπήσουν» κάτι από τις σχετικές χρηματοδοτήσεις και οι «δικοί» μας.

Οι στόχοι αυτοί και οι συνακόλουθες πιέσεις, άμεσα με τις υποδείξεις των αρμοδίων και έμμεσα με την επίκληση των κινδύνων για τιμωρία από τις αγορές, καθοδηγούν το πολιτικό σκηνικό της επομένης των εκλογών ανεξάρτητα από τα ποσοστά των τριών. Τα ποσοστά θα παίζουν ρόλο κύρια στις εσωτερικές τους διαδικασίες, για τα αναγκαία πλασαρίσματα διαφόρων. Το κεντρικά ζητούμενα με τις πιέσεις και την καθορισμένη ατζέντα θα είναι α) ο σχηματισμός κυβέρνησης, που θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τις «αγορές» και τους «θεσμούς», καθώς στο κοινοβουλευτικό επίπεδο τα θέματα αυτά όπως έδειξε η μνημονιακή περίοδος λύνονται με «εύκολους τρόπους» και β) οι προγραμματικές της θέσεις που θα υπηρετούν την προαναφερθείσα ατζέντα και θα «ξεχνούν» ή θα μεταφέρουν στο μέλλον τις ποικίλες υποσχέσεις που έχουν δοθεί.

Η ελληνική οικονομία, παρά τα μεγάλα λόγια για τη θαυμαστή πορεία της τα τελευταία χρόνια μετά την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, συνεχίζει να είναι απόλυτα προβληματική. Συνεχώς, όλο και κάποιος «χτυπά» από ένα καμπανάκι για τις ανισορροπίες και τον κίνδυνο επιδείνωσης ενώ ταυτόχρονα ο λαός προσπαθεί να επιβιώσει σε οικονομικές συνθήκες που οδηγούν σε ένα «βίο αβίωτο».

ΤΟ ΣΗΜΑΤΑ για το τι πραγματικά θα γίνει μετά τις εκλογές, ανεξάρτητα από τις «κοκορομαχίες» των προεκλογικών παροχών με κοστολογημένα ή μη προγράμματα, το καταγράφουν οι δηλώσεις και η αρθρογραφία συγκεκριμένων κέντρων εξουσίας. Είναι η στοχευμένη αρθρογραφία που παρουσιάζει τα προβλήματα και αναδεικνύει ως λύση την συνέχιση της μνημονιακής λογικής. Ενδεικτικό εδώ το πρόσφατο άρθρο του πρώην πρωτοκλασάτου υπουργού του σημιτικού ΠΑΣΟΚ, Αλέκου Παπαδόπουλου. Όμως πλέον ηχηρά για την επόμενη μέρα των εκλογών είναι τα μηνύματα που εκπέμπει συνεχώς ο «θεσμικός» παράγοντας, που μιλά και εξ ονόματος της ευρωκρατίας, ο Γ. Στουρνάρας. Τα βασικά του μηνύματα με αποκορύφωμα την συνέντευξή του στη Ναυτεμπορική τρεις μέρες πριν τις εκλογές: 1) Δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για παροχές. Οι μικρές δυνατότητες δημοσίων δαπανών πρέπει να αξιοποιηθούν «μόνο για τους ευάλωτες συμπολίτες μας ή για να βοηθηθούν μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα ενισχύσουν τον δυνητικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της χώρας». Κοινώς ολίγον «pass» για να μην γίνουν κοινωνικές εκρήξεις και άλλα χρήματα στους «μεγάλους» για ανάπτυξη. 2) Οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης περιμένουν την νέα κυβέρνηση για να αναβαθμίσουν την Ελλάδα, να πάρει την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα. Αυτό σημαίνει δεσμεύσεις προς τις αγορές από την αρχή της νέας κυβέρνησης με τις προγραμματικές δηλώσεις. Ο Γ. Στουρνάρας το είπε καθαρά: «Ο καταλύτης που παραμένει, για να την πάρουμε (την επενδυτική βαθμίδα), είναι οι προγραμματικές δηλώσεις της επόμενης κυβέρνησης. Αν οι προγραμματικές δηλώσεις είναι συνεπείς με την επενδυτική βαθμίδα, τότε θα την πάρουμε. Αν δεν είναι, δεν θα την πάρουμε. Είναι απλό.» 3) Πρέπει να διορθωθούν οι τρέχουσες ανισορροπίες που αφορούν τα δημόσια οικονομικά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις, δηλαδή συνέχεια μνημόνια. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Πρέπει να αυξηθούν οι εθνικές αποταμιεύσεις […] το δημόσιο έλλειμμα, να γίνει πλεόνασμα, αλλά και οι εθνικές αποταμιεύσεις να αυξηθούν […] θέλουμε να αυξήσουμε τις επενδύσεις από το 14% του ΑΕΠ στο 22%».

Με όλα αυτά οδηγούμαστε στην επόμενη μέρα των εκλογών όπου, όπως μας λέει ο Γ. Στουρνάρας: «οποιοδήποτε από τα τρία κόμματα […] τα οποία διοίκησαν τη χώρα κατά τη διάρκεια της πολύ μεγάλης κρίσης και έκαναν το σωστό την εποχή εκείνη […] θεωρώ αδιανόητο, αν βρεθούν στην κυβέρνηση την επομένη ημέρα, ότι θα κάνουν κάτι διαφορετικό και θα διακυβεύσουν την επενδυτική βαθμίδα. Έχουμε φτάσει πάρα πολύ κοντά στην επενδυτική βαθμίδα.»

ΣΥΝΕΠΩΣ οι τρέχουσες εκλογές, με την πορεία που έχουν λάβει και τους συμμετέχοντες σε αυτές, έχουν ένα μονόδρομο για τα, κυβερνητικού προσανατολισμού, κόμματα, την επενδυτική βαθμίδα άμεσα και στη συνέχεια έπονται οι λοιπές ανειλημμένες υποχρεώσεις. Για τα λοιπά κόμματα, όσα κινούνται στον προοδευτικό χώρο, η «τράπουλα είναι σημαδεμένη» ως προς τις δυνατότητες παρέμβασης. Οι όποιες επεξεργασίες και προτάσεις, όταν υπάρχουν και δεν παραπέμπονται όλα να λυθούν στο «σοσιαλισμό», είναι άνευ περιεχομένου αφού όλοι που τις επικαλούνται δεν έχουν φροντίσει να υπάρχει ο υποκειμενικός παράγοντας που θα μπορεί να αντισταθεί και να απαιτήσει μια διαφορετική πορεία. Έχουν φροντίσει το καθένα με τη στάση του, τις απόψεις του, την περιχαράκωσή του, την αδυναμία του κ.λπ. να μην υπάρχει ένα λαϊκό κίνημα που θα φοβίζει το σάπιο πολιτικό σύστημα κυβερνητικής επιδίωξης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!