του Θανάση Γαλανάκη*

 

Γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ δημιουργήματα τῆς Πλάσης εἴτε ἔχουμε ἄμεση ἐπαφὴ μαζί τους, εἴτε ὄχι, ἡ κατακτημένη ἀνθρώπινη ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης ἐξασφαλίζει τὸ δικαίωμα στὸ νὰ λέει ὁ καθένας ὅ,τι νομίζει (ἢ κοινῶς, ὅ,τι τοῦ κατέβει) σχετικὰ μ’ αὐτά. Τὸ πρόβλημα, ὡστόσο, ξεκινᾷ ὅταν ἡ ἄποψη αὐτὴ λειτουργεῖ στὸ πλαίσιο μιᾶς γνωμοδοτικῆς διαδικασίας ποὺ ἐπηρεάζει τοὺς πάντες. Τότε, ὑπάρχει σαφὲς πρόβλημα, καθὼς αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει προσωπικὴ ἐμπειρία ἑνὸς πράγματος ἢ μιᾶς κατάστασης, ἀποκλείεται (ἤ, εὐγενικότερα, παρακάμπτεται) ἀπὸ τὴ διαδικασία αὐτή.

Ἡ παραπάνω διευκρινιστική –καὶ ἐνδεχομένως σχολαστική– εἰσαγωγὴ μᾶς εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ προβλήματος τῆς ἑλληνικῆς νομοθετικῆς καὶ ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ποιός τὴν ἀσκεῖ κάθε φορά. Οἱ νομοθετοῦντες στεροῦνται ἐμπειριῶν καὶ μιᾶς ἀπὸ πρῶτο χέρι ἐπαφῆς μὲ χώρους ἢ καταστάσεις τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργεῖται ἕνα ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξὺ τοῦ λαοῦ καὶ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τοῦ τόπου. Πολιτικοὶ ἄεργοι, προερχόμενοι ἀπὸ “τζάκια” καὶ προορισμένοι νὰ ἀναλάβουν κληρονομικῷ τῷ τρόπῳ τὴν ἐλέῳ Θεοῦ πατρική –καὶ σπανιότερα μητρική– καρέκλα, σπουδαγμένοι σὲ πανεπιστημιακὰ ἱδρύματα τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ μαθημένοι σὲ μιὰν ἀμιγῶς δυτικὴ νοοτροπία ἐργασιακῶν, ἀκαδημαϊκῶν καὶ ἠθικῶν σχέσεων, καταλήγουν νὰ κρατοῦν τὸ μέλλον μιᾶς χώρας στὰ χέρια τους προβαίνοντας πολὺ συχνὰ σὲ ἐσφαλμένες ἀποφάσεις.

Ἔτσι καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς παρουσίας τῆς ἀστυνομίας στὰ ἑλληνικὰ πανεπιστήμια. Ἡ πάγια ἐπωδὸς τῆς κυβέρνησης περὶ ἑνὸς «τέλους στὴν ἀσυδοσία ἐτῶν» μὲ συγκεκριμενοποίηση τοῦ προβλήματος στὴν ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν πολιτικῶν κομμάτων, στὴν ἐμφιλοχώρηση ἀναρχικῶν/ἀντιεξουσιαστῶν στοὺς ἀκαδημαϊκοὺς χώρους, στὴν κατάληψη τῶν χώρων αὐτῶν, στὴ χρήση ναρκωτικῶν καὶ στὸ παραεμπόριο, συνοδεύεται ἀπὸ τὴν εἰσήγηση δημιουργίας ἑνὸς ἄοπλου σώματος πανεπιστημιακῆς ἀστυνομίας «κατὰ τὰ διεθνῆ πρότυπα» ποὺ θὰ «διαφυλάσσει τὴν τάξη καὶ τὴν ὁμαλὴ λειτουργία τῶν ἱδρυμάτων». «Ἄοπλου» ἀσφαλῶς, ὄχι ἀπ’ τὴν καλή τους τὴν καρδιά, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀπαγορεύεται διὰ νόμου ἡ ὁπλοφορία τῶν ὀργάνων τῆς τάξεως σὲ χώρους ὅπως γήπεδα, θέατρα, πορεῖες, ἱδρύματα κλπ.

Στὸ ἑξῆς, λοιπόν, ὁποιαδήποτε συνέχιση τῆς παροῦσας κατάστασης θ’ ἀποτελεῖ ὑπαιτιότητα τῶν φοιτητῶν ποὺ τὴν προκαλοῦν καὶ τῆς Λεωφόρου Ἀλεξάνδρας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιορίσει. Ἡ κυβέρνηση θὰ νίπτει τὰς χεῖρας της λέγοντας ὅτι ἔκανε ὅ,τι μπορεῖ. Κι’ ἡ ζωή μας θὰ κυλᾷ σὰν παραμύθι…

ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ἔχουν γραφτεῖ πολλὲς ἀναιρετικὲς ἀπόψεις ὑποστηρίζοντας μὲ σαφῆ ἐπιχειρηματολογία (ἀκόμα κι’ ἂν αύτὸ δὲν ἀρέσει στοὺς κυβερνῶντες, οἱ ὁποῖοι κωφεύουν) τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ἀστυνομία δὲν ἔχει θέση στὰ πανεπιστήμια. Θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ σταθῶ σὲ ἕνα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἀντίπερα ὄχθης, βάσει τοῦ ὁποίου τὰ πανεπιστήμια ἀποτελοῦν ἄνδρα διακίνησης/χρήσης ναρκωτικῶν. Καὶ πρῶτα-πρῶτα, δίχως νὰ ἐθελοτυφλῶ, θὰ συμφωνήσω. Πράγματι, τόσο οἱ μεγάλες πανεπιστημιουπόλεις ὅσο καὶ χωροταξικὰ ἀνεξάρτητα τμήματα ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια, ἐκμεταλλευόμενα τὸ πανεπιστημιακὸ ἄσυλο γίνονται πρόσφορα ἐδάφη γιὰ τὴ διακίνηση ναρκωτικῶν. Γιατί ὅμως αὐτὴ ἡ κατηγορία λειτουργεῖ παραπλανητικὰ στοχεύοντας στὴν εὐαισθησία καὶ τὴ συναισθηματικὴ ἀνταπόκριση ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀκόμα σοκάρονται ἀπὸ τὴ χρήση παράνομων οὐσιῶν, τὶς ὁποῖες –μεταξύ μας– δὲν ἐπιβάλλει κανεὶς στὸν διπλανό του; Γιατὶ μ’ ἄλλα λόγια, κι’ ἐμεῖς πήγαμε στὸ Πανεπιστήμιο καὶ πρέζα δὲν πήραμε – κακῶς, ἂν μὲ ρωτᾶτε, μ’ αὐτὰ ποὺ βλέπει κανεὶς ἐκεῖ μέσα (καὶ δὲν ἀναφέρομαι σ’ αὐτὰ ποὺ ἡ κυβέρνηση Μητσοτάκη διαγιγνώσκει).

Εἶναι παραπάνω ἀπὸ προφανές. Οὐδεὶς ἐκ τῶν κυβερνώντων ἢ ἐκ τῶν διαπρύσιων ὑποστηρικτῶν τους σὲ ἐφημερίδες, κανάλια καὶ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης δὲν ἔχει βρεθεῖ σὲ χώρους ὅπου ἡ χρήση ναρκωτικῶν πραγματοποιεῖται κατὰ κόρον, δίχως νὰ τραβᾷ τόσο πολὺ τὰ φῶτα τῆς δημοσιότητας. Γήπεδα, συναυλιακοὶ χῶροι, φεστιβάλ, πιάτσες, συγκεκριμένες πλατεῖες τοῦ Λεκανοπεδίου, ἀνοικτὰ κέντρα διασκέδασης στὴν παραθαλάσσια Ἀττική, παντοῦ σὲ αὐτοὺς τοὺς χώρους ψυχαγωγίας καὶ διασκέδασης διακινοῦνται καὶ χρησιμοποιοῦνται πάσης φύσεως ναρκωτικὲς οὐσίες, ἀπὸ τὶς σχετικὰ ἀκίνδυνες ἕως τὶς κατ’ ἐξοχὴν θανατηφόρες. Παντοῦ σὲ αὐτοὺς τοὺς χώρους μάλιστα, ὑπάρχει εἴτε ἀστυνομία, εἴτε ἰδιωτικὲς ἑταιρεῖες φύλαξης, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὰ στρατόπεδα καὶ τὰ σωφρονιστικὰ ἱδρύματα. Καὶ γιὰ νὰ κόβουμε δρόμο, πουθενὰ σ’ αὐτοὺς τους χώρους δὲν ἀπετράπη κάποιος ἀπὸ τὸ νὰ μπεῖ ἔχοντας πάνω του οὐσίες, κανεὶς δὲν συνελήφθη καὶ κανεὶς δὲν φυλακίστηκε. Ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν θὰ ἐλεγχθεῖ λεπτομερῶς χωρὶς νὰ προσαχθεῖ σὲ ἀστυνομικο τμῆμα, ποτὲ καὶ σὲ κανέναν δὲν θὰ γίνει ἡ παραμικρὴ σύσταση. Κι’ αὐτὸ γιατί; Μὰ φυσικὰ ἐπειδὴ ἡ ἀστυνομία (καὶ πολὺ περισσότερο οἱ ἰδιωτικὲς ἑταιρεῖες φύλαξης) ἔχουν ἀποδεχτεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ναρκωτικὰ εἶναι: (α) τόσα πολλά, καὶ πλέον ἀπευθύνονται σὲ ὅλους: φτωχοὺς καὶ πλούσιους, λοῦμπεν καὶ γιάπηδες, ἀμόρφωτους καὶ μορφωμένους, γυναῖκες καὶ ἄνδρες, νέους καὶ γέρους, (β) πολὺ δύσκολα ἐντοπίσιμα σὲ ἕναν ἁπλὸ σωματικὸ ἔλεγχο καὶ (γ) πολὺ ὠφέλιμα γιὰ τὶς ἡγεσίες ποὺ προτιμοῦν νὰ ἀλλάζουν ἀνὰ ἑξάμηνο τὶς τοποθεσίες ποὺ λειτουργοῦν ὡς ναρκοπιάτσες (ὥστε νὰ μὴ χαλάει ἡ μόστρα μιᾶς καὶ μόνο περιοχῆς), ἢ/καὶ νὰ βαρᾶνε τὸν κάθε φτωχοδιάβολο-χρήστη τῆς Γερανίου, τῆς Μενάνδρου ἢ τῆς πλατείας Βάθη, παρὰ νὰ πάψουν νὰ διατηροῦν δεσμοὺς μὲ τοὺς ἴδιους ἐκείνους ποὺ φέρνουν τὸ ἐμπόρευμα σὲ χονδρικὴ πυροδοτῶντας τὴ διακίνηση καὶ τὴ συνακόλουθη (κι’ ἀναπόφευκτη) χρήση. Εἶναι, λοιπόν, παραπάνω ἀπὸ ὑποκριτικὸ τὸ νὰ θέτει κανεὶς ὡς πρόβλημα ἐνδοπανεπιστημιακὸ τὰ ναρκωτικά, ὡς νὰ πρόκειται. γιὰ ρεπορτὰζ τοῦ συμπαθοῦς Πάνου Σόμπολου στὸ δελτίο τῶν 20:00 στὸ πάλαι ποτὲ Μεγάλο Κανάλι…

ΠΕΡΑΝ ΤΟΥΤΩΝ, βέβαια, τὸ πρόβλημα παρουσιάζεται γι’ ἀκόμη μία φορὰ νὰ προκύπτει ἀπὸ τὰ κάτω. Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἡ κεντρικὴ ἐξουσία ποὺ τόσα χρόνια ἄφησε τὰ πανεπιστήμια στὴν ἀπύθμενη μιζέρια τους· δὲν εἶναι τὰ ἴδια τὰ κυβερνῶντα ἀνὰ τὰ ἔτη ποὺ κόμματα ποὺ ἐξέθρεψαν τοὺς ἐνδοπανεπιστημιακοὺς κομματικοὺς μηχανισμοὺς χρηματοδοτῶντας τους κιμπάρικα, οὔτε οἱ ἑκάστοτε Ὑπουργοὶ Παιδείας ποὺ ἐπένδυσαν στὴν ὑποτίμηση τῶν δημοσίων πανεπιστημιακῶν ἱδρυμάτων, προκειμένου κάποια στιγμὴ νὰ ἀνοίξουν τὸν δρόμο στὴν ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία καὶ τὰ ξενόφερτα κολλέγια. Ὄχι. Τὸ πρόβλημα ξεκινᾷ ἔτι μία φορὰ ἀπὸ τὰ κάτω· ἀπὸ τὸν ἁπλὸ φοιτητή, τὸν μάχιμο σπουδαστή, τὸν μεταπτυχιακό, ἴσως καὶ τὸν ὑποψήφιο διδάκτορα ποὺ δὲν ἀγαπᾶνε τὴ σχολή τους καὶ τὸ ἵδρυμά τους, ποὺ δὲν συμμορφώνονται στὴν οὐρανοκατέβατη ἐξουσία τῆς ἑκάστοτε κας Κεραμέως. Ἡ εὐθύνη μετακυλίεται στὴν τελευταία τρύπα τοῦ κλαρίνου καὶ ὄχι στὰ κλειδιὰ τῶν πρώτων βιολιῶν – ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὴν περίπτωση τῆς τρέχουσας πανδημίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ΕΛΑΣ εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶναι, ἀλλὰ ἀσφαλέστατα ἀρκετοὶ ἀστυνομικοὶ εἶναι ἐργαζόμενοι μὲ δικαιώματα ὅπως ὅλοι μας, ἂς μὴν παραξενευόμαστε γιὰ τὴν ἐπιλογὴ ἵδρυσης σώματος φύλαξης ὑπὸ τὴν ΕΛΑΣ, κι’ ὄχι τὴν ἀνάθεση σὲ μιὰν ἰδιωτικὴ ἐπιχείριση ἢ στὴν ἐπαναπρόσληψη ὅλων ἐκείνων τῶν φυλάκων ποὺ ἀπομακρύνθηκαν εὐγενικὰ στὸ πλαίσιο μιᾶς αἱμοβόρας οἰκονομικῆς πολιτικῆς ποὺ βασίζεται στὰ “δανεικὰ κι’ ἀγύριστα”. Ἀφοῦ πρῶτα, λοιπόν, μετακυλίεται ἡ εὐθύνη στοὺς φοιτητές, ἔπειτα μετατίθεται τὸ βάρος στὴν ἀστυνομία, ἡ ὁποία καλὰ θὰ κάνει νὰ φέρει εἰς πέρας τὸ ἀνατεθὲν ἔργο, προμηθεύοντας παράλληλα τὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα στοὺς νέους “φακέλους” ποὺ ἀνοίγονται στὸν δρόμο γιὰ τοὺς (ἀκόμα πιὸ) νέους Παρθενῶνες. Στὸ ἑξῆς, λοιπόν, ὁποιαδήποτε συνέχιση τῆς παροῦσας κατάστασης θ’ ἀποτελεῖ ὑπαιτιότητα τῶν φοιτητῶν ποὺ τὴν προκαλοῦν καὶ τῆς Λεωφόρου Ἀλεξάνδρας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιορίσει. Ἡ κυβέρνηση θὰ νίπτει τὰς χεῖρας της λέγοντας ὅτι ἔκανε ὅ,τι μπορεῖ. Κι’ ἡ ζωή μας θὰ κυλᾷ σὰν παραμύθι…

ΤΟ ΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ νὰ ἐξασφαλιστεῖ μιὰ ὁμαλότερη λειτουργία τῶν ἀκαδημαϊκῶν χώρων μέσῳ ἰδιωτικῶν ἑταιριῶν φύλαξης ἢ μέσῳ ἄλλων τρόπων διατήρησης τῆς τάξης (βλ. παραπάνω) εἶναι ἕνα διαφορετικὸ καπέλο, στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ συνυπολογιστοῦν ὅλα τὰ προλεχθέντα. Δὲν εἶναι ἐπὶ τοῦ παρόντος. Πάντως οἱ συγκρίσεις μὲ τὸ ἐξωτερικὸ εἶναι ἐπισφαλεῖς γιὰ κάθε πλευρά – εἰδικὰ γιὰ τοὺς εἰσηγητές. Ἂν ἐκσυγχρονίζονταν οἱ βιβλιοθῆκες, βελτιώνονταν οἱ ἐγκαταστάσεις, ἀξιολογοῦταν ἐσωτερικὰ (μὲ τὴ συμμετοχὴ καί τῶν φοιτητῶν) τὸ διοικητικὸ καὶ ἐπιστημονικὸ προσωπικό, ἐλέγχονταν οἱ ἀσκοῦντες τὴν ἐνδοπανεπιστημιακὴ ἐξουσία κ.ἄ.π., τότε ὑπάρχει κάτι νὰ φυλαχθεῖ. Τώρα ὅμως, τί;

Αὐτὸ ὡστόσο ποὺ πρέπει πάντοτε νἄχουμε κατὰ νοῦ προτοῦ ἐξαπολύσουμε τὶς μελαγχολικές μας πρόζες γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Πανεπιστήμιο ἐν γένει εἶναι (α) ἂν ἔχουμε ἐπαφὴ μ’ αὐτὸ ἢ ἂν ἁπλῶς ἀναπαράγουμε μιὰν ἄνωθεν καλλιεργημένη στερεοτυπικὴ ἀντίληψη, (β) ἂν ἔχουμε μιὰν ἐμπεριστατωμένη κι’ ἀπὸ πρῶτο χέρι γνώμη σχετικὰ μὲ τὸ ἔργο ποὺ τελεῖται ἐντός του, καὶ (γ) ἂν ἐνδιαφερόμαστε πράγματι νὰ διαφυλάξουμε τὴν ἀκεραιότητά του ἀναβιβάζοντας τὴν ποιότητα τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἔρευνάς του ἢ ἁπλῶς φωνασκοῦμε ἐναντίον τῶν ἰδεολογικῶν μας ἀντιπάλων ποὺ θὰ θέλαμε νὰ ἐξαλείψουμε ὄχι μόνο μέσα ἀπὸ τὰ ΑΕΙ καὶ ΑΤΕΙ, ἀλλὰ καὶ γενικῶς ἀπὸ προσώπου γῆς.

* Ο Θανάσης Γαλανάκης είναι φιλόλογος – συγγραφέας, υποψ. Διδάκτωρ Νεοελ. Φιλολογίας, ΕΚΠΑ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!