Ένας ξεχωριστός πνευματικός άνθρωπος, ο Δημήτρης Καταλειφός, άνθρωπος του θεάτρου, προικισμένος, σοβαρός, αξιοπρεπής, ειλικρινής, λιτός και στοχαστικός, αποτόλμησε να γράψει, αφού κλείστηκε μέσα λόγω της πανδημίας, και ένα μικρό αλλά ιδιαίτερα περιεκτικό βιβλίο.
Τυχαίνει να γνωρίζω τον Δημήτρη Καταλειφό. Έχουμε ακριβώς την ίδια ηλικία, τον θαυμάζω ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο, και αισθάνθηκα την ανάγκη να του μιλήσω μόλις διάβασα το πόνημά του, ένα είδος ποιητικής πρόζας με γενικό τίτλο «Συμπληγάδες γενεθλίων» από τις εκδόσεις Πατάκη. Του τηλεφώνησα και μιλήσαμε θερμά, και μπορώ να ομολογήσω πως αυτό το τηλεφώνημα μου έκανε πολύ καλό, γιατί μπόρεσα να του πω τα συναισθήματά μου, απλόχερα, για το βιβλίο του.
Έτσι σκέφθηκα, μέρες που είναι, αντί ενός άρθρου για όσα μας συμβαίνουν (και είναι πολλά και σημαντικά), να μιλήσω μέσα από λίγα αποσπάσματα του Δημήτρη Καταλειφού. Αντιγράφω λοιπόν από το βιβλίο του, ευχόμενος να είναι καλοτάξιδο και να μας δώσει κι άλλα έργα του σύντομα, ευχόμενος σε όλους υγεία, δημιουργικότητα και πνευματικότητα.
Ο στίχος του «Εγώ σκέφτομαι την ομορφιά / της λέξεως συγκομιδή» μπορεί να γίνει αφετηρία στοχασμών, ατομικών και συλλογικών, για τη συγκομιδή της ύπαρξης και της πράξης μας…

13

Ανοίγω το παράθυρο κι ένας Απρίλης απειλητικός με υποδέχεται. Κρατά στη χούφτα του τριάντα αργύρια που παίζει στα δάχτυλά του σαν ζογκλέρ. Μέρες με ήλιο, μέρες ανώδυνες και αγωνίας. Ο δρόμος άδειος ως συνήθως, κανείς δεν κρύφτηκε στα ψέματα.
Οι ειδήσεις τον χαρακτηρίζουν κρίσιμο, και η εμπειρία μας τον ξέρει για σκληρό. Εγώ τον λέω Ιούδα, που απαρνήθηκε τη μάνα του και πάει να αυτομολήσει στον χειμώνα.
Μόνο οι κουρτίνες στο παράθυρο λικνίζονται στο αεράκι του. Πιστεύουν οι ανόητες πως μπήκε η άνοιξη.

21

Υπάρχει δεν υπάρχει θεός, τα κυκλαδίτικα ξωκλήσια αποζητούν το χάδι του δικαίως, και χαίρονται την αγκαλιά του. Είτε λευκά είτε παρατημένα, με ανοιχτή τη θύρα ή κλειστή, και κερί αναμμένο ή σβηστό, αιώνες τώρα, τα στολιδάκια αυτά του Αιγαίου διαλαλούν την ομορφιά του κόσμου, λειτουργούν γιορτή της φύσης και στήνουν πανηγύρια ταπεινά, όπου οι άνθρωποι ημερεύουν.

27

Μετά από μπάνιο στον Μαραθώνα είδαν τα Κλεμμένα φιλιά του Φρανσουά Τρυφφώ. Τι τρυφερή αγάπη ανάμεσα στις πάνινες καρέκλες! Πάνω κάτω η Πατησίων για να αναλύσουν την ασπρόμαυρη ταινία.
Καληνυχτίστηκαν ξημέρωμα. Το καλοκαίρι ήταν μια σύνθεση από χρώματα και φιλιά που δεν έδωσαν ποτέ.

32

Σήμερα είναι καλεσμένος σε γιορτή χρωμάτων. Τον κάλεσε ο φίλος του, το πράσινο, που μένει απέναντι στην νεραντζιά. Θα κατέβουν από τον Υμηττό τα τρίδυμα γαλάζιο και μπλε, αφήνοντας στον ουρανό το γκρίζο που δεν ήθελε να έρθει. Θα πάνε να γιορτάσουν σε λιβάδια, όπου μαργαρίτες και παπαρούνες θα τους υποδεχθούν φορώντας τα καλά τους. Ο εκατομμυριούχος ήλιος θα προσφέρει αφειδώς το χρυσαφί στο γεύμα, και για επιδόρπιο το γλυκύτερο πορτοκαλί. Αμυγδαλιές και πασχαλιές θα τραγουδήσουν με συνοδεία το ελαφρό αεράκι, κι από κοντά οι ανεμώνες θα λικνίζονται στον ρυθμό απαλά.
Λέει να βάλει το άσπρο του πουκάμισο και παντελόνι θαλασσί, και να κρατάει για δώρο τη χαρά του τυλιγμένη σε κορδέλα άνοιξης.

37

Η ποίηση είναι κόρη της στιγμής.
Είναι κόρη οφθαλμού
που διαστέλλεται σαν θηρευτής
και τσακώνει λέξεις
που βόσκουν αμέριμνες
σε λευκές σελίδες.
Τα χέρια είναι γεωργοί
που οργώνουν σε εύφορο χαρτί.
Η ποίηση είναι ένα ματσάκι στίχοι
που ευωδιάζει στα τραπέζια.

47

Τα παιδία παίζει για την εξουσία
επαναφέροντας τον σαρκασμό του Άμλετ
απ’ το παλάτι της Δανιμαρκίας.
«Λόγια, λόγια, λόγια».
Εγώ σκέφτομαι την ομορφιά
της λέξεως συγκομιδή
και στοχάζομαι ποια είναι η δική μου
στο σάπιο βασίλειο της ασχήμιας,
όπου διατελώ απλός πολίτης.

Περπάτησα σε ένα μοναχικό δρομάκι
γυρίζοντας την πλάτη
στα μεγάφωνα που πρόσταζαν
συστράτευση.
Πήρα μια δύσκολη ανάσα ερημιάς
και ξέκοψα από πλατείες και συνθήματα,
αυτοσχεδιάζοντας στους χτύπους της καρδιάς
τον λιποτάκτη.
Συνέλεξα άνθη από κήπους μη ορατούς
δια γυμνού οφθαλμού,
που πότισα με δάκρυα
για να καρποφορήσουν.

Βήματα με οδηγούν στη θάλασσα
μακριά από σπίτια και ανοιχτές τηλεοράσεις.
Ένας απόηχος από γαβγίσματα
φτάνει έως εμένα.
Κλείνω τα αυτιά και συγκεντρώνομαι
στη συγκομιδή μου,
ενώ κύματα που έρχονται μου ψιθυρίζουν
«σιωπή, σιωπή, σιωπή».

60

Οι απώλειες παίρνουν χρόνο για να εμπεδωθούν. Στην αρχή μουδιάζεις σαν να έκανες αναισθητική ένεση. Σκέπτεσαι τις συνέπειες λογικά. Μετά περνούν ύπουλα στης καρδιάς το αίμα και έρχεται η αποχή του πόνου. Αρκεί να δεις μια κουρτίνα ν’ ανεμίζει στο παράθυρο και αρχίζεις ξαφνικά κι αναίτια να κλαις.
Η απουσία βρίσκει πάντοτε τρόπους να είναι πανταχού παρούσα. Μαζί με τις απώλειες, εισβάλλει χέρι-χέρι στα δωμάτια των ανθρώπων προμηθεύοντας τους ηρεμιστικά.

63

Όχι άλλες λέξεις στη θέση της αφής, όχι άλλη μπλε μπογιά για καλοκαίρι.
Ας ξεπροβάλει ένα χέρι που κατανοεί και ένα κύμα για να με τυλίξει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!