Με αφορμή τον θάνατο (και) του Cris Cornell

Tου Νίκου Γεωργιάδη

 

Στις 18 Μαΐου και στο μπάνιο ενός ξενοδοχείο βρίσκεται το νεκρό σώμα του Chris Cornell. Είναι ο τρίτος χαμένος, από τους 4 βασικούς εκπροσώπους της grunge σκηνής που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στο Σιάτλ, αλλά γρήγορα κατέκτησε τη νεολαία σε όλο το δυτικό κόσμο. O Cornell κυνηγημένος από τους δαίμονες και τις εμμονές του, βαθιά στον κόσμο των ναρκωτικών αλλά και των ψυχοφαρμάκων, ακολούθησε το δρόμο της αυτοκαταστροφής, όπως ακριβώς έκαναν και ο Cobain των Nirvana και ο Layne Stanley των Alice in Chains, το 1994 και το 2002 αντίστοιχα. Μοναδικός εκπρόσωπος εν ζωή της οργισμένης παρέας του Σιάτλ είναι πλέον μόνο ο Eddie Vedder των Pearl Jam.

Ο νέος ήχος θα βρει το σπίτι του στην Sub Pop την εταιρεία που θα δισκογραφήσουν οι φυσικοί γονείς του grunge, Mudhoney, αλλά η αναγνώριση και η ταυτοποίηση του grunge ήχου θα έρθει από τους Soundgardern του Cornell. Μετά τον Cornell τα ηνία της αναδυόμενης – πρώην underground – σκηνής θα αναλάβει ο Cobain και πλέον μιλάμε για ένα μουσικό κίνημα που θα αλλάξει πλήρως τα δεδομένα, συσχετιζόμενο με τις κοινωνικές εξελίξεις της περιόδου και κυρίως με τις ανησυχίες της νεολαίας.

Το grunge αποτέλεσε το punk της άλλης μεριάς του Ατλαντικού. Γεννήθηκε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με την ίδια ταχύτητα διαδόθηκε και κέρδισε το νεανικό κοινό κόντρα στους σχεδιασμούς και τα trends της μουσικής βιομηχανίας. Η Generation-X δεν μπορούσε να εκφραστεί ούτε από το glam της Καλιφόρνια, με τα αχαλίνωτα πάρτι με το περίσσιο αλκοόλ και τα ναρκωτικά ανάμεσα σε καλλίγραμμες φιγούρες, αλλά ούτε και από τα μακρόσυρτα σόλο και την πιο «έντεχνη» αντίληψη της μουσικής των βρετανικών prog-rock σχημάτων.

Η οργή, οι αγωνίες, οι αντικομφορμιστικές τάσεις, οι αναζητήσεις της «χαμένης γενιάς» ψάχνουν το soundtrack τους και το βρίσκουν στην ένταση, την απλότητα αλλά και τον heavy ήχο των Nirvana και των Soundgarden. Ο αποκλεισμένος νέος της αμερικάνικης επαρχίας και των προαστίων ταυτίζεται και εκφράζεται από την αυτοκαταστροφή του Cobain, την τρέλα και την ενέργεια του ομορφόπαιδου των Pearl Jam, τον αλλόκοτο λυρισμό των τεσσάρων οκτάβων του Cornell και τον μυστικισμό του Stanley.

Όλες οι παραπάνω εκφάνσεις του grunge σαν ήχος και σαν αίσθηση κατάφεραν με βίαιο, άμεσο και σκληρό τρόπο να σπάσουν τα μουσικά στεγανά, αλλά και τα κοινωνικά πρότυπα της περασμένης δεκαετίας. Οι περιθωριακές παρέες μετασχηματίστηκαν σε ένα μεγάλο μουσικό κίνημα ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε. Στο κατάλληλο σημείο καμπής αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πως η μουσική δεν αποτελεί απλά τρόπο διασκέδασης αλλά και μέσο που πλάθει την ψυχή και το μυαλό.

Τα παιδιά του grunge και την Gen-X, θα ξαναβρεθούν στο Σιατλ, μια δεκαετία μετά το Ultramega OK των Soundgarden που άνοιξε νέους μουσικούς δρόμους, παντρεύοντας τους Zeppelin με τους Stooges, για να κατακλύσουν τους δρόμους της πόλης. Όπως μια μικρή παρέα καθιέρωσε ένα νέο ήχο, κλείνοντας την αυλαία του classic rock, έτσι μερικές χιλιάδες θα κηρύξουν το τέλος του τέλους των ιδεολογιών, έξω από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, και ανοίγοντας το δρόμο του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!