Τριανταπέντε χρόνια έκλεισε φέτος το «Πανόραμα Ευρωπαϊκού κινηματογράφου», στην Αθήνα, με καλλιτεχνικό διευθυντή και ψυχή της διοργάνωσης τον κριτικό κινηματογράφου Νίνο Φ. Μικελίδη, που και φέτος, μας έδωσε την ευκαιρία να απολαύσουμε στη μεγάλη οθόνη αριστουργήματα, όπως «Χιροσίμα αγάπη μου» (1959/Αλέν Ρενέ) και «Ζαμπρίνσκι Πόιντ» (1970/Μικελάντζελο Αντονιόνι).

Το βράδυ της Τετάρτης έπεσε η αυλαία της διοργάνωσης, τιμώντας με ειδικό τιμητικό βραβείο τους σκηνοθέτες Δήμο Αβδελιώδη και Τάκη Σπετσιώτη, καθώς και τον τιμώμενο καλεσμένο Εμίρ Κουστουρίτσα. Με εννιά ταινίες στο Διαγωνιστικό το βραβείο ελληνικής ταινίας απονεμήθηκε στα «Φαντάσματα της Επανάστασης», του Θάνου Αναστόπουλου, το βραβείο σκηνοθεσίας στο «Καθαρτήριο» του Βασίλη Μαζωμένου, ενώ εύφημος μνεία δόθηκε στο «Black Stone» του Σπύρου Ιακωβίδη, που τιμήθηκε με τα βραβεία ερμηνειών Α΄ Γυναικείου ρόλου στην Ελένη Κοκκίδου και Α΄ Αντρικού ρόλου στον Κέβιν Ζανς Άνσονγκ, που είναι ο γνωστός Έλληνας ράπερ με καταγωγή από την Γκάνα «Νέγρος του Μοριά».

Το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) απονεμήθηκε στην ταινία «Σ’ ένα ασφαλές μέρος» του Γιουράι Λέροτιτς, από την Κροατία, μια από τις πιο συγκλονιστικές ταινίες του Διαγωνιστικού. Στο διάστημα μιας μέρας και μιας νύχτας καταγράφονται οι απέλπιδες προσπάθειες ενός νεαρού να συμπαρασταθεί στον ψυχικά ασταθή αδερφό του, μετά από σοβαρή απόπειρα αυτοκτονίας. Βαθιά επηρεασμένος από τον καταγγελτικό ρουμανικό ρεαλισμό, ο Λέροτιτς, βασισμένος στην πραγματική ιστορία του αδερφού του, διαπραγματεύεται στην πρώτη του ταινία το πολύ δύσκολο θέμα-ταμπού των ψυχικά διαταραγμένων. Επιλέγοντας τη στιβαρότητα του σταθερού κάδρου, αποτυπώνει με απτό τρόπο τις σπαρακτικές προσπάθειες της μητέρας και του αδερφού, που τον ερμηνεύει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, να δημιουργήσουν το περίφημο «ασφαλές μέρος» του τίτλου, δίχως στην πραγματικότητα να μπορούν να συνεισφέρουν ουσιαστικά. Ενίοτε η αφηγηματική ροή μπλέκει παρόν και παρελθόν, με τη μορφή του αυτόχειρα πότε μέσα από φλασμπάκ, πότε ως φάντασμα του παρόντος.

Το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) απονεμήθηκε στην ταινία «Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο» της Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα, από την Β. Μακεδονία, σκηνοθέτρια της θρυλικής ταινίας «Υπάρχει Θεός, το όνομά της είναι Πετρούνια» (2019). Η νέα της ταινία διαδραματίζεται στο σημερινό Σεράγεβο, τη μέρα που η μοναχική 40χρονη Άζια (Γελένα Κόρντιτς Κούρετ), έπειτα από προτροπή της μητέρας της, συμμετέχει σε ένα διαγωνισμό, που θα αναδείξει το πιο συμβατικό ερωτικά ταίρι. Ζευγάρι της αναδεικνύεται ο ισχνός 43χρονος Ζόραν (Αντνάν Ομέροβιτς). Οι συμπαίκτες χωρισμένοι σε ζευγάρια, σε μια μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων, αρχίζουν να γνωρίζονται, μέσα από προσωπικές ερωτήσεις. Αντιλαμβανόμενη την ένταση του Ζόραν, μόλις της αναφέρει μια συγκεκριμένη ημερομηνία, η Άζια αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να γνωρίζει πως εκείνη την ημέρα, πριν μια 20ετία, είχε τραυματιστεί πολύ σοβαρά από τα πυρά ελεύθερου σκοπευτή. Ποιος είναι στην πραγματικότητα ο Ζόραν; Σύντομα ο χώρος ενός ανέμελου διαγωνισμού ερωτικού ζευγαρώματος καταλήγει να γίνει αίθουσα λαϊκού δικαστηρίου, καθώς όλοι οι παρευρισκόμενοι, όσο και να θέλουν να ξεχάσουν, στοιχειώνονται ακόμη από τις εφιαλτικές μνήμες ενός διχαστικού πολέμου. Έτοιμη για όλα η πρωταγωνίστρια είναι αποφασισμένη εκείνο το απόγευμα να βρει δικαίωση. Σε μια πρωτότυπη προσέγγιση της καταγραφής των ζωντανών ακόμη τραυμάτων ενός πολέμου, που διέλυσε μια χώρα και κρατάει ακόμη διχασμένο τον πληθυσμό μιας πόλης -υπόδειγμα πολυπολιτισμικής συνύπαρξης- η δυναμική Μιτέφσκα ξεκινάει με το είδος της ρομαντική κομεντί, για καταλήξει μέσα από μια κλιμακούμενη δραματουργική εξέλιξη, σε ένα απίστευτο ψυχολογικό θρίλερ, που παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα.

Ωστόσο την παράσταση της φετινής διοργάνωσης έκλεψε η συνέντευξη τύπου του 68χρονου σήμερα Σέρβου σκηνοθέτη Εμίρ Κουστουρίτσα, που μας καθήλωσε για πάνω από δυο ώρες με τον χειμαρρώδη πολιτικού του λόγο. Αντιπαραθέτοντας τον εμπορικό κινηματογράφο με το σινεμά του δημιουργού, ανέφερε πως ο σκηνοθέτης είναι αυτός που αποφασίζει τη γωνία λήψης, τους φακούς που θα χρησιμοποιήσει, τη διάρκεια του πλάνου, πόσες περικοπές και κοψίματα θα χρειαστούν στο μοντάζ. Σήμερα οι παραγωγοί επιβάλλουν τις νέες σκηνοθετικές ντιρεκτίβες, σύμφωνα με τις επιταγές της αγοράς, πιέζοντας να μην υπάρχουν λήψεις μεγαλύτερες από μερικά δευτερόλεπτα.

Για όσους πιστεύουν πως μπορούν να δουν μια κινηματογραφική ταινία στην οθόνη του κινητού τους, ο Κουστουρίτσα απαντάει κατηγορηματικά πως «είναι αρκετά μεγάλη για να είναι αρκετά μικρή». Σε μια τόσο μικρή οθόνη, όπως αυτή ενός κινητού, είναι αδύνατο να μεταφράσεις το συναίσθημα ενός κοντινού πλάνου. Όμως οι άνθρωποι καταπίνουν ό,τι τους δίνεται, θεωρώντας απαραίτητο να σκοτώσουν το χρόνο μεταξύ των καθημερινών τους μετακινήσεων. Έτσι, συρρικνώνοντας την βαθύτερη συναισθηματική και αισθητική αξία του κινηματογράφου, φτιάχνονται μικρά πράγματα για μικρή οθόνη και χρειάζονται την ταχύτητα για να κρατήσουν την προσοχή. Ο χρόνος και ο χώρος είναι λειτουργικά σκηνοθετικά στοιχεία στο σινεμά του δημιουργού, αλλά αν συμπιεστούν στην εμπορική γλώσσα, τότε μην αναμένετε μεγάλα αποτελέσματα.

Πολύ σκεπτικός εμφανίστηκε σχετικά με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις και κυρίως με το ρόλο τους στον έλεγχο και στην καταστροφή, στιγματίζοντας πως «στην εποχή του μετα-ανθρωπισμού, έχουμε πλέον έξυπνα τηλέφωνα (smartphone), αντί να έχουμε έξυπνους ανθρώπους».

Απαισιόδοξος για το μέλλον της κοινωνίας, μέσα από την εξουσία των πολυεθνικών, όταν πλέον όλα καταγράφονται και ο έλεγχος διαρκώς αυξάνεται, αναφέρθηκε στους φόβους του, πως σύντομα θα εκλείψει το κοινωνικό δικαίωμα παρέμβασης και επιρροής των κυβερνήσεων. Οι νόμοι της αγοράς σκότωσαν τη δημοκρατία. Τα μέσα ενημέρωσης αποτελούν το καλύτερο αναισθητικό για τον κόσμο. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, η ενημέρωση σήμερα ακολουθεί τα κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα, χρησιμοποιώντας την οικειότητα των ριάλιτι και τις κάμερες έξω στο δρόμο, καλλιεργώντας την ιδέα πως παρακολουθούμαστε 24/24.

Πολέμιος της πολιτικής ορθότητας, ο Κουστουρίτσα δήλωσε «Η πολιτική ορθότητα είναι ο μεγαλύτερος φονιάς της τέχνης και της κοινωνικής συνείδησης. Είναι ό,τι ήταν η αυτολογοκρισία, κατά την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού».

Αναφερόμενος στους αποκλεισμούς του από Διεθνή Φεστιβάλ, εξαιτίας της πολιτικής του στάσης και της αμεσότητας του λόγου του, τόνισε πως για τους Αμερικανούς θεωρείται «σκηνοθέτης του Πούτιν», ενώ ενοχλημένος υποστήριξε πως έχει μεν γνωρίσει τον Πούτιν, αλλά «δεν είμαι κανενός άλλου, εκτός από τον εαυτό μου». Μάλιστα, δήλωσε πως ποτέ δεν πήρε ηγετική θέση σε καμία θεατρική Ακαδημία στη Ρωσία, όπως επίτηδες είχε διαρρεύσει, απλώς, σκεπτόμενος να γυρίσει μία ταινία, μιλούσε τότε με τον Κόκκινο Στρατό, τον οποίο λατρεύει, γιατί αυτός απελευθέρωσε την Ευρώπη από τον ναζισμό και όχι οι Αμερικάνοι. Επίσης, καταδίκασε με πάθος την ακύρωση του ρωσικού πολιτισμού, με τον αποκλεισμό σημαντικότατων συνθετών και ερμηνευτών, ακολουθώντας τις κυρίαρχες ντιρεκτίβες Ευρώπης και Αμερικής, ενώ φανερά θυμωμένος πρόσθεσε πως εκτός από τη μουσική του Τσαϊκόφσκι, έχουν αποκλείσει και έργα των Ντοστογιέφσκι και Γκόγκολ, κάτι που δεν είχε συμβεί ούτε επί Χίτλερ.

Θεωρώντας τον εαυτό του εκπρόσωπο του Τρίτου Κόσμου, επεσήμανε πως το πρόβλημα στο σύγχρονο σινεμά είναι η προώθηση ταινιών εκτός κυρίαρχων δικτύων παραγωγής και διανομής, ενώ μας κατακλύζουν με χολιγουντιανές βλακείες. Τόνισε επίσης, ότι στις περισσότερες από τις πιο διαδεδομένες πλατφόρμες υπάρχει ισχυρή λογοκρισία και σπάνια βρίσκει κανείς ταινίες που δεν υποστηρίζουν ή αμφισβητούν τις επίσημες θέσεις των ΗΠΑ.

Υποστηρίζοντας με σθένος το βαλκανικό σινεμά, τόνισε πως κρατάει ακόμη ζωντανά υπολείμματα από το παρελθόν, ενώ έχει άμεση σύνδεση με την πραγματική ζωή απλών ανθρώπων, όπως αντίστοιχα τελευταία χαίρουν διεθνούς αναγνώρισης το ιρανικό ή και το ινδικό σινεμά.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

INFO

Σύσσωμη η κινηματογραφική κοινότητα έχει κινητοποιηθεί τελευταία, σχετικά με το μέλλον των ιστορικών κινηματογραφικών αιθουσών ΙΝΤΕΑΛ, ΑΣΤΟΡ και ΑΕΛΛΩ του κέντρου της Αθήνας, ιδιοκτησίας ΕΦΚΑ, που απειλούνται με οριστικό αφανισμό, λόγω των σχεδίων επενδυτικής αξιοποίησης των κτιρίων στα οποία στεγάζονται.
Η τοποθέτηση της ΠΕΚΚ επί του θέματος είναι η εξής: «Όχι άλλοι πρώην κινηματογράφοι στο κέντρο της Αθήνας, στη Θεσσαλονίκη, σε οποιαδήποτε πόλη! Η πρόσφατη περίπτωση των ΙΝΤΕΑΛ, ΑΣΤΟΡ και ΑΕΛΛΩ έρχεται να βάλει το κερασάκι στην τούρτα της διαρκούς αδιαφορίας για το μέλλον της κινηματογραφικής αίθουσας. Η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου καλεί όλους τους ανθρώπους του πολιτισμού (και πρώτιστα τους έχοντες τη δυνατότητα επέμβασης στα κοινά) να δράσουν για να αποτρέψουν το –από πολλούς επιδιωκόμενο– τέλος της σχέσης μας με τη μεγάλη οθόνη. Στηρίξτε το παραδοσιακό σινεμά, βρείτε λύσεις!»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!