Διαβάστε το Μέρος Α’

Μεγάλη ανατροπή θεωρήθηκε φέτος η απονομή της Χρυσής Άρκτου της 73ης Μπερλινάλε στο γαλλικό ντοκιμαντέρ του Νικολά Φιλιμπέρ «Sur l’Adamant», για τις υποδομές της ψυχικής υγείας. Ήταν η δεύτερη φορά που ένα ντοκιμαντέρ είναι ο μεγάλος νικητής της διοργάνωσης, μετά το 2016, όπου είχε βραβευτεί η «Φωτιά στη θάλασσα», του Τζιανφράνκο Ρόσι.

Ωστόσο αξίζει να αναφερθούμε σε δυο προβολές-διαμάντια της Μπερλινάλε, μακριά από τις φεστιβαλικές παράτες, που χάρισαν ειδικά σε αυτό το κινηματογραφικό φεστιβάλ έναν ιδιαίτερο ξεχωριστό πολιτικό χαρακτήρα.

Στο τμήμα Φόρουμ έκανε πρεμιέρα το συγκλονιστικό τρίωρο ντοκιμαντέρ «El juicio/The Trial», του Αργεντίνου Ουλίσε ντε λα Όρντεν, όπου καταγράφονται πλάνα από τις δίκες των χουντικών, που διεξάχθηκαν το 1985 στην Αργεντινή, μετά την πτώση του δικτάτορα Βιντέλα (1976-1983). Την ταινία προλόγισε ένας αυτόπτης μάρτυρας της δίκης και προσωπικός φίλος του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου Προέδρου της Αργεντινής Ραούλ Αλφονσίν, αυτού που πήρε την πολιτική απόφαση να δικάσει το στρατιωτικό πραξικόπημα, σε μια δίκη ανάλογης ιστορικής αξίας με τη δίκη της Νυρεμβέργης. Για τη διεξαγωγή της δίκης δημιουργήθηκε η επιτροπή «Nunca mas» (Ποτέ πια), γνωστή και ως «Αναφορά Σάμπατο», υπό την ηγεσία του διάσημου Αργεντίνου συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο (1911-2011), ο οποίος ανέλαβε να συγκεντρώσει τις μαρτυρίες των θυμάτων της δικτατορίας. Επίσης δημιουργήθηκε και μια τράπεζα DNA, για τον εντοπισμό των εξαφανισμένων, σε μια εποχή που η νεοσύστατη δημοκρατία της Αργεντινής περιστοιχιζόταν από δικτατορίες, σε όλη τη Λατινική Αμερική.

Το ντοκιμαντέρ χωρίζεται σε 18 κεφάλαια, με τίτλους συνταρακτικές φράσεις όσων ακούγονται, που υπογραμμίζουν το ιδεολογικό διακύβευμα. Στην εισαγωγή αναγράφεται πως οι τρεις ώρες διάρκειας προέρχονται από αρχικό υλικό 530 ωρών από τις πολιτικές δίκες, που ξεκίνησαν τέλη Απρίλη του 1985 και διήρκησαν πέντε μήνες. Λίγο πριν αρχίσει η ανακριτική διαδικασία, είναι συγκλονιστική η καταγραφή των χουντικών μπροστά από τους δικαστές, που συνομιλούν χαμογελαστοί, με μια απίστευτη αλαζονεία, σίγουροι πως δεν διακινδυνεύουν. Παρατίθενται οι αγορεύσεις τους περί έκτακτης κατάστασης πολέμου, ενάντια στο μέτωπο Μαρξιστών-Λενινιστών, για να καταστείλουν τις αντάρτικες ομάδες και τις αριστερές οργανώσεις, ενώ αρνούνται παντελώς τις όποιες κατηγορίες για βία και βασανιστήρια. Η σαθρή όμως επιχειρηματολογία καταρρέει από τις συνταρακτικές μαρτυρίες συγγενών με αγνοούμενους. Η συγκινησιακή φόρτιση κορυφώνεται μόλις παίρνουν τη σκυτάλη οι μαρτυρίες όσων επέζησαν από βάναυσα βασανιστήρια, με συγκλονιστικές περιγραφές για ηλεκτροσόκ στα γεννητικά όργανα, άγριο ξύλο, διαδοχικούς βιασμούς, απανωτές εκτελέσεις, περιγραφές για αίματα και πτώματα παντού. Ακούγονται ονόματα βασανιστών, γίνεται αναφορά σε καταδότες ιερείς, υπάρχουν μαρτυρίες για έγκυες που απέβαλαν από το ξύλο ή για άλλες που γέννησαν και τους σκότωσαν ή άρπαξαν τα νεογέννητα παιδιά τους, ενώ υπάρχουν και μαρτυρίες πιλότων που αποκαλύπτουν πως έριχναν από τα ελικόπτερα πτώματα κατά εκατοντάδες στη θάλασσα, σε μια λυσσαλέα επιχείρηση εξάλειψης κάθε ίχνους των αντιφρονούντων. Είναι δύσκολο να μείνει κανείς ασυγκίνητος στο άκουσμα του παρατεταμένου λυτρωτικού χειροκροτήματος του αργεντίνικου λαού, που καταγράφεται στο τέλος, ψηλά στα έδρανα, εμψυχώνοντας όσους βρήκαν το κουράγιο να καταθέσουν δημόσια. Κλείνοντας, επισημαίνεται πως χρειάστηκαν εννέα μήνες επιπλέον, μέχρι να απαγγελθούν οι οριστικές καταδίκες, που αναφέρονται μία προς μία, σε λίστα.

 

Σε ειδική προβολή, στο τμήμα Φόρουμ, παρουσιάστηκε η πρεμιέρα της ψηφιακής αποκατάστασης του θρυλικού ντοκιμαντέρ «I heard it through the grapevine» (1982) του Ντικ Φοντέιν, όπου ο σπουδαίος Αφροαμερικάνος μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ακτιβιστής Τζέιμς Μπόλντουιν (1924-1987), που διερεύνησε στα δοκίμιά του, τις επιπλοκές των φυλετικών, σεξουαλικών και ταξικών διακρίσεων στη μεταπολεμική Αμερική, αναζητά τα ίχνη του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων, μια εικοσαετία μετά τον εκρηκτικό αντίκτυπο που είχε στην αμερικάνικη κοινωνία. Ακολουθώντας τα μέρη των περιοχών του αμερικάνικου Νότου, όπου αρχές του ’60 συντελέστηκαν πολυπληθείς πορείες αλληλεγγύης και μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, με πολιτικές δολοφονίες ηγετών, λιντσαρίσματα και ανατινάξεις εκκλησιών, ο σκηνοθέτης πλευρίζει τους πρωταγωνιστές των τοπικών κινημάτων σε ενδιαφέρουσες πολιτικές συζητήσεις με τον Μπόλντουιν.

Την ταινία προλόγισε ο Διευθυντής του Κινηματογραφικού Αρχείου του Χάρβαρντ, που επιμελήθηκε την αποκατάσταση, τονίζοντας πως δεν πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ για τον Μπόλντουιν, αλλά μια ταινία που έγινε με τον Μπόλντουιν, σημαντικό προφητικό οραματιστή, που επιχειρώντας να διερευνήσει τι απέμεινε από το ριζοσπαστικό κίνημα του ’60, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ανακαλύπτει την εγκαθίδρυση μιας νέας, διαφορετικής ρατσιστικής υπερδομής της βόρειας πλειοψηφίας, για να καθυποτάξει τις νέες γενιές, ενώ προβλέπει και την άνοδο μιας νέας κατάστασης που θα συμπεριλάμβανε και τα δικαιώματα των Τρανσέξουαλ. Ο Ντικ Φοντέιν, που έχει σκηνοθετήσει πολύ σημαντικά μουσικά ντοκιμαντέρ για αξιόλογους τζαζίστες, όπως οι Σόνυ Ρόλινς και Άρτ Μπλάκεϊ, γνώρισε τον Τζέιμς Μπόλντουιν μέσω του αδελφού του Ντέιβιντ, που είχε ένα τζαζ κλαμπ στη Νέα Υόρκη. Σχολιάζοντας το πάθος του Φοντέιν για την τζαζ επισημάνθηκε το ρυθμικό μοντάζ της ταινίας στον τρόπο που παρουσιάζει εμβόλιμα πλάνα από το αρχειακό υλικό των πολυπληθών διαδηλώσεων του ’60, πλάι σε πλάνα στα ίδια μέρη, όπου μια 20ετία μετά μετατράπηκαν σε γκέτο.

Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με τον Τζέιμς Μπόλντουιν, το 1982, να ξεφυλλίζει παλιά περιοδικά με φωτογραφικό υλικό από τις μεγαλειώδεις πορείες του ’60, διερωτώμενος για το τι απέγιναν όλοι αυτοί οι διαδηλωτές και οι πρωτοπόροι του κινήματος, ενώ στο φόντο, μια σόουλ-ροκ μπάντα σε κάποιο τζαζ μπαρ παίζει ζωντανά το τραγούδι του τίτλο της ταινίας, «I heard it through the grapevine» (1966). Με τον αδερφό του Ντέιβιντ, ο Τζειμς Μπόλντουιν αναφέρεται στους όρους της εξέγερσης τότε, ενώ σε διάφορες συζητήσεις σε Μπέρμιγκχαμ και Σέλμα, με παλιότερα και νεότερα μέλη του κινήματος, ο Μπόλντουιν ανακαλεί σημαντικές στιγμές του ’60, ανάμεσα σε εμβόλιμα ασπρόμαυρα πλάνα των διαδηλώσεων, τους πύρινους λόγους του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Μάλκολμ Χ, αλλά και τη σύγχρονη μίζερη πραγματικότητα, σε έγχρωμες εικόνες. Είκοσι χρόνια μετά, η καθημερινότητα των μαύρων κοινοτήτων δεν αντιμετωπίζει μεν δημόσια λιντσαρίσματα και πολιτικές δολοφονίες, αλλά τις επιπτώσεις μιας ρατσιστικής πολιτικής, με εξαθλιωμένες συνθήκες διαβίωσης, στο σύγχρονο γκέτο. Ο Μπόλντουιν αναζητά τους επιζήσαντες συντονιστές του τότε, συζητάει μαζί τους για τις ένδοξες στιγμές και τα σημερινά αδιέξοδα, όπου το πρόβλημα πλέον εντοπίζεται στα εργασιακά, με τους μαύρους πληθυσμούς να βουλιάζουν στην ανεργία. Στα μέρη που άλλοτε άνθισε μια εξεγερσιακή δυναμική, ο Μπόλντουιν αναζητά τα εναπομείναντα ίχνη των ανατινάξεων σε εκκλησίες της μαύρης κοινότητας, ανάμεσα σε μπλουζ ρυθμούς και γκόσπελ τραγούδια, ενώ επισκέπτεται τον τάφο του θρυλικού Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην Ατλάντα της Τζόρζια. Σε μια διαρκή αντιπαράθεση παρελθόντος-παρόντος γίνεται αναφορά στην νεοαποικιοκρατία στην Αφρική, το ’60, και τα απελευθερωτικά κινήματα που ριζοσπαστικοποίησαν τους αγώνες των Αφροαμερικάνων, ενώ καταγράφονται και οι διεκδικήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας, που αποκτά στοιχεία ταξικής πάλης. Μετά από μια ανασκόπηση στο εμβληματικό κίνημα ενάντια στη βία, με τα συνταρακτικά φιλμάκια των θρυλικών «freedom riders», που κάθονταν στα λεωφορεία και στα μπαρ μαθημένοι να αντέχουν το ξύλο και τους εξευτελισμούς των λευκών, αλλά και τις εικόνες καταστολής με αγριεμένα σκυλιά, σχολιάζεται η απατηλή υιοθέτηση του περίφημου συνθήματος «we shall overcame», για λόγους εξευμενισμού, από τον γερουσιαστή Λίντον Τζόνσον, που το 1964 εξήγγειλε το τέλος των φυλετικών διακρίσεων. Το ντοκιμαντέρ κλείνει με τους βετεράνους αγωνιστές, που αναφέρονται στο χαμένο νόημα της ιστορίας, να πασχίζουν να επικοινωνήσουν με τους νέους στα σχολεία, μαθαίνοντάς τους να διεκδικούν τις αρχές της απελευθέρωσης και ίσα δικαιώματα για όλους.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]

INFO

Λόγω εθνικού πένθους, το Διεθνές Διαγωνιστικό μεγάλου μήκους ταινιών του 1ου Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου της Αθήνας, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, μετατίθεται από Πέμπτη 9/3 ως Κυριακή 12/3/2023. Περισσότερα στο www.kinoathens.org/iffa

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!