Η κλιμάκωση των συγκρούσεων ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και τους αντάρτες του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) φαίνεται πως αρχίζει να αποκτά πτυχές εθνοτικής σύγκρουσης με τις ταραχές που ξέσπασαν σε βορειοδυτικές και νότιες επαρχίες (Radikal, 28/7).

 

Αναταραχή σημειώθηκε σε δύο τουρκικές πόλεις, με συγκρούσεις στους δρόμους (25/7), στην επαρχία της Προύσας και στη νότια επαρχία Χατάι (26-27/7), στην τελευταία  ύστερα από επίθεση ανταρτών, όπως εικάζεται, και το θάνατο 4 αστυνομικών. Όταν, αργότερα, η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά ενός αυτοκινήτου που λανθασμένα θεωρήθηκε ύποπτο, μια ομάδα 500 ανθρώπων (εθνικιστών Τούρκων, σύμφωνα με τα δελτία ειδήσεων) συγκεντρώθηκε έξω από το αστυνομικό τμήμα ζητώντας να τους παραδοθούν οι «ύποπτοι».
Στη συνέχεια, η ομάδα των συγκεντρωμένων επιτέθηκε στα γραφεία του φιλοκουρδικού Κόμματος Ειρήνη και Δημοκρατία τα οποία πυρπόλησε, όπως και πολλά καταστήματα Κούρδων πολιτών. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι την Τρίτη (27/7) το απόγευμα και οι αντιμαχόμενες ομάδες διαλύθηκαν με επέμβαση της αστυνομίας. Στην πόλη Inegöl, της Προύσας,  σημειώθηκαν διαπληκτισμοί μέσα σε καφενείο, η σύγκρουση γενικεύτηκε και υπήρξαν σοβαροί τραυματισμοί. Έξι Κούρδοι πολίτες συνελήφθησαν. Όταν 200 άνθρωποι κατέκλυσαν το αστυνομικό τμήμα και ζήτησαν να τους παραδοθούν οι κρατούμενοι, η αστυνομία απάντησε με πυροβολισμούς στον αέρα, δεχόμενη βροχή από πέτρες. Ο κυβερνήτης της Προύσας και ο δήμαρχος της πόλης απέδωσαν τα επεισόδια σε προβοκάτσια στην οποία μπλέχτηκαν ομάδες υπό την επήρεια αλκοόλ και ομάδες που είχαν οικονομικές διαφορές. Ο εκπρόσωπος του φιλο-κουρδικού Κόμματος Ειρήνη και Δημοκρατία δήλωσε  πως «ορισμένες ομάδες, μεταξύ των οποίων εθνικιστές, εκμεταλλεύονται το κουρδικό ζήτημα εν όψει του δημοψηφίσματος για τις συνταγματικές τροπολογίες και των εκλογών του επόμενου χρόνου»  ( Hurriyet Daily News, 28/7).

 

Κρίσιμο σημείο
Το τελευταίο διάστημα πολλοί επισημαίνουν το αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει το «κουρδικό άνοιγμα» της κυβέρνησης του Ερντογάν, παρ’ όλο που η ατμόσφαιρα στους πολιτικούς κύκλους (με εξαίρεση το Εθνικιστικό Κόμμα) φαίνεται να ευνοεί μια «μη στρατιωτική» λύση.
Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του Κ. Κιλιτσάρογλου, προέδρου του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (ΡΛΚ) (συνέντευξη στη Hurriyet), που θεωρεί ότι η «τρομοκρατία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με στρατιωτικά μέτρα ή μέτρα ασφαλείας» και δεν αποκλείει συνομιλίες με το ΡΚΚ, υπό την προϋπόθεση ότι «θα καταθέσει τα όπλα». Ακόμη ενδεικτικότερη είναι η ανακοίνωση της οργάνωσης του ΡΛΚ στο Ντιγιαρμπακίρ, η οποία ζητά «αμνηστία» για τα μέλη του ΡΚΚ  -θέση που δεν υιοθετήθηκε από την κεντρική εκτελεστική επιτροπή- αλλά και πληθώρα άρθρων σε μεγάλες εφημερίδες.
650 οργανώσεις από την ανατολική και νοτιοανατολική Τουρκία εξέδωσαν στις αρχές Ιουλίου τη «Δήλωση του Ντιγιαρμπακίρ» με την οποία καλούν τον τουρκικό στρατό να σταματήσει τις επιχειρήσεις και το ΡΚΚ τις ένοπλες δράσεις του, ενώ αντιτίθεται στη συγκρότηση επαγγελματικών μονάδων, που ανήγγειλε η κυβέρνηση, για την καταπολέμηση των ανταρτών. Αντίστοιχη δήλωση έκαναν καλλιτέχνες, διανοούμενοι και συνδικαλιστές στην Κωνσταντινούπολη. Και οι δύο δηλώσεις ζητούν την «απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων», γενική αμνηστία και να σταματήσει η πίεση προς τους εκλεγμένους Κούρδους πολιτικούς.
Ωστόσο, από πολλές πλευρές σημειώνεται ότι αυτές οι κινήσεις περιορίζονται σε μικρές ομάδες και δεν έχουν αγγίξει την τουρκική πλειοψηφία.

 

Επιστροφή στο σημείο μηδέν;
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που τίθεται είναι «Πώς έφτασαν πάλι τα πράγματα στο σημείο μηδέν;» μετά την πολλά υποσχόμενη «δημοκρατική πρωτοβουλία» του κυβερνώντος κόμματος, πριν από ένα χρόνο, για το Κουρδικό. Ασφαλώς η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην περίπλοκη εσωτερική κατάσταση, στη σύγκρουση μεταξύ κυβέρνησης και στρατιωτικού κατεστημένου, στη διαμάχη για τις συνταγματικές τροπολογίες αλλά και στις συνέπειες που έχει ο τριακονταετής πόλεμος στις κουρδικές περιοχές, με τα 42.000 θύματα και των δυο πλευρών.
Ο Μ. Ακιόλ, φιλοκυβερνητικός δημοσιογράφος, υποστηρίζει ότι η «πρωτοβουλία» δεν προχώρησε τόσο πολύ ώστε να κερδίσει την κουρδική κοινή γνώμη, αλλά προχώρησε πάρα πολύ ώστε να εξοργίσει την τουρκική κοινή γνώμη (Hurriyet Daily News, 20/7), ιδίως ως προς το σκέλος της επιστροφής των μαχητών του ΡΚΚ που φάνηκε ως νίκη των Κούρδων ανταρτών, γεγονός που έπληξε την κυβερνητική εικόνα. Έτσι, η επανάληψη των επιθέσεων του ΡΚΚ, που πιθανώς αξιοποίησε την εύθραυστη πολιτική κατάσταση του τελευταίου χρόνου αλλά και το κλίμα που δημιούργησαν σε ορισμένα κέντρα εξουσίας οι εξωτερικές πρωτοβουλίες της Τουρκίας (π.χ. για τα πυρηνικά του Ιράν και τη σύγκρουση με το Ισραήλ), αντιμετωπίστηκε εξαιρετικά βίαια από την κυβέρνηση Ερντογάν, η οποία διέλυσε την ένωση των κουρδικών κοινοτήτων, συνέλαβε εκλεγμένους δημάρχους και γενικώς επέστρεψε σε μεθόδους της δεκαετίας 1990.
Παρ’ όλα αυτά, πυκνώνουν οι φωνές που υποστηρίζουν, υπό διάφορες προϋποθέσεις, ότι με το ΡΚΚ πρέπει να γίνουν «διαπραγματεύσεις και όχι πόλεμος». Οι συγκρούσεις της περασμένης εβδομάδας και ό,τι προοιωνίζονται καθιστούν, ίσως, πιο έντονη αυτή την ανάγκη.
Α.Α.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!