Συνέντευξη στον Μιχάλη Σιάχο. Μια από τις βασικές συνιστώσες όλης της περιόδου της μεταπολίτευσης (αλλά και προϋπόθεση για να αναλάβει ο Καραμανλής την πρωθυπουργία στην Ελλάδα το 1974) θεωρεί την εγκατάλειψη της Κύπρου ο Θέμος Στοφορόπουλος.

Συνταξιούχος πρεσβευτής σήμερα ο κ. Στοφορόπουλος διετέλεσε Πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο κατά την περίοδο 1986-1988. Είναι συνεπώς σε θέση να γνωρίζει πολύ καλά τα ζητήματα που άπτονται του Κυπριακού, όχι μόνο στην ιστορική του διάσταση, αλλά και ως στοιχεία μιας πορείας που φτάνει μέχρι σήμερα. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Δρόμο, σημειώνει «την όλο και μεγαλύτερη αποδυνάμωση των δύο αυτών κρατικών οντοτήτων (σ.σ. Ελλάδας και Κύπρου) μέχρι κατάλυσης όχι μόνον της πολιτικής τους κυριαρχίας, αλλά πλέον και της νομικής».

Από την Κύπρο ήρθε ένα ακόμη μεγάλο «όχι» μετά από εκείνο που απέρριψε το Σχέδιο Ανάν. Σε παλαιότερη τοποθέτησή σας είχατε πει ότι η Κύπρος εξακολουθεί να βρίσκεται μεταξύ της Σκύλλας -κάποιας παραλλαγής του Σχεδίου Ανάν (κάθε τέτοια παραλλαγή δεν μπορεί παρά να είναι ολέθρια)- και της Χάρυβδης -της διχοτόμησης. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις η Σκύλλα και η Χάρυβδη πλαισιώνονται και από Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες;
Και τα δύο «όχι» ειπώθηκαν γιατί ο λαός πίεζε τις αστικές ιθύνουσες τάξεις. Γι’ αυτό οι πολιτικοί ηγέτες, εκφραστές των αρχουσών τάξεων, επανήλθαν αμέσως στη γραμμή της συμμόρφωσης προς τις επιταγές του Ιμπεριαλισμού.
Η διαφορά είναι ότι ο Αναστασιάδης δεν έσωσε την Κύπρο από το Μνημόνιο, ενώ ο Τάσσος Παπαδόπουλος, με τη βοήθεια, κυρίως, του ΚΚΕ, γλίτωσε την Κύπρο από το Σχέδιο Χάνυ («Ανάν»), πράξη θάρρους που ασφαλώς η Ιστορία θα του πιστώσει. Είναι όμως (και) ο Τάσσος που συνέβαλε στο να φθάσει η Κύπρος μέχρι το Σχέδιο, ενώ στη συνέχεια δεν την απομάκρυνε από την προοπτική ενός παρόμοιου.
Η απόρριψη του Σχεδίου «Ανάν» από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων Κυπρίων (αλλά και από τους περισσότερους Κύπριους γενικά, ακόμα πιο πολλούς αν, όπως πρέπει, εξαιρεθούν οι έποικοι) αποτελούσε θαυμάσια ευκαιρία για να επανατοποθετηθεί το Κυπριακό στην πραγματική του βάση, ως ζήτημα εισβολής, κατοχής, εθνοκάθαρσης και εποικισμού, για να αρχίσει μακρόπνοος διπλωματικός αγώνας απελευθέρωσης της Κύπρου από τον «Αττίλα», από την παράνομη δημογραφική αλλοίωση (με εξαιρέσεις για ανθρωπιστικούς λόγους), από τις βάσεις και τα άλλα, όχι λιγότερο σημαντικά, στρατιωτικής φύσης δικαιώματα της Βρετανίας, αλλά και από τα επεμβατικά «δικαιώματα» (τις «εγγυήσεις») Τουρκίας και Βρετανίας (με τα ελλαδικά ως άλλοθι αυτών), καθώς και από τα «δικαιώματα» μη κυπριακής στρατιωτικής παρουσίας στο νησί (ΤΟΥΡΔΥΚ, με την ΕΛΔΥΚ πάλι ως άλλοθι). Οι δυσκολίες μιας τέτοιας προσπάθειας είναι φανερές. Θα εντασσόταν, όμως, σε έναν γενικότερο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα Ελλάδας και Κύπρου (θα γινόταν προσπάθεια να μετάσχουν και οι Τουρκοκύπριοι) που θα άνοιγε το μέλλον. Προϋπόθεση, βέβαια, η ύπαρξη λαϊκών δυνάμεων στην εξουσία, σε Λευκωσία και Αθήνα, ιδεωδώς και στην Άγκυρα.
Όπως τώρα έχουν τα πράγματα, όντως η Κύπρος βρίσκεται ανάμεσα σε γκρεμό και ρέμα.
Ο Δημήτρης Χριστόφιας ξεκίνησε με την πολύ σωστή θέση ότι το Κυπριακό πρέπει να λυθεί από τους Κύπριους και για τους Κύπριους. Στήριξε τις ελπίδες του στον Ταλάτ, αλλ’ αυτός είχε την τιμιότητα και το θάρρος να δηλώσει δημόσια: «δεν μπορώ να κάνω παρά αυτό που μου λέει η Άγκυρα». Επιπλέον, πώς μπορούσε να υπάρξει «κυπριακής ιδιοκτησίας διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού», όταν οι «διακοινοτικές» συνομιλίες γίνονται στο πλαίσιο «καλών υπηρεσιών» του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, με τη «βοήθεια» ειδικού απεσταλμένου του, σύμφωνα με παραμέτρους που ορίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας; Κατά την παρούσα «εποχή» του Ιμπεριαλισμού, αυτός ελέγχει τον ΟΗΕ, τους άλλους διεθνείς οργανισμούς, όλα τα διεθνή όργανα, των διεθνών δικαστηρίων περιλαμβανομένων – και αυτό να μην το ξεχνάμε.
Χωρίς την επανατοποθέτηση του Κυπριακού, με την κατοχή, την προσφυγιά και τον εποικισμό να συνεχίζονται, με τους Τουρκοκύπριους έρμαια της Τουρκίας και με την πλειοψηφία στα κατεχόμενα να είναι έποικοι, με τον ΟΗΕ υποχείριο των ιμπεριαλιστών (κυρίως των Αγγλοαμερικάνων σε αυτό το ζήτημα), οποιαδήποτε «συμφωνία των δύο κοινοτήτων» δεν μπορεί παρά να είναι συμφωνία Άγκυρας – Λονδίνου – Ουάσινγκτον και να υπηρετεί τους σκοπούς του Ιμπεριαλισμού και του τουρκικού επεκτατισμού, που είναι αντίθετοι με τα συμφέροντα των λαών. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί παρά να έχει τα χαρακτηριστικά του Σχεδίου «Ανάν».
Πόσο μάλλον που οι «διακοινοτικές» (οι οποίες από μόνες τους αποενοχοποιούν την Τουρκία) στηρίζονται σε δύο βάσεις. Πρώτον, στην κατ’ αρχήν παραδοχή ότι θα εγκαθιδρυθεί στην Κύπρο μια «διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία», ένα πολιτειακό σχήμα που, από τη φύση του (δηλαδή για λόγους τεχνικούς και ανεξάρτητα από την όποια βούληση των μερών) θα παγίωνε, αναγκαστικά την εθνοκάθαρση (την οποία και θα νομιμοποιούσε). Θα διαιώνιζε δε, υποχρεωτικά, την εξάρτηση εποίκων και Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία, που θα ήταν σε αυτούς απαραίτητη για να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τη μεγάλη αδικία εις βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού. Μέσω της συμμετοχής των ελεγχόμενων εποίκων και Τουρκοκυπρίων στα κεντρικά όργανα της ομοσπονδίας, η Άγκυρα θα ασκούσε επικυριαρχία σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία. Η οποία, πάλι κατ’ ανάγκην, θα ήταν άκρως δυσλειτουργική, παρέχοντας , και από αυτή την άποψη, τη δυνατότητα στους Τούρκους επεκτατιστές να ηγεμονεύουν.
Η δεύτερη βάση των «διακοινοτικών» είναι η υπόθεση εργασίας ότι όλα τα νεοαποικιακά στοιχεία των συνθηκών Ζυρίχης – Λονδίνου (βάσεις, «εγγυήσεις», ΤΟΥΡΔΥΚ-ΕΛΔΥΚ) θα επανανομιμοποιηθούν και θα προσαρμοσθούν στις δομές της «διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας», που αντανακλούν όσα προξένησε ο «Αττίλας».
Από την άλλη μεριά, η διχοτόμηση, η διεθνής αναγνώριση δύο κρατών στην Κύπρο, όχι μόνον δεν συνιστά το μη χείρον αλλά, υπό τις κρατούσες συνθήκες δεν είναι καν εφικτή.
Αν δεν αναγκασθούν από απρόβλεπτους παράγοντες, γιατί θα δεχθούν τη διχοτόμηση οι άρχουσες τάξεις Τουρκίας και Βρετανίας και, συνεπώς, την κατάργηση των δικαιωμάτων που ισχυρίζονται ότι έχουν βάσει των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου;
Αλλά και αν αυτό συνέβαινε, πώς θα ήτανε το βόρειο, τουρκικό, κράτος να είναι στην πράξη, μέρος της Τουρκίας και, άρα, μόνιμη απειλή για το νότιο, το ελληνικό; Και πώς θα αποκλειόταν ότι θα διάλεγε η Τουρκία μια κατάλληλη στιγμή για να καταλάβει (και) το νότιο κράτος, αφού θα είχε σκηνοθετήσει μια προβοκάτσια, όπως το συνηθίζει;
Αυτά για τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Όσο για την οικονομική κρίση στην Κύπρο, αυτή οφείλεται, όπως και εκείνη στην Ελλάδα, στους ξένους Κύκλωπες και στους ντόπιους Λαιστρυγόνες που ο Ελληνισμός κουβανεί.

Με βάση την απόφαση του Eurogroup, η οποία είναι μνημείο σκληρής αντιμετώπισης της Κύπρου από την πλευρά της Ε.Ε., σε ποια κατεύθυνση εκτιμάτε ότι σπρώχνουν τα πράγματα οι Βρυξέλλες και δη το Βερολίνο;
Η Κύπρος πληρώνει σήμερα το λάθος δύο στρατηγικών επιλογών. Η μια ήταν η συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η άλλη η ανάληψη ενός ιδιαίτερα παρασιτικού οικονομικού ρόλου.
Δεν έπρεπε η Κύπρος να έχει μπει στην Ε.Ε. Ήταν μεγάλο λάθος η εισδοχή της έναντι αναγνώρισης της Τουρκίας ως υποψήφιας για ένταξη χώρας, αντί προβολής ελλαδικού βέτο στην τουρκική υποψηφιότητα, με αίτημα να φύγει ο «Αττίλας» και να ανακληθεί το casus belli.
Από πολιτική άποψη, η Κύπρος έγινε μέλος μιας «λέσχης» όπου κυριαρχούν συμφέροντα αντίθετα με τα δικά της, όπως φάνηκε καθαρά και με τη συμμετοχή της Ε.Ε. στις προσπάθειες να επιβληθεί το Σχέδιο «Ανάν». (Ποιος δεν θυμάται τον κ. Φερχόιγκεν;) αλλά και με όσα ακολούθησαν. Η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι η πραγματική πολιτική βούληση των Κοινοτικών και γι’ αυτό τα εμπόδια που η Κύπρος έχει θέσει στην τουρκική προενταξιακή διαδικασία δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα.
Καθ’ όσον αφορά την ασφάλεια την οποία μας έλεγαν πως θα παρείχε η Ε.Ε. στην Κύπρο, ξέρουμε πως αυτή δεν μπορεί να είναι στρατιωτική, ενώ καλύτερα να μην μιλάμε για οικονομική ασφάλεια, ύστερα από όσα έγιναν τις τελευταίες μέρες.
Πόσο δίκιο είχαν το ΑΚΕΛ και η ΕΔΕΚ, τότε που δεν ήθελαν την Κύπρο στην Ε.Ε.!
Από τότε που μετέχει σε αυτή και στην Ευρωζώνη, η Κύπρος έχει κατηγορηθεί για ξέπλυμα χρήματος, υπεράκτιες εταιρίες φοροδιαφυγής και ένα δίκτυο δικηγορικών και άλλων γραφείων που διευκολύνουν τέτοιες δραστηριότητες.
Σχετικά με την παρούσα κρίση, ο Δημήτρης Καζάκης σημειώνει ότι τραπεζίτες, Κύπριοι και μη, κατασπατάλησαν την αυξημένη ρευστότητα που αντλούσαν από το ευρωσύστημα, σε τοποθετήσεις σε ελλαδικά και άλλα ομόλογα, ποντάροντας στη χρεοκοπία της Ελλάδας. Όταν ήρθε το ελλαδικό PSI, αποζημιώθηκαν με 7 δισ. ευρώ για ζημιά 5 δισ., κερδίζοντας και τουλάχιστον άλλα 5 δισ. με τη μεταφορά κεφαλαίων από την Ελλάδα στην Κύπρο. Σήμερα, αναφέρει ο ίδιος έγκριτος αναλυτής, οι καταθέσεις αυτών των τραπεζών υπάρχουν μόνον σε κομματικά ταμεία, λογαριασμούς παράκτιων εταιριών ανά τον κόσμο, σε ομόλογα και παράγωγα του εξωτερικού και σε άλλες σκιώδεις τραπεζικές επενδύσεις κρυμμένες σε διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Τo Eurogroup ήξερε τις συνέπειες της απόφασής του αλλά η Γερμανία ήλπιζε να ωφεληθούν οι τράπεζές της. Αυτή είναι η φύση του όλου ευρωπαϊκού κατασκευάσματος. Δεν πρόκειται για ασφαλή συμμαχία, γιατί τα μέλη δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ίσα. Ούτε πρόκειται για οιονεί, έστω, ομοσπονδία, με θεσμοποιημένη κάπως αλληλεγγύη. Όπως έγραφε το 1987, με τόση οξυδέρκεια, ο Κύπριος καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος: «δεν υπάρχει ευρωπαϊκό συμφέρον, παρά μόνον εθνικά συμφέροντα». Ποιος τον άκουγε;
Η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη είναι ιμπεριαλιστικά μορφώματα, με κύριο γνώρισμα τους ανταγωνισμούς, μεταξύ των μελών τους και μεταξύ του καθενός από τα μέλη αυτά και εξωτερικών δυνάμεων. Χωρίς να αποκλείονται και οι συλλογικές ευρωπαϊκές δράσεις, πολύ συχνά για να πραγματοποιηθούν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Το αληθινό πρόσωπο της Ευρώπης ασφαλώς γνώριζαν ο Καραμανλής και οι συνεργάτες του όταν, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, έθεταν ως κύριο εθνικό στόχο την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Ήξεραν ότι τη φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής ενοποίησης σφράγισε το γεγονός πως αυτή είχε ξεκινήσει κυρίως ως αποτέλεσμα επιθυμίας της Γαλλίας να εκμεταλλευθεί τα κοιτάσματα άνθρακα στη γερμανική περιοχή του Ρουρ.
Όπως όμως οι ευρωπαϊκές αστικές κυβερνήσεις κορόιδευαν τους λαούς τους κρύβοντας τις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και υποσχόμενες οριστική εναρμόνιση συμφερόντων σαν αποτέλεσμα οικονομικής συνεργασίας (σύμφωνα και με τη λεγόμενη Λειτουργιστική Θεωρία, που έχει επανειλημμένα διαψευσθεί), έτσι και οι δικοί μας παρουσίαζαν την ΕΟΚ σαν μέσο οριστικής λύσης όλων των προβλημάτων μας και μάλιστα της αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού, που πρόσφατα είχε πλήξει την Κύπρο και είχε αρχίσει να απειλεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο.
«Ελλάς – Γαλλία, συμμαχία» φώναζαν εξαπατημένοι οι Αθηναίοι στους δρόμους. Η Γαλλία ήταν τότε η πολιτικά ισχυρότερη χώρα της ΕΟΚ και ο Καραμανλής είχε επιστρέψει με το αεροσκάφος του Γάλλου Προέδρου.
Οι ιθύνοντες έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν την αντίφαση μεταξύ μιας ελληνογαλλικής «συμμαχίας» και της ανισοσθένειας μεταξύ των δύο «συμμάχων». (Όπως διδάσκει ο Θουκυδίδης, «ο αμοιβαίος φόβος είναι η μόνη ασφαλής βάση μιας συμμαχίας γιατί, αν θέλει κανείς να την παραβιάσει, τον συγκρατεί η σκέψη ότι δεν είναι αρκετά ισχυρός ώστε να επιβληθεί». Ιστορίας, Γ,11).
Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη της Ελλάδας έβλεπε την ΕΟΚ σαν το φυσικό της σπίτι, αφού ταύτιζε τα συμφέροντά της με εκείνα των αντίστοιχων τάξεων στις ευρωπαϊκές χώρες. (Είναι ενδιαφέρον, ότι και στο ψευδοσύνταγμα του Παπαδόπουλου προβλεπόταν μελλοντική ένταξη στην ΕΟΚ).
Οι Ελλαδίτες αστοί ποτέ δεν πίστεψαν όσα έλεγαν περί ισότιμης συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ήσαν (και είναι) ευχαριστημένοι να βρίσκονται στη βάση της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.
Αναμενόμενο, λοιπόν, ότι οι αστικές πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας πρωτοστάτησαν στην ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., σε σύμπνοια και συνεργασία με τις κυπριακές.
Δεν εκπλήσσει, εξάλλου, ότι όσοι εγκατέλειψαν τις αντιιμπεριαλιστικές τους θέσεις έχουν καταφύγει στο παραμύθι της βελτιώσιμης Ε.Ε., παραβλέποντας την ιστορία της και το λόγο ύπαρξής της.

Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε να αρθρώσει ένα λόγο υποστήριξης της Κύπρου καθόλη τη διάρκεια των κρίσιμων προηγούμενων ημερών. Θεωρείτε ότι αυτή η στάση εκτός από απόλυτη εναρμόνιση με τις εντολές του Βερολίνου αποτελεί και έναν τρόπο έμμεσου παραδειγματισμού του ελληνικού λαού, στον οποίο σχεδόν λέγεται: «είδατε τι έπαθαν οι Κύπριοι που τόλμησαν να αμφισβητήσουν το μονόδρομο»;
Η εγκατάλειψη της Κύπρου από την Ελλάδα ήταν μια από τις βασικές συνιστώσες της μεταπολίτευσης και, προφανώς, προϋπόθεση για την ανάληψη της εξουσίας από τον Καραμανλή, όπως ήταν και για την πρώτη πρωθυπουργοποίησή του, όταν διαδέχθηκε τον Παπάγο και ο Τομ Πάπας διαβεβαίωνε τους Αμερικάνους πως ο Καραμανλής θα ήταν πιο λογικός στο Κυπριακό.
Έτυχε να δω από κοντά αυτή την εγκατάλειψη, κατά την πρώτη και προσδιοριστική της φάση. Το φθινόπωρο του 1974 συνόδευσα τον υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Μπίτσιο στη Νέα Υόρκη. Εκεί βρισκόταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος που δεν είχε ακόμα επιστρέψει στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα. Ο Κίσινγκερ του ζητούσε να δεχθεί τις απαιτήσεις της Τουρκίας για άμεση «επανέναρξη» διακοινοτικών συνομιλιών με αντικείμενο «τη λύση όλων των επιμέρους θεμάτων του Κυπριακού, στη βάση γεωγραφικής ομοσπονδίας». Μιλώντας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 2 Οκτωβρίου, ο Μακάριος απάντησε ως εξής: «Δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν ελεύθεραι διαπραγματεύσεις διά μίαν λογικήν λύσιν του προβλήματος, εφ’ όσον κυπριακόν έδαφος εξακολουθεί να ευρίσκεται υπό ξένην στρατιωτικήν κατοχήν και το 1/3 του πληθυσμού είναι ακόμη πρόσφυγες, εκδιωχθέντες βιαίως από τας εστίας των και την γην των (…). Ουδέν επιχείρημα δύναται να δικαιολογήσει την απαίτησιν της Τουρκίας διά γεωγραφικήν ομοσπονδίαν (…). Αναφέρεται ότι η κατεχόμενη περιοχή του 40% θα ηδύνατο να μειωθεί εις ολιγώτερον του 30%. Δεν νομίζω ότι πρέπει να εκφράσω ευγνωμοσύνην (…). Υπό οιασδήποτε περιστάσεις δεν θα διαπραγματευθώμεν προς νομιμοποίησιν των παραβιάσεων των βασικοτέρων αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Σχέσεων».
Όμως ο Κίσινγκερ συνέχισε να πιέζει τον Μακάριο, απειλώντας τον ότι, αν δεν ενέδιδε στις αξιώσεις της Τουρκίας, τα στρατεύματά της θα συνέχιζαν να προελαύνουν. Τα ίδια, αν και πιο συγκαλυμμένα, είπε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών κατά τη συνάντησή του με τον Μπίτσιο, στην οποία ήμουν από ελληνικής πλευράς ο μόνος άλλος παρών, για να κρατώ σημειώσεις. Η Ελλάδα δεν στήριξε την αρχική θέση του Μακαρίου για τις προϋποθέσεις διαπραγμάτευσης και ο Αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε να τις εγκαταλείψει. Επιστρέφοντας στην Κύπρο, σταμάτησε στην Αθήνα για να συνεννοηθεί με τον Καραμανλή. Έτυχε να παρευρίσκομαι στις συσκέψεις που έγιναν τότε, κατά τις οποίες ο Καραμανλής πειθανάγκασε τον Μακάριο να δεχθεί και την αρχή της γεωγραφικής ομοσπονδίας.
Από τότε μέχρι και σήμερα η εγκατάλειψη της Κύπρου συνεχίζεται. Δεν είναι συγκυριακή, όσο και αν είναι σωστό πως χρησιμοποιήθηκε σαν παράδειγμα προς αποφυγή η αρχική απόρριψη των απαιτήσεων της Ε.Ε. από την κυπριακή Βουλή.

Τις προηγούμενες μέρες φάνηκε σαν να εξελισσόταν ένας γερμανο-ρωσικός πόλεμος σε κυπριακό έδαφος. Μάλιστα, κάποιοι κάνουν λόγο για «ενεργειακή Γιάλτα». Η δική σας εκτίμηση ποια είναι;
Άραγε, υπάρχει άμεση αιτιώδης σχέση μεταξύ κυπριακής οικονομικής κρίσης και κυπριακών πηγών ενέργειας; Αν οι πληροφορίες που διαθέτω είναι σωστές, τόσο η Ρωσία όσο και η Γερμανία απέρριψαν απόπειρες της κυπριακής κυβέρνησης να τις δελεάσει με τους υδρογονάνθρακες. Και οι δύο όμως αυτές δυνάμεις δεν μπορεί παρά να συνυπολόγισαν πως μια πιο αδύναμη Κύπρος θα είναι λιγότερο σε θέση να διαχειρίζεται φυσικούς της πόρους.

Η πρόσφατη επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου στο Ισραήλ «έφερε μαζί της» τη συγγνώμη Νετανιάχου προς τον Ερντογάν για την υπόθεση του Μαβί Μαρμαρά. Με δεδομένη τη μέχρι πρότινος αντίθεση Τουρκίας-Ισραήλ και την αποκαλούμενη στρατηγική συμμαχία που επεδίωξε με το Ισραήλ η Κύπρος, θεωρείτε ότι τροποποιούνται εκ νέου οι ισορροπίες στο τρίγωνο Τουρκία – Κύπρος – Ισραήλ και ποιος είναι ο ρόλος των ΗΠΑ;
Συμφέρον του Ισραήλ είναι να παίρνει όσα μπορεί περισσότερα από την Ελλάδα και την Κύπρο, όπως και από την Τουρκία. Και η Τουρκία συμφέρον έχει να μεγιστοποιεί τα οφέλη της από την ισλαμική της πολιτική, όπως και από τις ανταλλαγές της με το εβραϊκό κράτος.
Η συγγνώμη του Ισραήλ και η αποκατάσταση κανονικών ισραηλοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων εντάσσονται στο πλαίσιο αυτό. Τις κατέστησε δυνατές η παρέμβαση των ΗΠΑ που συμφέρον έχουν να υπάρχει όσο γίνεται ομαλότερη συνεργασία μεταξύ των συμμάχων τους.

Στην Ελλάδα, εκτός από μνημόνια, έχουμε –όπως υποστηρίζεται- και… υδρογονάνθρακες, αλλά έχουμε και γείτονα, βλέπε Τουρκία, που εξακολουθεί να αμφισβητεί ευθέως τα κυριαρχικά μας δικαιώματα; Μήπως η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική; Μήπως τα εθνικά ζητήματα πλέον θα έρχονται όλο και πιο πολύ, όλο και πιο επιτακτικά στο προσκήνιο;
Έναντι των τουρκικών αμφισβητήσεων η ελλαδική αστική τάξη έχει συμπεριφερθεί όπως και στο ζήτημα της Κύπρου, όπως και στην οικονομία και στα άλλα εθνικά ζητήματα. Λέγεται ότι υπάρχουν, στη δυτική Ελλάδα, υδρογονάνθρακες που καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να διεκδικήσει. Πώς όμως μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στην πολιτική ηγεσία μας;

Πώς θα έπρεπε να είναι σήμερα μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και στρατηγική για τη χώρα μας;
Κάτω από τις συνθήκες που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε, ανεξάρτητη ελληνική πολιτική, εξωτερική ή εσωτερική (τεχνητή η διάκριση) δεν μπορεί να υπάρξει, όπως και δεν υπήρξε (παρά τις πομφόλυγες του Ανδρέα Παπανδρέου: «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες»).

Η Αριστερά στην Ελλάδα αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα των τεκτονικών αλλαγών στην ευρύτερη περιοχή; Βλέπει τη μεγάλη εικόνα ή είναι εγκλωβισμένη σε επιμέρους πτυχές ή ακόμα και σε λάθος παραδοχές;
Δεν είμαι εγώ που θα κρίνω την Αριστερά ή την «Αριστερά», αλλά όσα είπαμε, για τα οποία σας ευχαριστώ πολύ, νομίζω πως απαντούν στο ερώτημά σας.

Κατάλυση ακόμη και της νομικής κυριαρχίας αντιμετωπίζουν Ελλάδα και Κύπρος
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχουν συμβεί στην Ελλάδα και όσα συμβαίνουν στην Κύπρο αυτές τις μέρες, συμφωνείτε με την εκτίμηση –που ακούγεται όλο και περισσότερο- ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας απόπειρας κατάλυσης κρατικών οντοτήτων και αποικιοποίησης χωρών;
Κάθε ανάλυση τρεχουσών εξελίξεων, για να μην είναι αποσπασματική ή και ανειλικρινής, πρέπει να στηρίζεται σε σαφή και ομολογημένη αντίληψη για τη διεθνή κατάσταση. Οφείλω λοιπόν, να διευκρινίσω, ευθύς εξαρχής, πως προσλαμβάνω τη σημερινή διεθνή κατάσταση ως μια «εποχή» του ιμπεριαλισμού, όπως ατελώς τον περιέγραψαν αστοί διανοούμενοι, από τον Χόμπσον μέχρι τους Ρεαλιστές του πανεπιστημιακού κλάδου των Διεθνών Σχέσεων, και όπως πλήρως τον ανέλυσε ο Λένιν. Δηλαδή, από οικονομική άποψη, ως την «εποχή» του χρηματιστικού κεφαλαίου που, πολιτικά, «τείνει προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία». Ο οικονομικός Ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται από ανταγωνισμούς μεταξύ γιγαντιαίων χρηματιστικών ομίλων (και μεταξύ των μεγάλων χωρών που συμπράττουν με αυτούς) για αγορές, πρώτες ύλες, πηγές ενέργειας, οδούς και αγωγούς μεταφοράς. Ο πολιτικός Ιμπεριαλισμός, μέσο του οικονομικού, καθορίζεται από ανταγωνισμούς για «σφαίρες επιρροής». Τον Ιμπεριαλισμό τον συνάντησα όχι μόνο στα βιβλία, αλλά, κυρίως, στην πράξη, από τις συνεδριάσεις στον ΟΗΕ και στο ΝΑΤΟ μέχρι τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς της Βηρυτού.
Στην εξουσία των κρατικών οντοτήτων βρίσκονται τώρα αστικές τάξεις που συμπεριφέρονται πιστεύοντας ότι τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με εκείνα του χρηματιστικού κεφαλαίου και χρησιμοποιούν αναλόγως την εθνική ισχύ, όταν δεν αδιαφορούν γι’ αυτήν λόγω παγκοσμιοποίησης. Αδιαφορία, που χαρακτηρίζει ειδικά τους λίγους, αλλά πάμπλουτους και πανίσχυρους, Ελλαδίτες και Κύπριους μεγαλοκεφαλαιούχους.
Αυτά, σε συνδυασμό με τη μειούμενη ισχύ Ελλάδας και Κύπρου και με τη συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, νομίζω πως εξηγούν την όλο και μεγαλύτερη αποδυνάμωση των δύο αυτών κρατικών οντοτήτων μέχρι κατάλυσης όχι μόνον της πολιτικής τους κυριαρχίας, αλλά πλέον και της νομικής: την αποικιοποίησή τους, όπως επισημαίνετε.

Ο Ιμπεριαλισμός χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα την τρομοκρατία που δημιουργεί
Επίσης, η Ρωσία «έτρεξε» να υποστηρίξει τον Ερντογάν, ο οποίος είπε ότι τα κοιτάσματα στην ΑΟΖ της Κύπρου δεν ανήκουν μόνο στους Ελληνοκύπριους. Αυτή η στάση της Ρωσίας είναι συγκυριακή ή μπορούμε να μιλάμε για αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας, με δεδομένη την εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή και την υποχώρηση «παραδοσιακών παικτών»;
Η Μόσχα δεν έκρυψε την ενόχλησή της για τον τρόπο που χειρίσθηκε την κρίση ο Αναστασιάδης, ο οποίος, επιπλέον δεν πρέπει να της είναι συμπαθής, αφού έσπευσε να προσεγγίσει το ΝΑΤΟ αμέσως μετά την εκλογή του. Φαίνεται πάντως απίθανο να διαρρήξει οριστικά η Μόσχα τις μακρόχρονες στενές της σχέσεις με τη Λευκωσία. Καίτοι, όπως και οι άλλοι διεθνείς παράγοντες, η Ρωσία θεωρεί όλο και πιο σημαντική την Τουρκία, οι συνιστώσες ισχύος της οποίας διαρκώς αναβαθμίζονται, προβλέπεται δε ότι αυτό θα συνεχισθεί. Η Ελλάδα είχε στο παρελθόν την ευκαιρία να αποκτήσει δικό της ρόλο στη Μέση Ανατολή, υπέρ των αγωνιζόμενων λαών, αλλά το μόνο που ενδιέφερε την τότε ηγεσία της (τον Ανδρέα Παπανδρέου) ήταν να δημιουργήσει στο εσωτερικό την εντύπωση πως ήταν «προοδευτική», ώστε να συγκαλύψει τη σύμπλευσή της με τον Ιμπεριαλισμό.

Η ευρύτερη γειτονιά μας τείνει να γίνει ένα περίπλοκο παζλ και μοιάζει να έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου (Αίγυπτος, Συρία, Ιράν κ.λπ.). Από τη γνώση που έχετε στα ζητήματα, ποιοι είναι οι βασικοί παίκτες και ποιες οι κινήσεις τους σε αυτή τη «σκακιέρα»; Ποιο είναι, τελικά, το τοπίο που διαμορφώνεται;
Όσα συμβαίνουν είναι τυπικά παραδείγματα ανταγωνισμών και επεμβάσεων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οι ΗΠΑ θέλουν να ελέγχουν τους ενεργειακούς πόρους της περιοχής και τη μεταφορά τους, προς όφελος κυρίως της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και σαν μέσο πίεσης επί της Κίνας. Αντίσταση στον Ιμπεριαλισμό προβάλλει ο Ισλαμισμός, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχουν εκλείψει τα κινήματα που εμπνέονται από τον Μαρξισμό – Λενινισμό. Ο Ιμπεριαλισμός χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα την «τρομοκρατία» που οι ενέργειές του δημιουργούν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!