Του Τρύφωνος Χρυσοφρύδη.

Η ζωή μου έχει (απορ)ρυθμιστεί έτσι ώστε μια φορά το μήνα, για λίγες ημέρες, να μπορώ να παρακολουθώ τα τεκταινόμενα εν Ελλάδι μόνον από τηλεοράσεως ή μέσω Διαδικτύου: να παρακολουθώ δηλαδή ένα είδος προπαγανδιστικών «Επικαίρων», σαν εκείνα που επί χούντας προβάλλονταν πριν από την έναρξη της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες (και το κρίσιμο εδώ ήταν, ακριβώς, η συσκοτισμένη αίθουσα: η κοινωνία είχε μείνει απ’ έξω, σαν να βρισκόμασταν κιόλας στο χτισμένο γύρω από την τηλεόραση σαλόνι όπου, με συσκοτισμένο μυαλό, θα κάναμε cocooning και θα διαμορφώναμε μια κοσμοαντίληψη στηριγμένη στον αποκλεισμό) ή να μετατοπίζομαι στο θαυμαστό, καινούριο κόσμο όπου άπειροι αριθμητές έλκουν την προσοχή δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ροής πληροφοριών, πολυφωνίας και εναλλακτικής ενημέρωσης, ωσότου προσέξεις (αν το προσέξεις ποτέ) ότι ο παρονομαστής είναι σε καταθλιπτικά μεγάλο ποσοστό ίδιος: προϋποτίθεται σχεδόν πάντα η έλλειψη ασύνειδων κριτηρίων και καλλιεργημένων αντανακλαστικών, της άτυπης παιδείας δηλαδή που αποκτάς υιοθετώντας και αναπαράγοντας μια κοινωνική πρακτική (εν προκειμένω: τη δημοσιοποίηση απόψεων, την έμπρακτη εκδοχή τού «τις αγορεύειν βούλεται» εγγεγραμμένη στις δημοκρατικές θεσμίσεις), προϋποτίθεται δηλαδή η έλλειψη δυνατότητας αξιολόγησης και διαβάθμισης, κατά την πρόσληψή της, αυτής της πολυφωνικής, τάχα, ροής…
Αυτές τις λίγες ημέρες, όταν πρέπει να σχολιάσω κάτι γραπτώς, αισθάνομαι αμήχανος, όπως (έχω ξαναχρησιμοποιήσει το παράδειγμα σε διαφορετικά, αλλά ευθέως ανάλογα συμφραζόμενα) την πρώτη ημέρα που κυκλοφόρησα στην πόλη διαθέτοντας, για να ξοδέψω, ευρώ: η δυνατότητα ακαριαίας διάγνωσης σχετικά με το τι είναι ακριβό και τι φτηνό είχε καταστραφεί εν μιά νυκτί – κι ίσως τότε, εκείνη την πρώτη ημέρα, συνέβη αυτό που πολύ αργότερα, καθώς τα ελληνικά παρακολούθησαν την αποπτώχευση και την έκπτωση του «πολιτικού προσωπικού» και της επαγγελματικής ρητορείας του, ονομάστηκε «φτωχοποίηση».
Μπαλώσαμε, εκόντες-άκοντες, την ακαριαία φτώχεια μας επί δεκαετία με άυλο πλούτο και δανεικά, με φαντασιώσεις συμμετοχής και κυριαρχίας, γιατί έπρεπε για κάμποσο καιρό να μην καταλάβουμε τίποτα. Κι ίσως θα μπάλωνα με τρόπο ανάλογο την αναγκαστική βουβαμάρα μου αν έγραφα στηριγμένος στα δελτία ειδήσεων ή στο Διαδίκτυο μόνο. Σ’ αυτόν τον διαχωρισμένο, μερικευμένο και νοθευμένο χάρη στην ψευδαίσθηση, ακριβώς, ό,τι αποτελεί το όλον, κόσμο δεν μπορώ να διαγνώσω τι στ’ αλήθεια συνέβη, πολλώ μάλλον τι είναι στ’ αλήθεια σημαντικό. Κι ό,τι θα έλεγα θα ήταν καθ’ εαυτό απορρυθμισμένο: οι συλλογισμοί, τα νοήματα, η δόμηση της φράσης, το γούστο που εγγράφεται στο στυλ, η μέριμνα για βαρβαρισμούς σε κάθε επίπεδο θ’ αποτρελαίνονταν όλα όπως κάποιος που τον κλείνεις σε κλωβό απενεργοποιώντας τις αισθήσεις του: δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν αγγίζει, δεν γεύεται, δεν οσφραίνεται, και μέσα σε 24 ώρες αγγίζει τα όρια της ψύχωσης…
Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει η ολιγοήμερη υπερορία μου αποκτά διαστάσεις αλληγορίας σαν να ζούσαμε έξαφνα στον Μεσαίωνα. Στην άυλη Βαϊμάρη των bloggers μπορεί να βρισκόμουν σε ισοδύναμες συνθήκες, έχοντάς τες «ιδεολογικοποιήσει» απλώς… Οπότε δημοσιοποιώ την αμηχανία μου ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να χρησιμεύσει σε κάτι – όπως κάναμε άλλοτε, όταν δεν είχαμε «θέσεις» και συνθήματα να πούμε, στα αμφιθέατρα.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!