Πέρασαν πέντε χρόνια από τις μέρες του δημοψηφίσματος του 2015. Πολλά έγιναν όλα αυτά τα χρόνια κι ένας νέος κύκλος άνοιξε.

Το πρώτο πράγμα που ορίζει την κατάσταση σήμερα είναι η ανυπαρξία κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης. Όχι πως έχει εμπεδωθεί σταθερή κοινωνική συναίνεση. Ίσα ίσα υπάρχει έρπουσα δυσφορία και έλλειψη εμπιστοσύνης που αφορά όλο το πολιτικό σύστημα. Αυτό το υπολογίζουν οι από πάνω και είναι σημαντικός παράγοντας που τροφοδοτεί μία διαρκώς εμφανιζόμενη πολιτική αστάθεια. Όμως σε κοινωνικό επίπεδο επικρατεί ο αποπροσανατολισμός, το φρόνημα και η λαϊκή διαθεσιμότητα βρίσκονται σε τέλμα, ενώ σε πολιτικό επίπεδο είναι κραυγαλέα η απουσία μιας πολιτικής δύναμης που να αμφισβητεί το σημερινό ειδικό καθεστώς της διαρκώς ψαλιδιζόμενης κυριαρχίας και να προβάλει την ανάγκη εξόδου από αυτό. Και εδώ αξίζει να πούμε ότι η έλλειψη αντιπολίτευσης περιλαμβάνει και τις άσφαιρες ρητορικές γενικού αντικαπιταλισμού και αντιιμπεριαλισμού των διάφορων πολιτικών σχηματισμών της αριστεράς (ΚΚΕ και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς). Ρητορικές που πάντως ενσωματώνονται και γίνονται αποδεκτές άνετα και απρόσκοπτα μέσα στην υπάρχουσα κατάσταση. Σε αυτή τη σημαντική επιτυχία των συστημικών δυνάμεων –κοινωνία αποπροσανατολισμένη και κατακερματισμένη και απουσία πολιτικής αντιπολίτευσης– τον κύριο ρόλο τον έπαιξε ο ΣΥΡΙΖΑ, ενσωματώνοντας (2012-2015) και καταστρέφοντας πλήρως (2015-2019) τη δυναμική που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ο λαϊκός ριζοσπαστισμός της περιόδου του αντιμνημονιακού αγώνα.

Προώθηση των πάσης φύσεως κανονικοτήτων από όλο το πολιτικό σύστημα. «Κανονική» και «εντός κάδρου» και η συμπεριφορά της Αριστεράς.

1) Πρώτα απ’ όλα η περίοδος που άρχισε με την πραξικοπηματική ανατροπή του δημοψηφίσματος και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου ορίστηκε από την προσπάθεια νομιμοποίησης στην κοινωνική συνείδηση, εξωραϊσμού και σε κάθε περίπτωση αποδοχής ως αναπόφευκτου του ειδικού καθεστώτος υποτέλειας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε σε πρώτη φάση την πολλή δουλειά, συνθηκολογώντας με τον πιο πλήρη τρόπο και όπως ήταν αναμενόμενο έσπειρε μέσα στην κοινωνία την ηττοπάθεια, το κόντεμα των προσδοκιών, το μαράζωμα του ριζοσπαστισμού, εντέλει τη συντηρητική παθητική στάση. Εμφανίστηκε μία έντονα αντιθετική εικόνα: Από τη μία ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινώντας ως έκφραση ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος συγκέντρωσε τη λύσσα της ευρωκρατίας στην επιδίωξή της να ποδοπατηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο οποιαδήποτε σκέψη ενός άλλου δρόμου. Από την άλλη, ως κεντροαριστερή πολιτική δύναμη που έδειξε από την αρχή προδιάθεση συμβιβασμού και προσαρμογής στα «ευρωπαϊστικά» ασφυκτικά πλαίσια, τα έδωσε όλα προκειμένου να διατηρηθεί στην κυβέρνηση. Και έγινε έτσι ο φορέας για την ικανοποίηση αξιώσεων που καμία άλλη πολιτική δύναμη δε θα μπορούσε να υλοποιήσει. Αυτή η κατάσταση, εκτός των εσωτερικών ολέθριων συνεπειών, λειτούργησε ως αρνητικό παράδειγμα επιταχύνοντας την αλλαγή ιστορικής φάσης. Ενώ δηλαδή οι αντιστάσεις των λαών του ευρωπαϊκού Νότου είχαν αρχικά συνδεθεί με δυνάμεις μιας νέας κινηματικής αριστεράς, σήμερα έχουμε οδηγηθεί σε μία αποσύνδεση – Αριστερά και κινήματα προάσπισης της κυριαρχίας βαδίζουν σε μεγάλο βαθμό χωριστούς δρόμους και η εμπιστοσύνη στην Αριστερά έχει χαθεί.

Επικρατεί μία εντυπωσιακή συναίνεση των κατά τα άλλα σφοδρά συγκρουόμενων πολιτικών δυνάμεων ως προς το να «ξαναγραφτεί η ιστορία» και να παραμορφωθεί η αντίληψη γύρω από τα σχετικά ζητήματα

2) Ταυτόχρονα, η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ και όλη η σειρά ελιγμών και πραξικοπημάτων του Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015, «ανέστησε» το απαξιωμένο και κλονισμένο εγχώριο πολιτικό σύστημα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι επικρατεί μία εντυπωσιακή συναίνεση των κατά τα άλλα σφοδρά συγκρουόμενων πολιτικών δυνάμεων ως προς το να «ξαναγραφτεί η ιστορία» και να παραμορφωθεί η αντίληψη γύρω από τα σχετικά ζητήματα:

α) Να ξεχαστεί ότι το πολιτικό σύστημα είχε πέσει σε μια γενική ανυποληψία την περίοδο του αντιμνημονιακού κινήματος και ότι με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος οι δυνάμεις που είχαν ταχθεί υπέρ του «ΝΑΙ» είχαν δεχθεί μία συντριπτική αποδοκιμασία. Η κωλοτούμπα του Τσίπρα ήταν αυτή που τις ξανάφερε στη ζωή και η μετέπειτα πολιτική του οδήγησε αναπόφευκτα στην εναλλαγή με την πολιτική Μητσοτάκη και στην τωρινή πλήρη χρεοκοπία της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ.

β) Η προσπάθεια να εμφανιστεί το κίνημα των Πλατειών σαν ακροδεξιό, ανώριμο, ανεύθυνο, απολίτικο και «λαϊκιστικό» προωθείται από όλο το πολιτικό φάσμα: και από την κεντροδεξιά και από τα διάφορα ΠΑΣΟΚ και από τη συριζική κεντροαριστερά που σε κάθε ευκαιρία «κάνει την αυτοκριτική της» για την υποστήριξη των «ακραίων», «ισοπεδωτικών» θέσεων του κινήματος. Αλλά προωθείται και από τις δυνάμεις της Αριστεράς (ΚΚΕ και κύκλοι γύρω από αυτό, αλλά και διάφορες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) που ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι ένα ευρύτατο, ακηδεμόνευτο λαϊκό κίνημα έξω από τη δυνατότητά τους να το περιορίζουν στα όριά τους και να το καπελώνουν. Και που τώρα έχουν τη άνεση –μετά από όλα αυτά– να επιτιμούν «από καθέδρας» το λαό για την «πολιτική του καθυστέρηση» και τις συνέπειες της «ανωριμότητάς» του.

 Η ανάγκη να οικοδομήσουμε κάποια κριτήρια για το χθες και το σήμερα

1) Με μεγάλη ευκολία λέγεται από διάφορους κύκλους μέσα στην Αριστερά ότι το δημοψήφισμα δεν ήταν παρά ένα κόλπο του Τσίπρα. Πώς μπορούμε όμως να χάνουμε από τα μάτια μας ότι αυτό που άρχισε σαν κόλπο του Τσίπρα οδήγησε σε έναν πρωτοφανή εκβιασμό του ελληνικού λαού από την ευρωπαϊκή ολιγαρχία και πυροδότησε μία μεγαλειώδη κίνηση αντίστασης και αξιοπρέπειας που ξεπέρασε εντελώς σκοπιμότητες και κόλπα. Με κριτήριο το τι χρειάζεται η λαϊκή υπόθεση αυτή η εμπειρία μας φέρνει μπροστά στο δύσκολο πυρήνα ενός προβλήματος: δεν στερείται η ελληνική κοινωνία δυνατότητας ανατάσεων ούτε στο μέλλον θα λείψουν αυτές. Αυτό που πρέπει να μας προβληματίσει αν θέλουμε να έχουμε μία χρήσιμη συμβολή είναι το τεράστιο έλλειμμα πολιτικής έκφρασης ενός κινήματος – και ως προς αυτό η εμπειρία των τελευταίων χρόνων διδάσκει πολλά.

2) Με την ίδια ευκολία αποφαίνονται πολλοί ότι ο λαός συντηρητικοποιήθηκε και κατέληξε να επιλέξει Δεξιά και Μητσοτάκη. Πρωτοστατεί σε αυτή την τοποθέτηση ο ΣΥΡΙΖΑ κι ας είναι αυτός που συντηρητικοποίησε την πολιτική και κοινωνική ζωή με όσα έκανε σε όλους τους τομείς – βαφτίζοντας τον παρασιτισμό και το ξεπούλημα ανάπτυξη και την ενδοτικότητα πολυδιάστατη πολιτική. Η κατίσχυση της Ν.Δ. το 2019 (και μία υπολογίσιμη επανάκαμψη του δικομματισμού) είναι η λογική απόρροια της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015, τροφοδοτήθηκε από την αναξιοπιστία και τα ψέματα του ΣΥΡΙΖΑ και τη διάθεσή του να προωθήσει γεωπολιτικές παραγγελιές ξένων (Μακεδονικό) που υπονομεύουν την κυριαρχία της χώρας. Και επειδή διαδοχικά, ο Τσίπρας το 2015 και ο Μητσοτάκης σήμερα, δείχνουν να πίστεψαν στην ίδια πρόσκαιρη αίσθηση του κυρίαρχου του πολιτικού παιχνιδιού, αξίζει να το τονίσουμε: το πολιτικό σύστημα είναι ασταθές, η παγωμάρα δεν είναι συναίνεση, τα προβλήματα μπροστά μας είναι εκρηκτικά, μία εθνική κρίση ανοικτό ενδεχόμενο και οι πολιτικές ηγεσίες μάλλον δείχνουν μιας χρήσεως σε τέτοιες συνθήκες.

3) Τέλος και επειδή η προτεραιότητα της κατάκτησης και της διατήρησης της κυβέρνησης –του πιο ακραίου κυβερνητισμού– εκτός από τη Δεξιά κυριάρχησε και στην Αριστερά (εκτός από τον Τσίπρα και το περιβάλλον του που την ανήγαγε σε υπέρτατη αρχή, κατέκλυσε και εξουδετέρωσε και την «αριστερή» πτέρυγα μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012-2015) ας σκεφτούμε το εξής κρίνοντας από την πλευρά των αναγκών του λαϊκού κινήματος: Πόσο πολιτικά και ηθικά διαφορετική θα ήταν η κατάσταση αν είχαμε τότε μία κυβέρνηση που τιμώντας την εντολή που έλαβε τον Ιανουάριο του 2015 θα αρνιόταν να συνεχίσει να «κυβερνά» ως φερέφωνο των δυναστών της χώρας. Πόσο ποιοτικά διαφορετική θα ήταν μία τέτοια στάση ως προς τη δυνατότητα μιας αξιόπιστης αντιπολίτευσης που τώρα λείπει παντελώς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!