του Νίκου Σταθόπουλου*

Ζούμε στους παράλογους και ανήθικους καιρούς της, κατ’ ουσίαν, απαγόρευσης να αναφερόμαστε εγκωμιαστικά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Μια κορυφαία στιγμή του ελληνικού γίγνεσθαι επιβάλλεται (από καθηγητές, διανοούμενους, δημοσιογράφους) σαν «αντιδραστικό αφήγημα» ενώ την ίδια ώρα «κατακεραυνώνεται» τάχα ο φασισμός!

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ιεροκήρυκες της «προσωπικότητας» και των «δικαιωμάτων», αρνούνται σε ένα λαό μια από τις σημασιακές καταβολές της προσωπικότητάς του και το θεμελιώδες «δικαίωμα της περηφάνιας» για τα συγκλονιστικά και καθολικώς εμπνευστικά άθλα του. Το «pride» χορηγείται, με τη γενναιοδωρία του καταναλωτικού δημοκρατισμού, σε μειοψηφίες ενός γραφικού «φυλετικού marketing», αλλά όχι στους Ήρωες της εθνικής αντιφασιστικής άμυνας. Το «πολιτικώς ορθόν», με το «ήθος» ενός «management της αποτελεσματικότητας», ασεβεί απαράδεκτα κατά ενός λαού που έγινε εθελοντικά ολοκαύτωμα για «να μην περάσει ο φασισμός»: Δηλαδή το μνημειώδες No Pasaran έχει κύρος σε μια διαδηλωσούλα «αντιφασιστών» της συνοικίας και όχι στα υπέρ πατρίδος κατορθώματα στα βουνά της Πίνδου όπου αναχαιτίστηκε ο ιταλικός φασισμός και άλλαξαν τα σχέδια του πολέμου με την εσπευσμένη μετακίνηση των ναζιστικών ορδών. Πνεύμα Λιάκου και Ρεπούση καταργεί όχι την αλήθεια αλλά τη λογική!

Το περιβόητο ΟΧΙ στην ιταμή ιταλική αξίωση για παράδοση άνευ όρων, έχει εξελιχθεί σε σημείο χλεύης και σε θέμα στιγματισμού με την κατηγορία του «εθνικισμού». Σε καμιά χώρα της Ε.Ε. δεν νομιμοποιείται τέτοια ατιμωτική απαξίωση της εθνικής μνήμης και ποτέ η γνήσια κομμουνιστική συνείδηση δεν περιφρόνησε το πατριωτικό φρόνημα.

Το άφθαρτο πατριωτικό φρόνημα του ελληνικού λαού, το κραυγαλέο της κατάφωρης αδικίας και αυθάδειας, και η ορίζουσα γεωπολιτική διαπλοκή με τη Μεγάλη Βρετανία : καθόρισαν την απόρριψη του ιταλικού τελεσίγραφου.

Ποιος είπε το ΟΧΙ; Προφανώς και εντελώς λογικά ο φασίζων δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, εντός των καθορισμών που υπογραμμίσαμε προηγουμένως. Άλλωστε δεν υπάρχει ένα στατικό «μοντέλο διαχείρισης της εθνικής αξιοπρέπειας», καθώς αυτό επηρεάζεται πολλαπλώς και από τη φύση του εθνοκοινωνικού σχηματισμού και από την ιστορικοπολιτική συγκυρία και από πιέσεις και σκοπιμότητες που μπορούν μέχρι και να αναιρούν διαχρονίες μιας συλλογικότητας.

Αυτό που έχει σημασία είναι το συλλογικό φαντασιακό και η «επιτέλεσή» του από τις ζώσες κοινωνικές δυνάμεις και κουλτούρες: Ακόμα κι αν μια κεντρική «αόρατη» βούληση εξωθούσε σε μια άτυπη ένδοση (ΚΑΙ σε συνάρτηση με ειδικές αγγλικές σκοπιμότητες), ο «βαθύς πυρήνας» του –ας μου επιτραπεί η χρήση…– «μέσου στρατόκαβλου» ήταν υποδειγματικά της «πατριωτικής φιλοτιμίας», κι αυτό επέβαλε μια πρωτοφανή άμυνα που τίναξε στον αέρα κάθε λανθάνοντα συνωμοτισμό. Η ιδιοτυπία (στη σύσταση και τις ζυμώσεις…) του ελληνικού έθνους, μέσα στο «φορτίο» από το συγκεκριμένο μετεπαναστατικό γίγνεσθαι, κατέστησε σχεδόν «αυτονόητο θαύμα» το ΟΧΙ.

Απλώς, όλα αυτά δε μπορούν να κατανοηθούν από πολιτικές οπτικές που υπό το κράτος μιας ψυχαναγκαστικής «πολιτισμικής ανατρεπτικότητας» απολυτοποιούν τον «ταξικό συντελεστή» και θρησκευτικοποιούν τη «θεωρία»: Με άλλα λόγια, κάνουν βάναυση «κοπτοραπτική» στην ιστορική αλήθεια, προκειμένου να κατασκευάσουν (πάντα εκ των υστέρων…) μια «ανάγνωση» συμβατή με τα ορίζοντα στερεότυπα.

Είναι εξωφρενικά «αντιφατικό» να θεμελιώνεις τον παρόντα Λόγο σου στο «απόλυτο αντιφασιστικό πρόταγμα», και έναντι του ΟΧΙ να υιοθετείς τη μιζέρια του «αντιεθνικισμού»: Στην ουσία η πρώτη «μικρή» χώρα που αντιτάχθηκε στον φασιστικό «μύθο του αήττητου» και με το ανεπανάληπτο «αέρα» της άνοιξε το δρόμο μιας παγκόσμιας αντίστασης.

Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να νιώθει και να αυτοδιακηρύσσεται υπερήφανη για το μεγαλείο του ΟΧΙ της που εξέφρασε και μια παράδοση αντίστασης στη βαρβαρότητα και μια οξυμένη ευαισθησία για τα χρέη κάθε πατρίδας απέναντι στον γενικό ανθρώπινο πολιτισμό

Η ΕΛΛΑΔΑ της αντιφασιστικής πρωτοπορίας με όρους μαχόμενης πατριωτικής αυτοσυνειδησίας, σήμερα, από μέρος των «παιδιών» της, λασπολογείται αισχρά σαν τάχα «εθνικιστική παράκρουση», ακριβώς γιατί το «ποιόν» του ΟΧΙ «παρεκκλίνει» επικίνδυνα από τις τρέχουσες εργαστηριακές ιδεοληψίες περί «αντιφασισμού»: Οι Έλληνες είπαν ΟΧΙ στον μουσολινικό επεκτατισμό όχι από «αντιφασιστικό φρόνημα» αλλά από ανταπόκριση αυταπάρνησης στο «αντιστασιακό φρόνημα» (όπως το έχει προσδιορίσει ο Νίκος Σβορώνος), δηλαδή από καθαρό πατριωτισμό τον οποίο σήμερα οι «προοδευτικοί» κολαούζοι της ευρωμαφίας και των Πολυεθνικών και Τραπεζών αποκαλούν συκοφαντικά «εθνικισμό».

Και έτσι, πετώντας στα σκουπίδια τον πατριωτισμό και αντικαθιστώντας τον από τον εθνικισμό, ουσιαστικά ταυτίζουν επιτιθέμενο (Ιταλία) και αμυνόμενο (Ελλάδα) και μοντάρουν μια «αντιφασιστική-φιλειρηνική» (ψευδο) συνείδηση με βασικό χαρακτηριστικό της τη σύγχρονη «Pax Polyethnicana», τη «δημοκρατική ειρήνη» του «καταναλωτικού πλουραλισμού».

Στο πλαίσιο αυτό, σαν συνιστώσα της γενικής (επιθετικής) στρατηγικής ενάντια στις πατρίδες και τις τοπικές ιδιοπροσωπικές κουλτούρες: Έχει τεθεί σε οξεία αμφισβήτηση η 28η Οκτωβρίου (1940) σαν «εθνική γιορτή» αντί της 12ης Οκτωβρίου (1944), ημέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας.

Πράγματι, καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει για εθνική της επέτειο την «ημέρα του πολέμου», αλλά δεν την έχει επειδή καμιά δεν έχει να επιδείξει τέτοιο ιστορικό θρίαμβο, όχι στενά «εθνικό» αλλά εθνικό οικουμενικής αξίας και απήχησης: Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να νιώθει και να αυτοδιακηρύσσεται υπερήφανη για το μεγαλείο του ΟΧΙ της που εξέφρασε και μια παράδοση αντίστασης στη βαρβαρότητα και μια οξυμένη ευαισθησία για τα χρέη κάθε πατρίδας απέναντι στον γενικό ανθρώπινο πολιτισμό.

Η άρχουσα τάξη, αναγορεύοντας κείνη τη θρυλική μέρα σε «εθνική γιορτή», έδειξε την βασική πατριωτική της συνείδηση λίγο πριν την έκλειψή της ως «υποκειμένου εθνικής αυτεπίγνωσης» και τον ξεπεσμό της σε οικτρό ασυνείδητο μεσάζοντα.

Παράλληλα, εκείνη την εποχή, μετά την τραγωδία του Μικρασιατικού, χρειαζόταν ένα νέο «έπος» για να «ξεπλύνει» τον πόνο και την ατίμωση και να ανορθώσει το «χτυπημένο» φρόνημα: Δεν είναι μονοσήμαντα «ταξικές» ούτε οι πολιτισμικές διεργασίες ούτε οι κεντρικές αποφάσεις.

Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι επελέγη η 28η Οκτωβρίου και όχι η «Ημέρα της Απελευθέρωσης» διότι στη δεύτερη περίπτωση θα «έπεφταν οι προβολείς» στον ΕΛΑΣ και την κολοσσιαία συμβολή του στο γεγονός. Ιστορικοί λόγοι καθόρισαν την επιλογή και όχι ένας πολεμοχαρής «εθνικιστικός φανατισμός».

Τέλος, επελέγη η έναρξη του πολέμου (δηλαδή η διατύπωση του ΟΧΙ) γιατί αυτό «βοούσε» μέσα στη λαϊκή έκφραση: Η κήρυξη του πολέμου απελευθέρωσε ένα τσουνάμι λαϊκού ενθουσιασμού που εκφράστηκε με κάθε τρόπο, από τον πιο αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό μέχρι τις πιο σύνθετες εκδηλώσεις τέχνης. Δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί εκείνο το αστραφτερό πάθος, εκείνο το επικό μεγαλείο! Η σύγχρονη «πρόοδος» έχει χαθεί στην «καθημερινοποίηση της ιστορίας» και είναι πια ανίκανη να δει ότι απλώς «κονταίνει» και μιζεριάζει και γίνεται ένας άχρηστος «καταναλωτής με παράπονα»!

Και σήμερα, επιμένουμε στην τότε επιλογή ακριβώς γιατί, από τη σκοπιά της πατρίδας και του λαού, είναι κρίσιμη η πρόταξη του «εθνικού στοιχείου» στη βάση μιας «πολεμικής αίσθησης και συνείδησης»: Η δυναμική της τρέχουσας μορφής του διεθνούς Κεφαλαίου και το νέο ιστορικοπολιτισμικό level του παγκόσμιου ανταγωνισμού, τοποθετούν την εθνική ταυτότητα και υπόσταση στο κέντρο των «μαχών», καθώς η ισοπέδωση των εθνών είναι η κρίσιμη οργανική προϋπόθεση για την αλματώδη ανάπτυξη του υπερτεχνολογικοποιημένου μετακαπιταλισμού.

Απορρίπτουμε την «Ημέρα της Απελευθέρωσης» γιατί αποπροσωποποιεί την «αντιφασιστική νίκη» αφενός μεν δημιουργώντας μια κουλτούρα τηλεχειριζόμενης και ηγεμονευόμενης «συμμαχίας προθύμων» αφετέρου δε «διαγράφοντας» την «αντίσταση εθνολαϊκής βάσης» εν ονόματι ενός «γενικού αντιφασιστικού πολέμου».

Έτσι προκύπτει ένας «αντίφασισμός»-πλαίσιο, όπου η πατρίδα «ακυρώνεται» εν όψει της «κοινωνίας» και ο φασισμός «διαχέεται» σαν «κοινωνικό φαινόμενο» (κάτι που είναι βαθιά αντιεπιστημονικό, καθώς στη σύγχρονη ετικέτα «φασισμός» στριμώχνονται «φαινόμενα» πολύ παλαιότερα του φασισμού) που πλέον συνάπτεται με μια «σφαιρική καθολική ιδεολογία δημοκρατισμού» δια της οποίας καταργούνται οι δομικές αντιθέσεις και η ζωή «επανιδρύεται» σαν «καθημερινότητα ενάντια στο (ακαδημαϊκά προσδιοριζόμενο εκάστοτε) διανθρώπινο κακό» και καθόλου σαν απάνθρωπο πλέγμα δομών Κυριαρχίας και Εκμετάλλευσης εκ του οποίου απορρέουν τα «διανθρώπινα δεινά» με όλη τη συνακόλουθη σχετική αυτονομία τους.

Η ΕΥΡΩΔΟΥΛΙΑ, ο μεταβιομηχανικός κοσμοπολιτισμός, ο καταναλωτικός πασιφισμός, η «αριστεροσύνη» των «δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων» και ο «δημοκρατισμός της σύγχρονης Εταιρείας με τους εργαζόμενους-υποκείμενα δικαιωμάτων»: Αυτοί είναι οι ενδότεροι παράγοντες υποστήριξης της «Ημέρας της Απελευθέρωσης». Πίσω από την «αντιεθνικιστική» απόρριψη της «Ημέρας του ΟΧΙ», κρύβεται έξυπνα η αποστροφή για την λαϊκή πρωτοβουλία αντίστασης (πάγιος τρόμος των ελίτ) και η θέληση για ένα λαό «καταναλωτή θεάματος» που απλώς θα χειροκροτεί τις δράσεις των ελίτ και των «ειδικών», ένα λαό «περιπατητή, καταναλωτή και εκδρομέα» χωρίς ενεργό σχέση με την ιστορία. Το μίσος για το ΟΧΙ, εκφρασμένο και με μύριες πλαστογραφίες και με ασταμάτητους χλευασμούς, περικλείει μια αηδιαστική απέχθεια για τον ίδιο τον λαό, για τους λαϊκούς ήρωες που πρόσφεραν την ακεραιότητα και τη ζωή τους για τη σωτηρία του τόπου. Είναι ένας αποκτηνωμένος ρατσισμός αποικιοκρατικού χαρακτήρα (γνώρισμα του νεοφαναριωτισμού που ορίζει το πνεύμα της σύγχρονης «προόδου») που προφανώς σύντομα θα επεκταθεί και στους «ήρωες άπαρτα βουνά» της Εθνικής Αντίστασης: Η άρνηση του ΟΧΙ, η άρνηση απόδοσης ειδικών τιμών στην έναρξη της αντίστασης, υποσημαίνει την πρόθεση να «σβηστεί» και η Αντίσταση στους φασίστες. Έτσι θα μείνουν ο Μιχαλολιάκος και η όποια Μορένο να «ενσαρκώνουν» τον πολιτικό φασισμό, όχι πια θανάσιμη προσβολή και απειλή για τον πολιτισμό αλλά «φαιός κίνδυνος για την παγκοσμιοποίηση» και «φαιά αντιδραστική λατρεία του εθνικισμού». Τιμάμε το ΟΧΙ, την 28η Οκτωβρίου: Και σαν ισόβια υπόκλιση σεβασμού στους πατεράδες μας που συνέχισαν τις Θερμοπύλες, την Άμυνα της Πόλης, τα Δερβενάκια, και σαν εκρηκτικό προάγγελο του Έπους της Εθνικής Αντίστασης, του Γοργοπόταμου, του Κάστρου του Υμηττού. Η μνήμη του ΟΧΙ είναι κρίσιμος παράγοντας σχηματισμού μιας βαθιάς πατριωτικής συνείδησης που θα παίξει τον πιο καθοριστικό ρόλο στα προτάγματα εθνικής άμυνας ενάντια και στο διεθνές σύστημα Επικυριαρχίας και στον ξεσαλωμένο τουρκικό Επεκτατισμό. Η «ταξική» απόρριψη της 28ης Οκτωβρίου, είναι ο πιο πιασάρικος «φερετζές» για την εξιδανικευμένη συμμόρφωση «προς τας υποδείξεις» του Συστήματος: Δίνει την «αίγλη» του «πανανθρώπινου ιδανικού» στον στενό πραγματισμό μιας γεωπολιτικής ξεπούλας που θα «απαλλάξει» τον «αγώνα» από την «εθνική πρόληψη» παραχωρώντας πλήρως το έδαφος στην μεταβιομηχανική εξουσία : πλέον λαοί χωρίς πατρίδα, ιστορία και προσωπικότητα, περιφερόμενοι «μισθωτοί σκλάβοι» σε ένα χάος χωρίς μνήμη, πάθος και αρχές. Στην ουσία, η παρούσα άρνηση των «εθνικιστικών επετείων» ολοκληρώνει την επιδρομή του ’40. Έτσι κι αλλιώς, το σύγχρονο «δημοκρατικό σύστημα» από καιρό λειτουργεί με όλα τα ιδιώματα του «επάρατου» ολοκληρωτισμού..η μνήμη του ΟΧΙ είναι υποθήκη αληθινού αντιφασιστικού φρονήματος στην υπηρεσία της απειλούμενης πατρίδας. Χωρίς τον «εθνικισμό» του ΟΧΙ, κάθε «κοινωνική αγωνία» είναι απλώς ένα ανούσιο πολιτικό σύνθημα!

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!