του Νίκου Σταθόπουλου*

Ήταν από τα κεντρικά συνθήματα στο εξεγερμένο Σαντιάγο, ένας απόηχος από τα Κίτρινα Γιλέκα. «Δεν είμαστε Αριστεροί, δεν είμαστε Δεξιοί / είμαστε οι Κάτω ενάντια στους Επάνω».

Και εφρικίασαν οι λογάδες της γκλομπαλιστικής δημοσιολογίας, γιατί ξαναείδαν στο μίνι χιλιανό ολοκαύτωμα, το «φάντασμα του εθνολαϊκισμού». Αυτό, ντε, που ανεμίζουν ως επικοινωνιακό σκιάχτρο, κάθε φορά που οι λαοί του παρόντος απορρίπτουν τα παγκοσμιοποιητικά σχέδια με τη δική τους αυτονομία βούλησης.

***

Όμως, η Αριστερά και η Δεξιά απαξιώθηκαν ως ανταγωνιστικές πολιτικές μορφές, καθώς, στον ιστορικό ορίζοντα, καταδείχθηκε η οργανική τους σύγκλιση.

Το τέλος της κεϋνσιανής εναλλακτικής, απότοκο της δομικής κρίσης του καπιταλισμού στην μεταβιομηχανική του προοπτική, ξέσκισε κάθε φύλλο συκής και έκανε και την Αριστερά κρίσμιο παράγοντα του συστημικού κυβερνητισμού. Η Αριστερά του Μπλερ και του Σημίτη ηγήθηκε της καπιταλιστικής αντεπίθεσης, και η Αριστερά των διανοουμένων του μετανεωτερικού ριζοσπαστισμού παρήγαγε τα ιδεολογήματα που λούστραραν χειραγωγικά τις δυναμικές της Παγκοσμιοποίησης.

Στον φριντμανικό πρότυπο του Πινοσέτ, συντάχθηκαν οι παλιοί αντίπαλοι, και από κοινού, με τη βαθιά τους συγγένεια ως πρεσβευτές της «ιδεολογίας της προόδου», διαχειρίστηκαν τα συστημικά βραχυκυκλώματα, σταθερά εις βάρος της στοχοποιημένης κοινωνίας. Στην ποδιά του Λάτση «σφάζονται» τα δεξιά και αριστερά παλικάρια!

Η ιστορική χρεοκοπία των «μεγάλων ιδεολογιών», τεκμηριώθηκε αιματηρά μέσα σε κεντρικές πολιτικές που, ανεξαρτήτως ρητορικού προσήμου, προήγαγαν τη φτωχοποίηση, την αλλοτρίωση μεγάλης κλίμακας και την πλανητικη γεωπολιτική των νέων ελίτ της πακοσμιοποιημένης Νέας (Άυλης) Οικονομίας. Αυτή ακριβώς την απορριπτική συνείδηση των διαψεύσεων απηχεί το «πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς».

Ο «χύδην όχλος» κατανόησε εις βάθος το απλό γεγονός, ότι στους «μοντέρνους καιρούς» οι παλιοί διαχωρισμοί είναι κενοί νοήματος, αφού και οι δύο «ιστορικοί εχθροί» δεν έχουν λόγο πολέμου καθώς ενώνονται, πλέον, λειτουργικά στον «απτό κόσμο της ιλιγγιώδους προόδου». Οι μάσκες πέφτουν, οι έσχατες αναγωγές αποκαλύπτονται.

Δεν είναι, λοιπόν, μια φασίζουσα «απολίτικη συναισθηματικότητα» αλλά ένας, έστω «αταβιστικός»(δηλαδή, αυτή τη στιγμή χωρίς «ανάλυση και προγραμματικό λόγο»..), τρόπος να αναζητήσει η κοινωνία τους νέους προσανατολισμούς της στον περίπλοκο σύγχρονο κόσμο της «βιομηχανίας Θεαματοποιημένων ιδεολογισμών».

***

Στη σύγχρονη κοινωνική συνείδηση, η λεγόμενη «ταξική διάρθρωση» βιώνεται ως διαστρωμάτωση και όχι σαν στεγανότητα προσδιορισμένη από τη θέση στην παραγωγική δομή. Αυτό προκύπτει, και από την λειτουργικοποίηση του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού (η γενικευόμενη χρήση της τεχνολογίας αλλάζει τη φύση της «παραγωγής», υπεισέρχεται η έννοια του «χρήστη» σε διαβάθμιση, και κυριαρχεί ο τομέας των υπηρεσιών), και από την αυξημένη επηρρεαστικότητα των «ιδεολογικών μηχανισμών» της καταναλωτικής Μαζικής Δημοκρατίας.

Ο «προελατάριος» και ο «αστός» έχουν εκλείψει ως ταξικές ταυτότητες, γιατί η κοινωνική (αυτο)σημασιοδότηση γίνεται με κριτήριο τη λειτουργική απόδοση, άρα η «δυνατότητα» (ως προοπτική και ως αποτέλεσμα) καθορίζει το στάτους. Επομένως, δημιουργείται ένα συμβιωτικό μοντέλο, με ανθρωποκεντρική «λογική». Μιλάμε για τη γενική δυναμική του συστήματος.

Τα «μέσα παραγωγής» προσλαμβάνονται ως διάχυτη πολιτισμική κατάκτηση και η «ιδιοκτησία επί των μέσω παραγωγής» ως μια θεωρητική αρχαιολογία, αφού δεν εννοείται πλέον διαχωρισμός αλλά, απλώς πρόσβαση. Και αυτά δεν είναι χειραγωγικά φληναφήματα, αλλά έχουν βάση στη σύγχρονη σφαίρα οικονομίας / παραγωγής. Η ηγεμονική εξάπλωση της καταναλωτικής σφαίρας, αλλάζει άρδην και τα δεδομένα αναφοράς και τους τρόπους συγκρότησης της συνείδησης.

***

Έτσι, η κλασική έννοια της «ταξικής ιεραρχίας» πραγματώνεται πλέον ως «ανθρώπινη ιεραρχία». Ένας πασίγνωστος φεουδαρχικός κώδικας κοινωνικής ανθρωπολογίας, αλλά, τώρα, με την προσδοκία/δυνατότητα ως απόλυτη αξία στη συστημική ρητορική και διαχείριση. Δεν είναι πια οι «καταπιεστές» και οι «καταπιεζόμενοι», αλλά οι Επάνω και οι Κάτω, οι «επιτυχημένοι» και οι «αποτυχημένοι», οι Εντός και οι Εκτός.

Το «ταξικό μίσος» είναι σήμερα το βίωμα της περιφρόνησης από τους «επιτυχημένους», η αίσθηση αδικίας για τον παραγκωνισμό και τη στέρηση. Αυτή η συνείδηση απηχεί τον ολοποιητικό χαρακτήρα του σύγχρονου εκμεταλλευτικού κόσμου, κάτι σαν το παλιό φέουδο, τώρα ως «όλη ανθρωπότητα». Ο κόσμος είναι «βασίλειο της ευδαιμονίας και της αφθονίας», και η αδυναμία απόλαυσης μετουσιώνεται σε μίσος για τους «ευνοημένους»..η ταξική θέση καθόριζε και μια ψυχολογία συμφιλίωσης με την κοινωνική κατάταξη, αλλά η σημερινή παρουσίαση και αίσθηση των πραγμάτων, δημιουργεί ακριβώς τη διάσταση «Επάνω – Κάτω».

Όταν οι «αβράκωτοι» διαδήλωναν κοντά στα λουδιβίκεια ανάκτορα απαιτώντας «ψωμί», και η Αντουανέτα τους πρότεινε «παντεσπάνι»: η ταξικότητα είχε το βάθος της ανθρώπινης διαμαρτυρίας για τον αλαζονικό προσβλητικό πλούτο των προνομούχων. Και αυτή η «ταξικότητα» κυρίευσε τη Βαστίλλη, και αναπροσανατόλισε την ιστορία.

***

Η εμμονή σε μια «ταξική ανάλυση», που παραγνωρίζει ύποπτα τους ποιοτικούς μετασχηματισμούς της κοινωνικής σύστασης, η οίηση του διανοούμενου που χλευάζει τη λαϊκή τροπικότητα, απλά συστρατεύονται με τις εμπροσθοφυλακές του κατεστημένου, αφού αρνούνται στα λαϊκά αισθητήρια του αυτοκαθορισμού την απόφαση δράσης, και εμπλέκουν τον κοινωνικό βρασμό σε εννοιοκεντρικές αλχημείες.

Σήμερα, η επίκληση της παραδοσιακής «ταξικότητας» απλά σχηματοποιεί τους κοινωνικούς κραδασμούς και απονεκρώνει τη ζωντανή διαλεκτική της κοινωνικής πρωτοβουλίας. Υποτίθεται ότι αυτός ο επηρμένος «αντιεθνολαϊκισμός» προστατεύει την επαναστατική προοπτική από τις «νοθείες» της τυφλής εμπειρικότητας.

Ώστόσο, η άμεση οφθαλμφανής αλήθεια της στοχοποίησης του εθονοκράτους και η εξίσου «στο πετσί μας» αλήθεια του «λειτουργικού καπιταλισμού της ευκαιρίας/δυνατότητας», καθιστούν προφανές ότι το «επαναστατικό» δε μπορεί πια να ταυτίζεται με το «ταξικό πρόγραμμα κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων» υπό τον μεσσιανισμό μιας «ταξικής πρωτοπορίας».

Διότι, στον καπιταλιστικό κόσμο της υπερτεχνολογίας, η «υλική βάση» δεν εννοείται όπως παλιά, ως «παραγωγικές σχέσεις», αλλά ως ανοιχτή δυνατότητα ένταξης στην απόλαυση. Το «εργοστάσιο» δεν είναι το σημείο αναφοράς της «επαναστατικής οργής», τη στιγμή που ο Η/Υ είναι ο ριζικός μηχανισμός της οικονομικής συγκρότησης και αναπαραγωγής, και, συνάμα, είναι το λειτουργικό επιτελικό κέντρο της γενικής καθημερινότητας.

***

Είναι πλέον του προφανούς, ότι ο αρχαίος «ταξικός διεκδικητισμός με πολιτική προοπτική», υποχωρεί ραγδαία έναντι επιμέρους «αγώνων» που αφορούν τη σύνταξη, τα επιδόματα, την ανεργία, την πρώτη κατοικία, κ.λπ. Δηλαδή βελτιωτικές διευθετήσεις εντός μιας αυτονόητης δομής, με χαρακτηριστικό τους την ενίσχυση των όρων επιβίωσης. Δεν υπάρχει πια καμιά «αγωνιστική διαπραγμάτευση του μη σφετεριζόμενου ποσοστού υπεραξίας». Απλά, στοχοθετημένες κινητοποιήσεις για να μην διευρυνθεί η απόσταση από το «προνόμιο ζωής».

Επομένως, η πρόταξη της «επίθεσης στο προνόμιο» είναι μια εύλογη δικαιωμένη συνείδηση, εκφράζει τη λογική θεμελίωση του κοινωνικού πολέμου. Και αυτό, στο πλαίσιο της ακυρωτικής αμφισβήτησης της εθνικής ταυτότητας, από την οργανική κουλτούρα της σύγχρονης κοινωνικής εξουσίας, δίνει στον «εθνολαϊκισμό» την αυθεντικότητα της ριζοσπαστικής αντίστασης. Οι κοινωνίες αισθάνονται με απτή οξύτητα τις πραγματικές αλήθειες της οδύνης τους, και «αγωνιστικοποιούνται» με τέτοιες συσπειρώσεις.

Είναι γενικά, μια πολύμορφη πάλη για την Ταυτότητα, για την υπεράσπιση των όρων συμμετοχής στη ζωή, και έχει καθολικό ανθρώπινο χαρακτήρα. Το μοιραίο σφάλμα του «ανανεωτικού» αριστερού λόγου, είναι η γνησιότητα του ιδεοαυθέντη που έχει θεοποιήσει την παράδοση του κύρους του, και απλώς εφαρμόζει τα οικεία του μοντέλα πάνω στην ιστορική ζωή, εις βάρος των νέων ποιοτήτων που σχηματίζονται στην πραγματικότητα.

***

Και είναι τάχα «φασίζουσα» αυτή η λεγόμενη «εθνολαϊκιστική» τάση του σύγχρονου κοινωνικού; Η θεωρητική ευλάβεια ουρλιάζει «ναι», διότι, κατά τα θέσφατα των παλαιών εποχών της, η απουσία της ταξικής εστίασης δημιουργεί μια λειτουργική αοριστία όπου ευδοκιμεί ο «δαίμων της ηθικής». Δηλαδή, αντί για τον «ορθολογισμό της κοινωνικής ανάλυσης», υποτίθεται πως υπεισέρχεται η ρομαντική ηθικολογία του «αδικημένου καλού», οπότε, εύκολα, καλλιεργείται η φασιστική θέαση η θεμελιωμένη στην Ηθική και την Πυγμή.

Ωστόσο, σε έναν κόσμο «λειτουργικού υποκειμενισμού»(δηλαδή μιας ατομικότητας που είναι οργανωμένα αυτοαναφορική σε κάθε της εξωτερική δράση) και διαρκούς Θέαμα-τικής επαναδιαμόρφωσης ενός ρευστού φαντασιακού(δηλαδή συγκρότηση ενός πράττειν χωρίς αρχές αλλά μέσω των μοντέλων της χειραγωγικής εικόνας): η ηθική και η δύναμη, είναι οι καταλύτες στη συγκρότηση μιας προσαρμοστικής συμπεριφορικότητας, δηλαδή το φασιστικό υπόστρωμα είναι δεδομένο

Επομένως, η αναγωγή του πολιτικού στην πόλωση «Επάνω – Κάτω» είναι μια δυναμική αποθεαματοποίηση, άρα μια επικίνδυνη, για τα αφεντικά, επαναστατική ανάφλεξη. Και γι’ αυτό ξαμόλυσαν τα τανκς στο Σαντιάγο, ενώ, όπου λάμπει η «ορθολογική συναίνεση των αρχών του Διαφωτισμού», αρκεί ένας Τσίπρας να αντιστρέψει φασιστικά μια λαϊκή ετυμηγορία, και όλα συνεχίζουν τον δρόμο τους.

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόγος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!