του Νίκου Σταθόπουλου*

Ο Γιώργος Σκούρτης, γονιμοποίησε τον ιερό κανόνα της λογοτεχνικής «αναγκαιότητας»: κοίταξε κατάματα, αδιαμεσολάβητα, τη ζωή και τον κόσμο, και μίλησε τη βιωματική αλήθεια του «δρόμου» τους. Από «λογοτεχνικός γραφιάς» μέχρι σκηνοθέτης, ρηξικέλευθα ταλαντούχος και δημιουργικός, εμπιστεύθηκε μόνο την εσωτερική του αλήθεια, σιχάθηκε τους «ειδικούς», αγάπησε ό, τι άξιζε και άντεχε…

Σε μια «φορτωμένη» διαδρομή, απ’ το 1940 ως το 2018, «είπε, ελάλησεν και αμαρτίαν ουκ έχει» περί του τελματωμένου κόσμου της βίας και της αδικίας, της εθελοδουλίας και της αντίστασης, της μοναξιάς, της ανημπόριας, των αδιεξόδων: «είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε» αλλά χωρίς μεσσιανικά προγράμματα και εκπτώσεις στον πυρήνα του ιδανικού. Είναι ένας ιδιότυπος δονκιχωτισμός με σαρωτικά «μπινελίκια» και «ορμική» σχέση προς το «όνειρο», αλλά κατηγορηματικά με βαθύ μίσος για το σύστημα του πολέμου και της καταπίεσης…

Παθιασμένος με τη γραφή, και τόσο προσωπικός όσο επιτάσσει το «σύνδρομο της ολικής αντίστασης»(δηλαδή της άρνησης του θανάτου), απορροφήθηκε, από μια βραχυκυκλωμένη κοινωνία, σαν ένσαρκη απορία για το «γιατί δεν τα κάνουμε όλα λίμπα». Αφού ξεκαθαρίζει ότι θεωρεί πως «πρώτο καθήκον κάθε πολίτη είναι η πολιτική συνειδητοποίηση ενάντια στο Άδικο και το Κακό». Ο ίδιος «από πιτσιρικάς είμαι οργισμένος πολιτικά»…

Ο Σκούρτης εισάγει την «αίρεση» της κατανοητής (;) μεν αλλά τραγικά δραστικής ανθρώπινης ευθύνης. Ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός», ο μανιχαϊστικός ηθικολογικός εργατισμός, ο σχηματικός δυισμός της κρατικής εκπαίδευσης, πεθαίνουν με το «καλημέρα σας», και ένας «αναστοχαστικός μετανεορεαλισμός» αναδύεται. Την ίδια, άλλωστε, πάνω-κάτω εποχή, ο Σαββόπουλος τραγουδάει «πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμ’ ως εδώ…» και ο Αγγελόπουλος «γυρίζει» την «Αναπαράσταση». Μια νέα, υπέροχη όσο και περιορισμένη, «μάχη αυτογνωσίας» ξεκινά…

Η εκκίνηση

Κορυφαία μορφή της θεατρικής ανανέωσης, με τη γενιά του ‘70 (που «πάτησε» δημιουργικά στις παρακαταθήκες του Καμπανέλλη), εκκινεί το θαυμαστό του «όργιο», στη μέση ακριβώς της Χούντας, με το εμβληματικό κείμενο «Οι Νταντάδες»: ο Πέτρος και ο Παύλος (οι κορυφαίοι Απόστολοι…) στην εξουσιαστική υπηρεσία του Σταύρου (Σταυρός… Εκκλησία). Η κλασική συμβολική της ιεροποιημένης υπακοής υπό πνεύμα εθελοντικής προσχώρησης. Η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» σε μια αναβαθμισμένη κοινωνική καταγγελία.

Ο Σκούρτης εισάγει την «αίρεση» της κατανοητής (;) μεν αλλά τραγικά δραστικής ανθρώπινης ευθύνης. Ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός», ο μανιχαϊστικός ηθικολογικός εργατισμός, ο σχηματικός δυισμός της κρατικής εκπαίδευσης, πεθαίνουν με το «καλημέρα σας», και ένας «αναστοχαστικός μετανεορεαλισμός» αναδύεται. Την ίδια, άλλωστε, πάνω-κάτω εποχή, ο Σαββόπουλος τραγουδάει «πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμ’ ως εδώ…» και ο Αγγελόπουλος «γυρίζει» την «Αναπαράσταση». Μια νέα, υπέροχη όσο και περιορισμένη, «μάχη αυτογνωσίας» ξεκινά…

Εξαρχής δίνει το «μηνυματικό» του στίγμα: ένας άθλιος κόσμος παγιδευτικών δομών και παγιδευμένων ανθρώπων. Το συνεκτικό «πεπρωμένο» είναι η σχέση Εξουσίας-Ανθρώπου/Πολίτη, βασικά από τη σκοπιά της αδράνειας του εξουσιαζόμενου, της προσαρμογής του σε μια «μοίρα» όχι σισύφεια αλλά μάλλον αξεπέραστης εσωτερικής τραυματικότητας. Με σταθερή συνάρτηση προς την ελληνική εμπειρία, δείχνει το βάθος της συνενοχής του «προσωπικού παράγοντα». Οι «Νταντάδες» του κάνουν τον χαζό στις φανερές αινιγματικότητες του «κυρίου», λέγοντας «αυτή είναι ευκαιρία να ξαναμπούμε στην κοινωνία» και αυτοεκλογικεύονται «αυτός μας είπε ελάτε και ήρθαμε». Η κουτοπονηριά του «καπάτσου Έλληνα» που τα κάνει όλα προκειμένου να «τρουπώσει», και στο άλλο φοβερό κείμενο («Κομμάτια και θρύψαλλα»), «ανώτερος» και «ε όχι και χωριάτης» δεν καταδέχεται το χωράφι και το μανάβικο του πεθερού, τα «σπρώχνει» όλα στον Ιππόδρομο , κακίζοντας τη γυναίκα του που «ρίχνει το φλιτζάνι».

Στον άξονα αυτό, ο Σκούρτης πλάθει, μαστορικά, μια μυθολογία υπαρξιακών αγωνιών, τοποθετώντας κατ’ ουσίαν στο κέντρο της ιστορίας το ανθρώπινο «μικρό». Δεν είναι τυχαίο ότι μετέφρασε μόνο, και εκλεκτικά, Αριστοφάνη και Σαίξπηρ. Δύο εμβληματικοί «αντιεξουσιαστές : το Κωμικό ο ένας, το Τραγικό ο άλλος, την Ειρήνη ο ένας, τον Ανθρωποκεντρισμό ο άλλος, το «μικρό» (εσωτερικό, ριζικό, αντιφατικό) της ανθρώπινης αυταξίας απέναντι στο «μεγάλο» των δομών κυριαρχίας και οι δύο. Γι’ αυτό ακριβώς ανιχνεύεται στο έργο του ένας χωνεμένος καβαφισμός, μια επιθετική «καβαφική ειρωνεία» στην φόρμα ενός πλούσιου σαρκασμού. Ο Σκούρτης συνδυάζει καινοτόμα αυτό τον σαρκασμό, με μια πικρία και μια «παιδιάστικη» αμηχανία. Δεν είναι «επαναστατικός», αλλά ανίατα και ευπρόσδεκτα «οργισμένος».

Καθολικός πανανθρώπινος προβληματισμός

Είσαι μακριά νυχτωμένος αν ψάχνεις στις γραφές του «επαναστατική κατήχηση». Όσο κι αν ο Καραγκιόζης του («Ο Καραγκιόζης παρά λίγο βεζύρης»), μιλώντας για τον θρόνο της εξουσίας, φωνάζει «Φέρε ρε συ τη βαριά από μέσα!..θα τον σπάσουμε ρε. Είναι απλό. Μια να του ρίξουμε και πάει ρε, τέλος τα βάσανα!… Από ξύλο είναι ρε!… Είναι ξύλο ρε!…», ο Σκούρτης ξέρει ότι τίποτα δεν είναι απλό όπου υπεισέρχεται το ανθρώπινο βάθος. Γι’ αυτό και θυμώνει και προκαλεί και ερωτεύεται….

Ο άνθρωπος μέσα στα πλέγματα εξουσίας, ένα βαθύ μίσος για τις τυραννικές συνθήκες που συντρίβουν την απλή ανθρώπινη ευτυχία, μια επίμονη, «ιατρική» ενδοσκόπηση του σύμπαντος των σχέσεων, «σερφάρισμα» στον λαβυρινθώδη υπαρξιακό λόγο. Στην Αθήνα της «νόθας αστικοποίησης», στο παρακμιακό φολκλόρ ενός ασυνάρτητου «νεοέλληνα», ο Σκούρτης «επενδύει» έναν καθολικό, πανανθρώπινο προβληματισμό. Η πόλη αυτή, όπου ή χαλάς ή φτιάχνεις τη ζωή σου τελεσίδικα, τον κάνει τρυφερό και άγριο, αυστηρό ερημίτη και αγαπητικό σύντροφο.

Χρησιμοποιεί τον τρόπο της «προσωποποιημένης αλληγορίας» και την εκφραστική της αμεσότητας. Σε ένα «σύμπαν» (θεατρικό και πεζογραφικό) όπου ακόμα και μόνος του ο «ήρωας» ανάγεται και τα ανάγει όλα στη σχέση, και με το «ντεκόρ» μιας πόλης από εύκολο τσιμέντο: η έκφραση γίνεται σκληρή, άμεση, ευθεία, σοκαριστική, ωμή, αφού πλέον η «ηθογραφία» είναι παρελθόν και αν δεν πεις τα πράγματα με τ’ όνομά τους πρώτος εσύ θα βρεθείς στην κοιλιά του κήτους.

Οι ξεπεσμένοι μύθοι του απογυμνωμένου έθνους και το κουρέλιασμα των ιδεολογημάτων της μεταπολεμικής παγκόσμιας τάξης, καθιστούν το «ντιρέκτ» αναγκαιότητα, η οποία εντείνεται από την αποστροφή προς ιδεολογίες-χαρτοπόλεμος: οι «κακοί» αλωνίζουν, οι «καλοί» ομφαλοσκοπούν πελατειακά, εμείς, τότε, έχουμε μόνο «σωσίβιο» τη γητευτική σκοτεινιά της «μεταχωριάτικης» πόλης, τα μπαρ, τη νύχτα, μια ουτοπία από δρόμους προσωπικούς φορτωμένους από πάθη και αγωνίες συναντήσεων.

Εδώ ανθίζει ο έρωτας, εδώ βασιλεύει η αίγλη της νύχτας, εδώ ο «δραπέτης» καλείται να αντιμετωπίσει χίλιες μύριες Σφίγγες. Γίνεται δισκογραφικός λαϊκός βάρδος, «Άγριες νύχτες βάρβαρες / επιθυμίες ολάνοιχτες / στα κίτρινα φώτα / και μάτια τρομαγμένα / απ’ τα μάτια του άλλου…» πάντα υπό την αιγίδα της αστικής Εκάτης, «Η νύχτα είν’ ο καθρέφτης μας / κοιτάξου να σε γνωρίσω…» Και πάντα στην ερημία και το μυστηριώδες της σχέσης ως εκκρεμούς αιτήματος: «…όμως εμένα με μπερδεύει πιο πολύ η σχέση… στις σχέσεις που αφήνεσαι, που δίνεσαι, εκεί είναι που μπερδεύεις τα μπούτια του μυαλού σου…». Ο κόσμος δεν είναι παζλ που σχεδιάζουν μάνατζερς και ινστρούχτορες, αλλά μια ασώματη κραυγή για ανθρωπινότητα και ερωτικότητα, που πρέπει να της δώσουμε σώμα, χωρίς τους φόβους των κοινωνιολογικών κατηγοριών: η λαϊκότητά του, με έναν τραχύ αριστοκρατισμό και καθόλου λαϊκιστική, θα γράψει τον «Ανεπανάληπτο» για τον Τόλη Βοσκόπουλο… Είναι ερωτικός άνθρωπος, με την αυθεντικότητα της τόλμης να «τα λέει», με το ήθος του ειλικρινούς διαρκώς έφηβου βετεράνου (…δεν αγαπήθηκαν τυχαία η «Εκποίηση» και το «Νύχταθλο»).

Διαχέεται στο υπέδαφός του ένας μελαγχολικός αναχωρητισμός, μια προσωπική «Έξοδος» που δεν προδίδει αλλά, πάντως, κατοχυρώνει το ψυχόρμητο του αυτοπροσδιορισμού. Ίσως και να υπάρχει ποσοστό εγκυρότητας στην κρίση ότι είναι «Ο Μπουκόφσκι της Ελλάδας», μικρό, όμως, αφού στον Σκούρτη παντού αντηχεί μια «παράδοση» καημού της Ρωμιοσύνης, όχι «πατριωτικά» αλλά ως αντιδογματική οικείωση των αντικειμενικών ριζών του. Το ποτό και η «μπάρα» δεν είναι σκευή μιας άτυπης «θεωρίας», αλλά αυθόρμητες αρνήσεις και υπερβάσεις εκνευριστικών αντιφάσεων. Άλλωστε, η ανθρωποεστίαση αναγκαστικά φωτίζει και τα αξιώματα του ατόμου.

Στο θρυλικό «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί», ο Γιώργος Σκούρτης κάνει τον σαρκασμό λυρική καταγγελία της ενδοτικής απάθειας. «Κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια / σαν κάθε μέρα». Και σε μια συνέντευξη στο Ποντίκι θα πει : «Σήμερα, το 90% των πολιτών αγνοεί τι είναι το μνημόνιο, οι αγορές, τα ομόλογα. […] Μόνο την ανεργία και την πείνα γνωρίζει. Ε, βρε μαλάκα πολίτη, ποιος σ’ οδήγησε σ’ αυτήν τη ξεφτίλα; Σφάξ’ τον!». Η βαρναλική «κατάρα» τού δίνει το ελεύθερο να βρίζει με πόνο ψυχής το αβυσσαλέο «θύμα και ψώνιο». Η αγάπη του ακεραιώνεται σαν ντομπροσύνη για λόγους αρχής.

Αστράτευτος και ανένταχτος, εκφράζει την πιο εποικοδομητική υπέρβαση του «κριτικού μικροαστισμού». Το ιδανικό της ανθρώπινης σχέσης και η άσβεστη οργή για τον ελεεινό παλιόκοσμο, τον ωθούν έξω από την κλαψούρα του ψηφοφόρου / πελάτη, προς μια «διαπιστωτική λογοτεχνία» δρόμων και παράδρομων. Και όντας τίμιος, δηλαδή συμπεριλαμβάνοντας το εγώ του (άρα εκτός κλίματος ελιτισμού), γίνεται σκληρός συνάμα και τρυφερός, με κατανόηση αλλά και με «τι κάνεις ρε μαλάκα;», πάλι «καβαφικός», αλλά, τώρα, απαιτητικός, δηλαδή όχι με ένα στατικό «Οκ, όσο μπορείς» αλλά με ένα βίαια παρακλητικό «ξεκούνα, κάνε κάτι».

Στο θρυλικό «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί», κάνει τον σαρκασμό λυρική καταγγελία της ενδοτικής απάθειας. «Κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια / σαν κάθε μέρα». Και σε μια συνέντευξη στο Ποντίκι θα πει : «Σήμερα, το 90% των πολιτών αγνοεί τι είναι το μνημόνιο, οι αγορές, τα ομόλογα. […] Μόνο την ανεργία και την πείνα γνωρίζει. Ε, βρε μαλάκα πολίτη, ποιος σ’ οδήγησε σ’ αυτήν τη ξεφτίλα; Σφάξ’ τον!». Η βαρναλική «κατάρα» τού δίνει το ελεύθερο να βρίζει με πόνο ψυχής το αβυσσαλέο «θύμα και ψώνιο». Η αγάπη του ακεραιώνεται σαν ντομπροσύνη για λόγους αρχής.

Και είναι αυτή η ασυμβίβαστη αγάπη που θα γεννήσει τους εκπληκτικούς «Μετανάστες» το 1974. Μια μοναδική ελεγειακή επαναβίωση της εθνικής τραγωδίας της μετανάστευσης, με όρους προσωπικής εστίασης. «Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω»: με τη δωρική λιτότητα του νατουραλισμού του δημοτικού τραγουδιού, και με την κουλτούρα της σχέσης, το «πολιτικό» γίνεται ο σπαραγμός της σοκαρισμένης ατομικής συνείδησης. «Των Ελλήνων οι κοινότητες» ως κατακερματισμένα κοινωνικά κρυσταλλώματα στο αδίστακτο εκμεταλλευτικό μέταλλο του καπιταλισμού.

***

Ο Γιώργος Σκούρτης δεν μένει πια εδώ..αφήνει πίσω το ελληνοποιημένο γκινσμπεργκικό ουρλιαχτό το : «Κουράστηκα ρε φίλε… Μπάφιασα! Αγρίεψα!» Εμείς τώρα πρέπει να κάνουμε πολιτική… ανεβάζοντας σε «οργάνωση συνείδησης» τα μαγικά ανθρώπινα τοπία του «μπάρμπα Τζορτζ»…….

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!