Ανταπόκριση από Κάννες: Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Δίχως ιδιαίτερες εκπλήξεις, το φετινό Διαγωνιστικό είχε στην κεφαλή της κριτικής επιτροπής για τον Χρυσό Φοίνικα τους αδελφούς Κοέν. Μετά το φαβορί των πρώτων ημερών Saul Fia, του πρωτοεμφανιζόμενου Ούγγρου Λάζλο Νέμες, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κέρδισε καλές εντυπώσεις και η αγγλόφωνη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου Lobster.

Με πρωταγωνιστές τους Κόλιν Φάρελ και Ράχελ Γουάιζ, ο Λάνθιμος απογειώνει το αποστασιοποιημένο στυλ με τους απροσάρμοστους χαρακτήρες που έχει καθιερώσει. Η πλοκή διαδραματίζεται σ’ ένα πανέμορφο κάστρο, στην αγγλική εξοχή, σε μια μελλοντική αυταρχική κοινωνία, που τιμωρεί κάθε παρέκκλιση από τα καθιερωμένα. Εκεί, όσοι δεν καταφέρνουν σε καθορισμένο χρόνο να αποκτήσουν ταίρι, κινδυνεύουν να μεταμορφωθούν σε… ζώο. Με επίσημο ένδυμα, όπως στις χορογραφίες της Πίνα Μπάους και μια αίσθηση του παραλόγου της γραφειοκρατικής διαδικασίας, όπως στις εφιαλτικές κοινωνίες των ταινιών του Τέρι Γκίλιαμ, ο ήρωας περνάει από το κλειστοφοβικό περιβάλλον του κάστρου, στην καταπράσινη φύση που το περιβάλλει, για να οργανωθεί στην αντιστασιακή ομάδα των Μοναχικών. Γρήγορα, όμως, και αυτοί μεταλλάσσονται σε αυταρχικούς τυράννους, με τη θέσπιση εξίσου ψυχαναγκαστικών κανόνων.

Το εξαιρετικά κινηματογραφημένο με ψυχρούς χειμωνιάτικους φωτισμούς δάσος θυμίζει αγγλικές τοπιογραφίες. Η αλλόκοτη ιστορία μεταφέρεται με μια δυτικότροπη κινηματογραφική γλώσσα, λουσμένη στη βρετανική ψυχρότητα, με μια ασυνήθιστη χρήση μουσικής. Ο έρωτας, που διαρκώς διαφεύγει από τους πρωταγωνιστές, δραματοποιείται με μουσικά μοτίβα επιλεγμένα από κουαρτέτα εγχόρδων της ρομαντικής περιόδου, ενώ η χρήση αργής κίνησης προσδίδει ειρωνεία, στα όρια του κωμικού. Στην πιο παράξενη και σουρεαλιστική ταινία του Διαγωνιστικού, ο Λάνθιμος, πιο ρομαντικός από ποτέ, διερωτάται για το «τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», αντιμετωπίζοντας την ερωτική έλξη, ως μια ψυχική μετάλλαξη ενός εμμονικού συγχρονισμού με τον άλλον, που μοιραία, παραμένει αναγκαία.

Εντυπωσίασε και η αισθησιακή ταινία Κάρολ, του Τoντ Χάινς, με μια απαστράπτουσα Κέιτ Μπλάνσετ, ως μοιραία γυναικεία φιγούρα του ’50, που βρίσκει διέξοδο από τον αποτυχημένο γάμο της στην ερωτική σχέση με μια νεαρή υπάλληλο (Ρούνεϊ Μάρα). Τα μεσάτα ταγέρ και τα έντονα κραγιόν αποπνέουν φετιχισμό που συμπληρώνει τις διακριτικές ερωτικές συνευρέσεις. Η τοποθέτηση της πλοκής στην εμπορικότητα μιας χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας αντανακλά την εποχή εγκαθίδρυσης του άκρατου καταναλωτισμού, στα πλαίσια του μεταπολεμικού αμερικάνικου ονείρου. Ωστόσο, οι μίνιμαλ συμφωνικές μουσικές του Κάρτερ Μπάργουελ, σε στυλ Φίλιπ Γκλας από ταινίες με την Μπλάνσετ ξανά σε ρόλο γητεύτρας γυναικών, αποδυναμώνουν την πρωτοτυπία της αρχικής πρόθεσης.

Από τις γαλλικές συμμετοχές στο Διαγωνιστικό ξεχώρισε το La loi du marché, του Στεφάν Μπριζέ, για την κατάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων. Ένας 55άρης άνεργος, πατέρας παραπληγικού παιδιού, περνά από συνέντευξη για την εύρεση εργασίας. Η καταγραφή αυτής της συνέντευξης αποκαλύπτει τον κυνισμό και τον αυταρχισμό μιας παράλογης διαδικασίας που δεν αποσκοπεί στην αξιολόγηση των υποψηφίων, αλλά στη μετατροπή τους σε ψυχικά ευάλωτους ανθρώπους, έτοιμους να δεχτούν οποιαδήποτε δουλειά, με οποιουσδήποτε όρους. Ο ήρωας δέχεται τη θέση σεκιουριτά σε σούπερ μάρκετ. Η παντελής, όμως, έλλειψη συνδικαλιστικής κάλυψης επιτρέπει στα αφεντικά να τον εξαναγκάζουν να γίνει χαφιές, σε μια συστηματική διαπόμπευση πελατών και υπαλλήλων, με αφορμή μικροκλοπές.

Δυνατή και δομημένη σεναριακά ταινία κοινωνικού ρεαλισμού, στην παράδοση των αδερφών Νταρτνέν, με τον Βενσάν Λιντόν να συγκινεί στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η επίσης γαλλική ταινία Marguerite et Julien, της Βαλερί Ντονζελί, βασίζεται σε ένα σενάριο που προοριζόταν για τον Τρυφώ. Μια ιστορία μεγάλου έρωτα ανάμεσα σε δυο αδέρφια, σκανδαλίζει την πουριτανική γαλλική κοινωνία του 19ου αιώνα. Δοσμένη με παραμυθένια λαμπρότητα, γεμάτη έντονα χρώματα και προσεγμένες λεπτομέρειες, με ιδιαίτερες φορεσιές και μακέτες παιχνιδιών, θυμίζει το σύμπαν του Γουές Άντερσον. Την φαντεζί ατμόσφαιρα συμπληρώνουν κάποια αναχρονιστικά στοιχεία, όπως ένα τρανζιστοράκι ή ένα ελικόπτερο. Στις μουσικές επιλογές της σκηνοθέτριας, συγκαταλέγεται και η μελωδία για τσέμπαλο απ’ το Xαμόγελο της Τζοκόντα, του Μάνου Χατζιδάκι, ως μοτίβο των δυο ερωτευμένων.

Τόσο το The sea of trees (Μάθιου ΜΑκΚόναχι, Ναόμι Γουότς), του Γκας βαν Σαντ, που αφήνει μετέωρο αυτό που επιχειρεί να πει, όσο και το Youth, του Πάολο Σορεντίνο, για δυο συνταξιούχους σε ένα πολυτελές θέρετρο στην Ελβετία, παρά το ζηλευτό καστ (Μάικλ Κέιν, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Τζέιν Φόντα), αποδείχτηκαν κατώτερα των προσδοκιών.

Το δυναμικό Sicario του Καναδού Ντενί Βιλνέβ, από τους φετινούς κράχτες του φεστιβάλ, με μια ιστορία πολεμικής σχεδόν δράσης, για το καρτέλ ναρκωτικών στο Μεξικό, με τους Μπενίσιο ντελ Τόρο, Τζος Μπρόλιν και Έμιλι Μπάντ, σηματοδοτεί τη στροφή του Βιλνέβ προς τις αμερικάνικες αγορές.

Αξιοσημείωτη ήταν η παρουσία του79χρονου Φερνάντο Σολάνας, που παρουσίασε στην κατάμεστη αίθουσα την αποκαταστημένη κόπια της θρυλικής ταινίας του Sur (1988), με την αξέχαστη μουσική του Άστορ Πιατσόλα, ενώ στο θερινό σινεμά της παραλίας προβλήθηκαν και τα δυο μέρη του Ιβάν του Τρομερού (Α΄/1944 και Β΄/1958) του Σεργκέι Αϊζενστάιν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!