Του Αλέξανδρου Μπλατζή. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι ραδιοσυχνότητες της χώρας μετατράπηκαν στη νέα «Άγρια Δύση» που κατακτήθηκε από μικρή μερίδα επιχειρηματιών με την υποστήριξη πολιτικών εξουσίας.

Οι επιχειρηματίες αυτοί δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς, διατηρώντας προνομιακή σχέση με το δημόσιο. Αναλαμβάνουν έργα, που συχνά μάλιστα τους «ανατίθενται» με το αζημίωτο, απολαμβάνουν ασυλία για την κατάληψη των συχνοτήτων που νέμονται δωρεάν, καθώς και για τις πάσης φύσεως εισφορές που θα έπρεπε να καταβάλλουν, και τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης για τις ραδιοτηλεοπτικές και άλλες δραστηριότητές τους. Τελικά, επιβαρύνουν – πάντα με τη συνδρομή του κράτους – όλες τις κατηγορίες πολιτών στις οποίες οι εκάστοτε κυβερνήσεις μετακυλύουν τα διαφυγόντα έσοδα, κατά την πάγια πρακτική τους.

Σε αντάλλαγμα, αυτό το ιδιότυπο καρτέλ της «ιδιωτικής» -για την ακρίβεια πειρατικής- ραδιοτηλεόρασης, έχει καθιερώσει μια οιονεί πολυφωνία. Κρατά στην αφάνεια πολλά σημαντικά ζητήματα ή τα «πνίγει» σε ωκεανό ασήμαντων και αποσιωπά τη διαπλοκή του με τους πολιτικούς εξουσίας και τους όρους με τους οποίους λειτουργεί. Κερδοσκοπεί με τον εύκολο εντυπωσιασμό και παραπλανά συστηματικά τα ακροατήρια με μισές αλήθειες ή και με ολόκληρα ψέματα, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Στην «προμνημονιακή» περίοδο, προετοίμαζε με επιμέλεια την ευκολότερη αποδοχή της πεποίθησης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση έναντι της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, αποκρύπτοντας όλες τις λαθροχειρίες, τις αστοχίες και τους παραλογισμούς της, φροντίζοντας να τρομοκρατεί τον πληθυσμό και να του εμπνέει συναισθήματα συλλογικής ενοχής, παρουσιάζοντας ως φυσιολογική την απώλεια της ανεξαρτησίας και την περιστολή της δημοκρατίας, κηρύσσοντας την πλήρη υποταγή στους δανειστές και τελικά την άρνηση να αντιμετωπιστεί με κοινωνικά δίκαιο τρόπο η κατάσταση.

Τώρα, στην εποχή των αλλεπάλληλων μνημονίων, το καρτέλ της πειρατικής ραδιοτηλεόρασης συνεχίζει να καλλιεργεί συνθήκες κοινωνικού εμφυλίου, δείχνοντας υποκριτικά με το δάχτυλο την κατηγορία των πολιτών που κάθε φορά επιλέγεται ως αποδιοπομπαίος τράγος και αποσιωπώντας, εξίσου συστηματικά, το γεγονός ότι μια μικρή μερίδα πολιτών, όπου συμπεριλαμβάνονται οι «καναλάρχες», εξακολουθεί να κερδίζει σε βάρος όλων των υπόλοιπων. Συνεχίζει να αποσιωπά ή να υποβαθμίζει τις αλλεπάλληλες δημοκρατικές εκτροπές ρίχνοντας στα μάτια μας μπόλικο φτηνό τηλεοπτικό σαπούνι, ώστε μαζί με όλα τα άλλα, να είναι και δύσκολο να διακρίνουμε ότι πληρώνουμε τη μειονότητα που μας χειραγωγεί με το χυδαιότερο τρόπο.

Πολλαπλή επιβράβευση

Για τις υπηρεσίες τους αυτές, οι ραδιοτηλεοπτικοί πειρατές επιβραβεύονται με την ανοχή των κυβερνήσεων στην κατάληψη των συχνοτήτων, ενώ μέχρι πρόσφατα το Δημόσιο τους πλήρωνε και άμεσα, μέσω της κρατικής διαφήμισης. Τελευταία, επιβραβεύονται με δανειοδότηση από τις τράπεζες, παρά το γεγονός ότι ο διαρκώς μειούμενος κύκλος εργασιών τους δεν εγγυάται τις δυνατότητες αποπληρωμής. Έτσι, επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την κοινωνία, αφού τα δάνεια που τους χορηγούνται, προερχόμενα από την ανακεφαλαιοποίηση μέσω του μηχανισμού στήριξης, συμπεριλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος και άρα θα πληρωθούν -σύμφωνα με τα σχέδια του μνημονιακού μπλοκ και της τρόικας- από τα «συνήθη υποζύγια».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Σαμαράς και τα δεκανίκια του, ωφελημένοι από την προνομιακή μεταχείριση που επιφυλάσσει στις ιδέες και την πολιτική τους το καρτέλ των ραδιοτηλεοπτικών πειρατών, αποφάσισαν να του κάνουν ακόμη ένα δώρο. Διέλυσαν βίαια το μοναδικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα που λειτουργεί νόμιμα, αποτελεί πηγή εσόδων για το κράτος, διασφαλίζει ποικιλία και ποιότητα του πολιτιστικού περιεχομένου με πλήθος καναλιών, προσφέρει περιεχόμενο ζωτικής σημασίας για τον ακριτικό πληθυσμό, τη διασπορά και τις κοινότητες των αλλοδαπών, διατηρεί ένα μοναδικό οπτικοακουστικό αρχείο με πολύτιμο υλικό, καλλιεργεί τον μουσικό πολιτισμό με διεθνούς φήμης μουσικά σύνολα, και παρέχει πολύτιμες υπηρεσίες σε όλους τους τομείς των τεχνών, της πολιτισμικής παράδοσης, του περιβάλλοντος, του αθλητισμού, αλλά και κοινωνικών δράσεων, που οι πειρατές αδυνατούν να καλύψουν για πολλούς λόγους. Εκτός από δραστικό περιορισμό της πολιτιστικής πολυφωνίας, το κλείσιμο της ΕΡΤ συνεπάγεται την αδυναμία της να λάβει μέρος στη διαβούλευση για τις προδιαγραφές με τις οποίες θα χορηγηθούν οι ψηφιακές συχνότητες. Αφήνεται, έτσι, το πεδίο ελεύθερο στην ενδεχόμενη μονοπώλησή τους.

Αντίληψη και χειρισμοί

Η κίνηση αυτή δηλώνει με τον πιο κυνικό και κατηγορηματικό τρόπο την πεποίθηση των κυβερνώντων -ενάντια στην Ευρώπη που υποτίθεται ότι υποστηρίζουν- ότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση, οι συχνότητες και οι υπηρεσίες που παρέχει, δεν είναι δημόσια περιουσία, αλλά κυβερνητική ιδιοκτησία. Επιπλέον, η διαχείρισή της ανατέθηκε σε ιδιώτες «μπράβους», αφού η Digea, μια παράνομη ιδιωτική κοινοπραξία των πειρατών για τη διαχείριση των δημόσιων συχνοτήτων, φιμώνει τις εκπομπές της ΕΡΤ, θυμίζοντας με τη συμπεριφορά της πληρωμένους από την εργοδοσία μαφιόζους που επιτίθενται κατά απεργών. Οι χειρισμοί αυτοί δηλώνουν, επίσης, την πεποίθηση των κυβερνώντων ότι η υπονόμευση του ανταγωνισμού είναι θεμιτή όταν εξυπηρετεί ορισμένα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Σε αντίθεση με κάθε λογική της αγοράς, την οποία υποτίθεται ότι υποστηρίζει, το νεοφιλελεύθερο μπλοκ δεν διστάζει να ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ της ωμής κρατικής παρέμβασης στην αγορά και να θέσει ως αρχή της στρατηγικής του την πολιτική της χειραγώγηση.

Με όλα αυτά τα δεδομένα, τα οποία ορίζουν και την έννοια της διαπλοκής στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο, οι ζημίες για το δημόσιο συμφέρον από την πειρατική ραδιοτηλεόραση και τους κυβερνητικούς χειρισμούς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστούν με ακρίβεια, ιδιαίτερα επειδή δεν έχουν μόνο οικονομικές διαστάσεις, αλλά επίσης πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές. Είναι πλέον εμφανές, ότι η διαπλοκή των πειρατών με την πολιτική εξουσία που εγγυάται την ευνοϊκή τους μεταχείριση σε όποιον τομέα και αν επιχειρούν, έχει βαθιές ρίζες στο ελληνικό κατεστημένο. Αν, επομένως, υπάρχει κάτι «αμαρτωλό» που θα έπρεπε να ξεριζωθεί από το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της χώρας, αυτό είναι το πειρατικό καρτέλ και όχι η δημόσια ραδιοτηλεόραση.

* Ο Αλέξανδρος Μπαλτζής είναι κοινωνιολόγος, επίκουρος καθηγητής
στο Τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!