Μέσα στα δυο χρόνια κυκλοφορίας του Δρόμου, δυο-τρεις φορές όλες κι όλες παραβιάσαμε το «πρωτόκολλο» του αρχικού σχεδιασμού των σελίδων του πολιτισμού και ειδικά της πρώτης σελίδας. Υπάρχει λόγος –ή τουλάχιστον έτσι κρίνουμε– που το περιεχόμενο οφείλει κάποιες φορές να «ανατρέπει» τη μορφή. Μια τέτοια περίπτωση είναι η σημερινή. Η συνέντευξη με τον Κωστή Ζουλιάτη παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς αναφέρεται σ’ ένα μεγάλο άγνωστο της μουσικής πρωτοπορίας. Μιλάμε για το συνθέτη Γιάννη Χρήστου, ένα «από τα πλέον συναρπαστικά και προκλητικά ταλέντα του 20ού αιώνα», που δυστυχώς έφυγε πρόωρα από κοντά μας. Την προσωπικότητα του σπουδαίου στοχαστή με το ιδιαίτερο πνεύμα παρακολουθεί το ντοκιμαντέρ του Κωστή Ζουλιάτη Αναπαράστασις, που τούτο τον καιρό οδεύει στην τελική του μορφή.

Μέσα από την παρουσίαση της εργογραφίας του συνθέτη, με σπάνια οπτικοακουστικά ντοκουμέντα αλλά και συνεντεύξεις από τον κύκλο με τον οποίο συνδέθηκε ο Χρήστου, το φιλμ του Ζουλιάτη αγωνιά να μας φέρει πιο κοντά στο μυστήριο που άφησε πίσω αυτός ο εξίσου «μυστικός» δημιουργός.
Αυτή ήταν η αφορμή για τη συνομιλία που ακολουθεί, η οποία, όπως θα δείτε, παρουσιάζει και αυτόνομο ενδιαφέρον, καθώς οι απόψεις του συνομιλητή μας εντυπωσιάζουν για τη διεισδυτικότητα και το βάθος της ματιάς τους.

Είναι αλήθεια ότι η μουσική δημιουργεί εικόνες. Πόσο εύκολο είναι όμως για ένα μουσικό, όπως κατά βάση είστε εσείς, να αποτολμήσει να γίνει και σκηνοθέτης αυτών των εικόνων;
Ως σκέψεις και αποφάσεις αυτά ήρθαν εντελώς φυσικά και είναι κάπως άμεσα λυμένα μέσα μου. Ανατρέχοντας κανείς στην ιστορία της τέχνης, θα διαπιστώσει ότι οι καλλιτέχνες ήταν περισσότερο πολυπράγμονες παρά εξειδικευμένοι. Από την αρχαιότητα μέχρι την Αναγέννηση, το πρότυπο του δημιουργού σπανίως υπακούει στην αποκλειστική αφοσίωση και εξειδίκευσή του σε μια τέχνη, και όχι σε βαθμό που να είναι δύσκολο να μεταπηδήσει σε μια άλλη.
Έχω την αίσθηση πως, αν με κάποιον τρόπο ενδιαφέρεσαι για τα πράγματα, το θέμα της τεχνικής ή του κώδικα έρχεται δεύτερο, και δεν το λέω ως άλλοθι αλλά ως εμπειρία.
Ως μουσικός, έχω και ένα μικρό πλεονέκτημα, αφού έχω ορισμένα δεδομένα και μια κάποια γνώση στους τρόπους κατανόησης των μουσικών ζητημάτων αυτού του υλικού, αλλά και έχω την εμπειρία της συμμετοχής σε εκτέλεση έργου. Με κάποιον τρόπο, το βίωμά μου είναι ήδη κάπως πληρέστερο από αυτό του απλού ερευνητή.
Ως δημιουργός και ακροατής, πάντα αισθανόμουν τη μουσική με εικόνες και, αντίστροφα, την κίνηση των εικόνων να αποκτά ομορφιά μόνο όταν υπακούει σε κάποιο ρυθμό.
Η ταινία, στην αρχική τουλάχιστον μορφή της, ήταν η πτυχιακή σας εργασία, έτσι δεν είναι;
Η έρευνά μου ξεκίνησε μέσα στο 2002 και παρουσιάστηκε ως ταινία, στην αρχική μορφή της, το 2004, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στην Κέρκυρα. Δεδομένου όμως ότι ήταν πτυχιακή εργασία, όλες οι διαδικασίες -έρευνα, σκηνοθεσία, μοντάζ, ήχος, οργάνωση παραγωγής κ.λπ.- είχαν γίνει σχεδόν εξολοκλήρου από μένα, που σημαίνει πως ήταν αδύνατον να έχουν γίνει όλα με επάρκεια –τουλάχιστον τεχνική. Αποφάσισα να ξαναδουλέψω από την αρχή την ταινία, έχοντας στο πλευρό μου ανθρώπους που κατέχουν την τεχνική και το μεράκι, αναφορικά με τα θέματα παραγωγής, με σκοπό να δημιουργήσουμε κάτι ολοκληρωμένο και πιο ώριμο, ακολουθώντας το νήμα της αφήγησης που προέκυψε από τη σπουδή μου.

Και γιατί η επιλογή του Γ. Χρήστου;
Δεν ήταν ακριβώς επιλογή θέματος – δεν αναζητούσα αντικείμενο για ντοκιμαντέρ, αλλά να ερευνήσω και να αφηγηθώ κάπως την ιστορία του Χρήστου. Συναντούσα συνεχώς μπροστά μου τεκμήρια του έργου του, διασκορπισμένα, αποσπασματικά – κάποια εκ των οποίων είναι μέρος μιας μυθολογίας που δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ, ώστε να γίνει κτήμα μας. Ως μουσικός, βίωσα τη δύναμη των έργων του και, ως ακροατής, θεωρούσα άδικο να μην μπορώ να μοιραστώ με τους «εξωμουσικούς» φίλους μου αυτό το τόσο ιδιαίτερο για μένα άκουσμα. Θεώρησα ότι ο καλύτερος τρόπος να φέρω στο περιβάλλον μου την περίπτωσή του θα ήταν μια ταινία. Τα μόνα εφόδιά μου ήταν η αγάπη και η αφοσίωσή μου στο έργο αυτού του δημιουργού και η βαθιά πίστη ότι σκαλίζω μια ιστορία που αξίζει όσο τίποτα να βγει στο φως – γιατί έχει μείνει κρυμμένος πολύ ο Χρήστου.

Λέτε ότι ο Χρήστου παραμένει κρυμμένος. Οφείλεται αυτό στη «δυσκολία» της μουσικής του;
Δεν πιστεύω πως η όποια δυσκολία στη μουσική του απομακρύνει, αλλά αντίθετα γοητεύει και έλκει. Θα αναφέρω ως παράδειγμα μια εκτέλεση της Αναπαράστασης Ι, αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη, σε κάποιο ανοιχτό χώρο. Ήταν η στιγμή της πρόβας και τριγύρω υπήρχαν μικρά παιδιά που έπαιζαν και έκαναν φασαρία, έτοιμα να «κανιβαλίσουν» το «περίεργο έργο». Η πρόβα ξεκίνησε, και προς το τέλος της εκτέλεσης υπήρχε απόλυτη ησυχία. Τα παιδάκια είχαν αφήσει το παιχνίδι, ήταν γαντζωμένα πάνω στα σύρματα της περίφραξης, αμίλητα, κοιτώντας τη σκηνή σαν να είχαν πάθει σοκ. Όταν παιδιά πέντε-έξι χρονών, χωρίς καμία χωνεμένη εικόνα για το τι είναι δύσκολη και τι εύκολη μουσική, με μόνο οδηγό ένα πρωτογενές ένστικτο, αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο, τότε ίσως αντιλαμβάνεσαι πως η μουσική αυτή πηγαίνει ουσιαστικά έξω από τη μουσική, πέρα από τις νόρμες, τις συμβάσεις και τους κώδικες. Ο Χρήστου δήλωνε πως «το θέμα δεν είναι να κάνεις τέχνη, αλλά να μπορέσεις να συνδεθείς εσύ ο ίδιος με τις δυνάμεις που σε περιβάλλουν».
Ως δημιουργός, κατείχε μια μοναδική μαεστρία στην ενορχήστρωση και οργάνωση αυτού του στόχου, να καθοδηγεί την ψυχή σου, να γνωρίζει επακριβώς τι θα σου συμβεί ακούγοντας το έργο, τι θα σου ξυπνήσει. Είναι ένας σχεδόν «ολοκληρωτικός» συνθέτης, που σε καθοδηγεί και σε πάει όπου φαντάζεται, χωρίς να απαιτεί τίποτε περισσότερο πέρα από τη συμμετοχή και την αγνή θέλησή σου. Όχι, δεν νομίζω ότι είναι μια δύσκολη μουσική. Είναι μια μουσική γενναιόδωρη, ειλικρινής και άμεση.

Τότε για ποιους λόγους δεν έχει αναγνωριστεί όσο πρέπει;
Ένας λόγος είναι το ότι έφυγε νέος -σκοτώθηκε στα 44 του-, που σημαίνει ότι διεκόπη πολύ βίαια το νήμα της δημιουργίας, πάνω στην ίσως πιο ζωντανή περίοδό του. Ήταν ήδη δρομολογημένη η παρουσίαση –πιθανώς και η έκδοση- της Ορέστειας, ενός πραγματικά μεγαλεπήβολου σχεδίου, το οποίο και σήμερα να παρουσιαζόταν πιστεύω πως θα ταρακουνούσε αισθητά τα δεδομένα στο θέατρο. Σήμερα όμως, από όλο αυτό δεν έχουμε παρά ψηφίδες, ψήγματα, σε καμία περίπτωση συνολική εικόνα. Κι αυτό γιατί το κλειδί στην εκτέλεση ήταν εκείνος – τα έργα του είναι δεμένα με τον ίδιο τον άνθρωπο.
Επίσης –και για τον ίδιο λόγο- ποτέ δεν θέλησε να εκδοθούν οι παρτιτούρες των έργων του, ποτέ δεν αφιερώθηκε στη μουσική ρεπερτορίου ούτε προσκολλήθηκε σε ακαδημαϊκούς κύκλους. Υπάρχουν ακόμα και έργα του, τα οποία δεν άκουσε ζωντανά, γιατί δεν είχε ασχοληθεί με την εκτέλεσή τους – καθώς ήδη μπορεί να βρισκόταν στο επόμενο βήμα. Δούλευε πολύ με τους ανθρώπους γύρω του, δημιουργούσε μαζί τους, δημιουργούσε γι’ αυτούς. Την παρτιτούρα της Αναπαράστασης ΙΙΙ την ολοκλήρωσε μαζί με τον εκτελεστή της, τον performer Γρηγόρη Σεμιτέκολο. Ο συνθέτης Φίλιππος Τσαλαχούρης αναφέρει στην ταινία πως «ακόμη και οι αντιδράσεις του κοινού είναι καταγεγραμμένες στην παρτιτούρα, δεν παίζεται αυτή η μουσική ερήμην του κοινού». Όμως, τους λόγους που επέτρεψαν να τον γνωρίζουμε ελλειπτικά οφείλουμε να τους αναζητήσουμε και σε αυτό που έχει διαμορφωθεί στο μουσικό στερέωμα από τότε μέχρι σήμερα – δηλαδή, στην κουλτούρα των σταδίων της μεταπολίτευσης καθώς και στο ότι μια ολόκληρη γενιά δημιουργίας είναι αρκετά έως πολύ παραγνωρισμένη: ούτε το έργο του Λογοθέτη γνωρίζουμε ούτε τον Απέργη, τον Δραγατάκη ούτε πραγματικά τον Ξενάκη ούτε και τον Κουνέλλη, για να μιλήσω και έξω από το χώρο της μουσικής. Ο Κουν λέει με πικρία σε μια συνέντευξη για τον Χρήστου: «Δεν έχουμε καταλάβει τι χάσαμε και σ’ αυτόν τον τόπο πολύ αργά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τι μας έλειψε».

Τώρα που το ντοκιμαντέρ είναι σχεδόν στα τελειώματά του, θεωρείτε ότι η μορφή, το πορτρέτο του Χρήστου, που μου περιγράφετε, σκιαγραφείται με πληρότητα στην ταινία;
Η πρώτη λέξη που ακούγεται στην ταινία είναι «Κέρκυρα», και αυτό είναι ένα ελάχιστο ξεκαθάρισμα ότι ξετυλίγω την ιστορία του Χρήστου με τρόπο που να μπορώ να βρω μια προσωπική σύνδεση στην αφήγησή της. Η αγωνία μου είναι να είμαι όσο γίνεται πιο κοντά σε αυτό που έγινε και σε αυτά που βρήκα και έχουν καταγραφεί, συνθέτοντάς τα και πλέκοντας ένα νήμα. Αλλά, πολύ περισσότερο, με ενδιαφέρει η σημασία αυτής της ιστορίας, τι μπορεί να σημαίνει σήμερα, τι μπορεί να σημαίνει σε μένα και κατ’ επέκταση σε όσους έλκονται από το φως της. Κάνοντας αυτή την ταινία, ανακάλυψα ότι το ντοκιμαντέρ, ως φόρμα τεκμηρίωσης, είναι ένας δοτικός τρόπος για να εκφραστείς βαθιά προσωπικά. Κι αυτό γιατί, μαζεύοντας τα κομμάτια μιας αλήθειας πεπερασμένης, αναζητάς τρόπους και διαδρομές που θα σε ελευθερώσουν να διηγηθείς αυτήν την ιστορία και να απευθύνεις μια αλήθεια. Πιθανώς να υπάρχουν δεκάδες τρόποι να αφηγηθείς την ιστορία του Χρήστου. Επιλέγω έναν τρόπο που ισορροπεί την πληροφορία και το αποτύπωμα που αυτή έχει στους ανθρώπους. Σκοπός μου είναι να δημιουργηθεί μια βάση γνώσης για τον κόσμο που δεν έχει πρόσβαση στα τεκμήρια και στα έργα του, αλλά και να μεταδώσω μια αίσθηση του μεγέθους, ώστε να μπορούμε να κάνουμε κι άλλες συζητήσεις, να συνδεθεί ο κόσμος, να έχει ένα ερέθισμα εκείνος που θα συνεχίσει τη σπουδή πάνω σε αυτό το σπουδαίο έργο.

Υπάρχουν σκοτεινά σημεία στο έργο του, αλλά και σημεία που δυσκολεύουν τον εκτελεστή της μουσικής του;
Αν και έχει αφήσει αρκετά σκοτεινά σημεία ο Χρήστου στο μύθο του, πιστεύω ότι στην εκτέλεση των έργων του δεν υπάρχουν τέτοια ζητήματα. Είναι απόλυτα ξεκάθαρος και ειλικρινής στις απαιτήσεις του από τον κάθε εκτελεστή αλλά και στους στόχους του κάθε έργου. Υπάρχουν οδηγίες και σημειώσεις και, αν κάποιος τα μελετήσει σε βάθος, μπορεί να ακολουθήσει το νήμα. Την ίδια στιγμή, όμως, απαιτεί από το μουσικό να ξεφύγει από τα όποια «σύνδρομα» και τις ωδειακές συμβάσεις. Ζητάει από τον άνθρωπο -εκτελεστή και ακροατή- να είναι καθαρός και έτοιμος να κάνει οτιδήποτε πάνω στη σκηνή: από το να παίξει καλά τις νότες στο βιολί μέχρι ακόμα και να το σπάσει. Δεξιοτεχνικά δεν απαιτεί κάτι εξεζητημένο, μάλιστα, πολλά έργα του μπορούν να εκτελεστούν ακόμα και από μη μουσικούς. Αναφορικά με τη ζωή του και την προσωπικότητά του, υπάρχουν μερικά μικρά μυστήρια –πολλά από τα οποία καλλιεργήθηκαν και από τον ίδιο.
Ο Χρήστου έπαιζε συνεχώς με την εικόνα του, δημιουργούσε καθημερινά μικρά επεισόδια για να καταγράψει τις αντιδράσεις των γύρω του, «δοκίμαζε» ακόμα και τους φίλους του, αναζητούσε συνεχώς την αλήθεια στις αντιδράσεις του κόσμου. Επίσης, ο τρόπος που δούλευε ήταν σχεδόν προσωποκρατικός στις επιμέρους διαδικασίες της σύνθεσης – προκύπτουν κάποια κενά και από αυτό. Τα έργα όμως μπορούν να λειτουργήσουν, αρκεί να τα προσεγγίσει κάποιος με απόλυτη πίστη και αφοσίωση.

Ποιοι συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ;
Οι μαρτυρίες των προσώπων που εμφανίζονται είχαν καταγραφεί κυρίως στον πρώτο κύκλο συνεντεύξεων, που είχα κάνει μέχρι το 2004. Είναι πρώτιστα στενοί συνεργάτες του συνθέτη και φίλοι αλλά και νεότεροι μουσικοί που με κάποιον τρόπο συνδέονται με το έργο του: Θόδωρος Αντωνίου, Γρηγόρης και Νέλλη Σεμιτέκολο, Φίλιππος Τσαλαχούρης, Χάρης Ξανθουδάκης, Μίλτος Λογιάδης και ο Στέφανος Βασιλειάδης, με τον οποίο πρόλαβα να συνομιλήσω λίγους μήνες πριν μας αφήσει. Επίσης, υπάρχουν αρχειακές συνεντεύξεις του Καρόλου Κουν, με τον οποίο ο Χρήστου είχε συνεργαστεί στο Θέατρο Τέχνης, και της χορογράφου Ντόρας Τσάτσου-Συμεωνίδου. Αυτόν τον καιρό σχεδιάζω ένα νέο κύκλο επαφών με προσωπικότητες της μουσικής, κυρίως από το εξωτερικό, από τον οποίο πιθανώς θα προκύψουν και καινούριες μαρτυρίες.

Και κάτι τελευταίο: Έχεις πει ότι το ντοκιμαντέρ θέλεις να αποτελέσει -ή να λειτουργήσει- ως μια πολιτική πράξη, να παιχτεί σε κινηματικά στέκια, σε καταλήψεις, σε πολιτιστικούς συλλόγους κ.λπ. Θεωρείς ότι ένα τόσο ειδικό θέμα μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο, να έχει την αποδοχή που είδαμε και στο Debtocracy;
Αυτό είναι και ένα από τα στοιχήματά του, αλλά και μια κατεύθυνση που θέλω να δώσω. Με ενδιαφέρει να αποφορτίσω τον Χρήστου και τη μουσική πρωτοπορία από την εστέτ εικόνα με την οποία εν πολλοίς έχουν συνδεθεί. Καλώ εκ των προτέρων όσους μπορούν να συνεισφέρουν, για πολλούς λόγους: να διασφαλιστεί όσο γίνεται η δημιουργική ακεραιότητα και η τεχνική αρτιότητα της ταινίας, να μη δεσμεύεται η προβολή από τη δυνατότητα κάποιου να πληρώσει εισιτήριο, αλλά και επειδή σε μια δύσκολη εποχή για επενδύσεις στη δημιουργία -και για ένα απομακρυσμένο από την επικαιρότητα θέμα- είναι χρήσιμο και παρήγορο να στηρίξουν το έργο εκείνοι που το έχουν ανάγκη, στους οποίους και ανήκει.
Ως προς το «ειδικό» του θέματος, αυτό είναι κάτι που ξεκλειδώνεται από τον ίδιο τον θεατή. Η περίπτωση Χρήστου πιθανώς να μην έχει να μας εμπνεύσει περαιτέρω μουσικά, να μην μπορεί να μας αφήσει στοιχεία προς χρήση, καθώς είναι ένας μουσικός πλανήτης που αποτελεί ένα αισθητικό τέρμα κι όχι μια αρχή. Μπορεί όμως να μας δώσει δύναμη να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα, να απαντήσει στο νόημα της καθημερινής πράξης μας. Πέρα από μια ταινία για τον Χρήστου, πιστεύω πως είναι και μια καταγραφή των ορίων της δημιουργίας αλλά και των τρόπων υπέρβασής τους.

Γιατί είναι το τέρμα και όχι η αρχή;
Ο Χρήστου δεν δημιουργεί ακριβώς μουσική παρακαταθήκη, είναι περίπου ό,τι και ο Μπαχ. Αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά ο Ξανθουδάκης μέσα στην ταινία πως «όχι μόνο δεν έχει επιγόνους, αλλά δεν μπορεί να έχει επιγόνους». Οι οριακές στιγμές στη μουσική είναι αδιέξοδες, και ο Χρήστου είναι μια οριακή περίπτωση. Μπορεί να σε εμπνεύσει και να σε απελευθερώσει με πολλούς τρόπους, ακόμα κι αν δεν είσαι μουσικός. Ο κώδικας δημιουργίας του, όμως, ήταν τόσο ιδιαίτερος και ιδιόχειρος που, ακόμα κι αν δοκιμάσεις να δανειστείς κάτι απευθείας, είναι πιθανό ακόμα και να σε γελοιοποιήσει.

*Περισσότερες πληροφορίες για την ταινία και το δημιουργό της στο website https://anaparastasis.info

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!