Της Ιωάννας Κλειάσιου *.
Η δεκαετία τού ’60, από την πρώτη κιόλας μέρα της, μπαίνει στην καθημερινή αρθρογραφία παρακολουθώντας στενά τις κινήσεις και δημιουργίες τού «εκλεκτού μας συνθέτου» Μάνου Χατζιδάκι. Τα δημοσιεύματα στον Τύπο, συνεχώς και πάντα κάτι έχουν να αναφέρουν γι’ αυτόν.

Η αντιμετώπιση και η υμνητική αρθρογραφία για τον μεγάλο συνθέτη, τονίζει -από πολύ νωρίς- τη θέση του στο βάθρο τού καλλιτεχνικού στίβου: Πρώτος απ’ όλους, και με διαφορά!
Οι αναφορές στον «αξιόλογο νέο μουσουργό» Μίκη Θεοδωράκη είναι αρχικά επιλεκτικές ή και σπανίζουν. Η δυναμική του είσοδος στην αναγνωρισιμότητα ξεκινάει μόλις το καλοκαίρι του 1960, με την κυκλοφορία τού «Επιτάφιου» στις δυο (και σε λίγο διάστημα τρεις) εκδοχές του.
Η έντονη πλέον παραφιλολογία και η αλληλοπολεμική για την «άλωση του τραγουδιού απ’ τα μπουζούκια» μόλις αρχίζει. Και επικεντρώνεται στο δίπολο Χατζιδακικοί-Θεοδωρακικοί.
Οι εθνικοπατριωτικές εξάρσεις για την κατάκτηση του Βραβείου στις Κάννες, με τη Μελίνα, τον Χατζιδάκι και «Τα παιδιά τού Πειραιά» («της σπανίας μουσικής ποιότητος και ποικιλίας») και το περιβόητο-ανεπανάλληπτο πάρτυ με τα μπουζούκια ξεχάστηκαν και εξορίστηκαν.
Η ονομαστική αναφορά γι’ αυτά τα περίφημα μπουζούκια, που έδωσαν το χρώμα, το αίσθημα και τον παλμό για τη νίκη, δεν γίνεται καν ούτε απ’ τον ίδιο τον Χατζιδάκι, στις συνεντεύξεις και αναφορές του, για όλο εκείνο το διάστημα.
Αυτός ο θαυμάσιος λαϊκός μπουζουκτσής, που «πήρε το σκήπτρο με την αξία του», το δικό του βραβείο, στις Κάννες, ήταν -βέβαια- ο Γιώργος Ζαμπέτας.

Συνεργασία Χατζιδάκι Ζαμπέτα
Ο 35χρονος τότε Ζαμπέτας, πάλευε στο μουσικό χώρο ήδη 8-10 χρόνια. Η θέλησή του να καταξιωθεί, να ξεχωρίσει, και η προσηλωμένη αγάπη του στο λαϊκό τραγούδι και στο «κακόφημο αυτό όργανο», το μπουζούκι, τον βάζουν από νωρίς σε διαδικασία άλλου μουσικού ψαξίματος και τεχνικής. Ενώ, στα πρώτα 20 -περίπου- ηχογραφημένα τραγούδια του, ακολουθεί τους κλασικούς δρόμους σύνθεσης, τα μακάμια και το μουσικό ύφος των παλιότερων συνθετών τού ρεμπέτικου, των δασκάλων του, ο τρόπος έκφρασής του στο παίξιμο δηλώνει μια έντονη ανησυχία για άλλες μελωδικές φόρμες. Μπαίνοντας δυναμικά στη δισκογραφία –απ’ το 1959- κάτι γίνεται, κάτι ανακαλύπτει και εισπράττει για τις μουσικές αναζητήσεις του, και ξαφνικά αποκαλύπτεται ξεκάθαρα ο ιδιαίτερος και μοναδικός ήχος του.
Η επιλογή του σαν σολίστα από τον Μάνο Χατζιδάκι, για τις μουσικές του στο «Ποτέ την Κυριακή», η διαρκής συμμετοχή του στην εμπνευσμένη μουσική άποψη Χατζιδάκι, για όλη εκείνη την περίοδο και τα κατοπινά χρόνια συνεργασίας τους (Κλωτσοσκούφι, Μανταλένα, Η Λίζα και η άλλη, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Οδός Ονείρων, Μαγική πόλη, Τοπ Καπί… κ.ά.) έκαναν τον Ζαμπέτα να δίνει και να παίρνει έμπνευση, και κυρίως να αναπτύξει τη μοναδική δεξιοτεχνία του και το ξεχωριστό προσωπικό του ύφος. Να αναζητήσει, να βρει και να κατασταλάξει σ’ έναν δικό του, πολύ αναγνωρίσιμο μουσικό δρόμο. Και να καταλήξει ως το περίτρανο: Να συμμετέχει -με τον τρόπο του- στη δημιουργία των συνθετών, αυτοσχεδιάζοντας μουσικές φράσεις και ταξίμια, τους περίφημους «σχολιασμούς» του.

Συνεργασία Ξαρχάκου Ζαμπέτα
Ακριβώς εκείνη την περίοδο (φθινόπωρο 1961), ένας ταλαντούχος νέος, μόνο 22 ετών, ο Σταύρος Ξαρχάκος, που μόλις έχει ολοκληρώσει τις πρώτες του βασικές σπουδές στο πιάνο και τα ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής, κάνει την πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτης, στο θέατρο Πορεία τού Αλέξη Δαμιανού («Το Πάρτυ» της Τζέιν Άρντεν). Και ταυτόχρονα, για τη νέα θεατρική σεζόν, ετοιμάζει πυρετωδώς την επόμενη μουσική εργασία του, στα «Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού.
Οι μουσικές του, εξαρχής, αναδύουν τη σπανιότητα του ταλέντου του, την αξεπέραστη λυρική εκφραστικότητά του και τη δυναμική -και πρωτοπόρα- ενορχηστρωτική του άποψη.
Ο μεγάλος του θαυμασμός και η γοητεία που του ασκούν οι ήδη καταξιωμένοι συνθέτες, Χατζιδάκις και Θεοδωράκης, τον βάζουν κι αυτόν, στη μελέτη και αναζήτηση των λαϊκών στοιχείων τού πολιτισμού.
Τότε είναι που γίνεται η μεγάλη μουσική συνάντηση και συνεργασία. Ο Ξαρχάκος διαλέγει για βασικό του συνεργάτη τον Γιώργο Ζαμπέτα, που δίνει -σε σημαντικό βαθμό- στη δημιουργική φαντασία του, το αναπόσπαστο και καθοριστικό μουσικό του στίγμα.
Ο ξεχωριστός, παιχνιδιάρικος, καθάριος, ερωτικός ήχος του τον σαγηνεύουν, και ο νεαρός συνθέτης χτίζει πάνω του πρωτότυπες μελωδίες και ρυθμούς με ιδιαίτερα και αριστουργηματικά ηχοχρώματα. Τα ειδικά -πηγαία και αυθόρμητα- μουσικά του χαρακτηριστικά γίνονται οι βάσεις για να συνεχίσει και να εξελίξει το έργο του.
Ο Ξαρχάκος, απ’ την αρχή, με τη δουλειά του στο θέατρο (Κόκκινα Φανάρια, Πάπισσα Ιωάννα, Ημερολόγιο ενός τρελού, Μια Κυριακή στη Ν. Υόρκη…) και στον κινηματογράφο (Ταξίδι, Τρίτος δρόμος, Αμόκ, Κόκκινα φανάρια, Λόλα, Μοντέρνα Σταχτοπούτα…) αρχίζει να λάμπει!  Όλοι μιλούν για τον «νεότατο ελπιδοφόρο συνθέτη» που γεννιέται. Τον συνθέτη που εκπλήσσει, ηλεκτρίζει, μαγνητίζει· και όλα προαναγγέλουν τη σπουδαία διαδρομή ενός ιδιαίτερα ταλαντούχου και παραγωγικού έλληνα δημιουργού.
Γιατί, ο Ξαρχάκος συνδυάζει, άψογα και με τολμηρή πρωτοτυπία, την αφομοίωση της λαϊκής μας κληρονομιάς με μια μουσική πρόταση για το μέλλον. Με τις πρωτοφανείς ρυθμικές εναλλαγές λαϊκών και δυτικότροπων μοτίβων, με τις πλουσιοπάροχες, συναρπαστικές και ευφάνταστες ενορχηστρώσεις του, στους μαγικούς συνδυασμούς λαϊκών και κλασικών-συμφωνικών οργάνων, με τις δυναμικές και ευδιάκριτες μελωδικές του αποχρώσεις, που κάνουν το έργο του να εμφανίζεται σαν «λαϊκή» συμφωνία.
Η συνεχής συνεργασία, αυτή την περίοδο, του Ζαμπέτα με τον Ξαρχάκο, αποδίδει τρανούς καρπούς. Κυοφορούν -μαζί και παράλληλα- τη νέα μουσική άποψη· και ηχητικά την καθορίζουν ξεκάθαρα, εκπροσωπώντας την αμιγώς «αθηναϊκή σχολή» στο νεότερο ελληνικό τραγούδι.
Βέρος Αθηναίος -γκάγκαρος- απ’ την Ακαδημία Πλάτωνος ο Ζαμπέτας, γνήσιος Εξαρχειώτης και ο Ξαρχάκος. Παιδιά, που ακούσανε στις γειτονιές και στις αυλές τους, γλέντια με κανταδόρικα και ευρωπαϊκά τραγούδια, με μαντολίνα, φυσαρμόνικες και λατέρνες και κάπου-κάπου να ξαφνιάζει με τη μαγεία του ένα μπουζούκι, σ’ ένα παράξενο λυπητερό ταξίμι απ’ την ταβέρνα.

Κόντρα στην απαξίωση
Ο Ζαμπέτας, θέλοντας ν’ αποτινάξει τη ρετσινιά τού περιθωρίου απ’ το μπουζούκι, βρίσκει απάνεμο καταφύγιο και δημιουργική φαντασία κοντά στους «σπουδασμένους». Καταπιάνεται σε νέα συνθετική έκφραση και ενορχηστρωτικά στοιχεία απ’ τη «σπουδή του κοντά στον μικρό», στον Ξαρχάκο. Και, είναι τότε που μεγαλουργεί μελωδικά (Χάθηκες, Ξημερώματα, Τα δειλινά, Τα δάκρυα, Πάρε το δρόμο τον παλιό, Μεσάνυχτα που να σε βρω, Βοριάς, Το παγωμένο χέρι σου, Το καράβι, Μιας πεντάρας νιάτα…), με τραγούδια που συνδύασαν το λαμπερό ηλιόλουστο ελληνικό καλοκαίρι με τη χλωμή φθινοπωρινή μελαγχολία, σ’ ένα πάντρεμα σπάνιου λυρικού κάλλους. Πανέμορφα και μελωδικά, που προκαλούν ψυχική ανάταση, παρά την υποβόσκουσα γκριζωπή ρομαντική θλίψη.
Επικεντρώνεται σ’ αυτό ακριβώς που έκανε με τα πρώτα του τραγούδια ο Ξαρχάκος (Για χατίρι σου ξημερώνει, Τα δάκρυά μου είναι καυτά, Άπονη ζωή, Φτωχολογιά (Στα χέρια σου μεγάλωσαν), Παράπονο, Χάθηκε το φεγγάρι, Όνειρο δεμένο στο μουράγιο, Τι έχει και κλαίει το παιδί, Να με θυμάσαι, Υπομονή…) και το μετουσίωσαν παρέα, στην πεμπτουσία τού νεοελληνικού ήχου, στις Διπλοπενιές (του Γιώργου Σκαλενάκη, που απ’ αυτή τη συνεργασία -σε επανεκτελέσεις- προέκυψε κι ο ανεπανάλληπτος δίσκος «Ένα μεσημέρι»): Στου Όθωνα τα χρόνια, Μάτια βουρκωμένα, Με τι καρδιά τον κόσμο ν’ αρνηθώ (Αποχαιρετισμός), Λευτέρη-Λευτέρη…
Και για τους δυο, το ευέλικτο πέρασμά τους από τα τρυφερά μινόρε με τα θροΐσματα απ’ τα χρωματιστά ελληνικά κύματα, στα μεγαλειώδη ματζόρε με τη δυναμική τού μεσογειακού πάθους, καθρεφτίζεται τόσο στα εμβληματικά χασάπικα όσο και στ’ αντρίκια ζωηρά ζεϊμπέκικα.

Βίοι Παράλληλοι
Αργότερα, ακολουθούν βίους παράλληλους, μα πάντα μες στον γνωστό τους, τον δικό τους μεσογειακό μουσικό παράλληλο.
Ο Ξαρχάκος, απ’ τη μια, ευρηματικότατος και με αστείρευτο λυρικό πλούτο, φτιάχνει περίτεχνα ολοκληρωμένα μουσικά έργα, για τα τραγούδια του με τις λαϊκές φωνές, με τις -κατά κανόνα- σπαρακτικές, συγκλονιστικές ερμηνείες, και ταυτόχρονα, αφοσιώνεται εκ νέου στην πρώτη του σπουδή, στη λόγια-συμφωνική μουσική, προσεγγίζοντας ακόμα περισσότερο τον τομέα της ενορχήστρωσης. Γνωρίζει καλά πώς βαδίζει η σύγχρονη μουσική σκηνή και πως σαν συνθέτης, όχι μόνο πρέπει να κατέχει τέλεια την τέχνη του, αλλά να έχει εξαντλήσει ως τα έσχατα όρια την έρευνα και εφαρμογή της τεχνικής του.
Δεν ξεχνάει όμως, ενδιαμέσα, να μας δίνει δείγματα διαλόγου και παιχνιδίσματος με τις τάσεις τής κάθε εποχής (ηλεκτρικά, πρωτοποριακά ποπ, μετασυμφωνικά, σύγχρονες όπερες, μοντέρνα χοροδράματα) κι όλα όσα ακολουθούν στεριώνουν και εξαπλώνουν τη φήμη του. Με σταθμό αρχικά «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Καμπανέλλη, μετέπειτα το «Ρεμπέτικο» του Φέρρη, και πρόσφατα, τη νεότερη ανάγνωση για τα «Κόκκινα φανάρια» και τη «Λόλα» σε Σουίτα 1 και 2, που και τα τρία συγκαταλέγονται, σίγουρα, στα αριστουργήματα της σύγχρονης ελληνικής δημιουργίας.
Το πάθος, η αφοσίωση και η ιερή προσήλωσή του είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά για το εξαίρετο καλλιτεχνικό του αποτέλεσμα. Η διαρκής μουσική του ευαισθησία και το μελωδικό του κριτήριο, κατορθώνουν πάντα να δημιουργούν την ιδανικότερη ατμόσφαιρα. Το αλάνθαστο ένστικτό του και το μεγάλο του ταλέντο, τον έχουν οδηγήσει απ’ την πρώτη στιγμή στο σωστό δρόμο: να αφορά όλους, να απολαμβάνουν ισάξια όλοι.
Ο Ζαμπέτας διαβαίνει την πορεία του, με άφθαρτο το σπάνιο μουσικό του αίσθημα, κι απ’ την ανεξάντλητη φαντασία του ξεπηδούν οι απλές μελωδικές του φόρμες, που μέσα τους χωράνε και εκφράζονται οι πάντες! Τον ίδιο αυθορμητισμό -χωρίς τυποποίηση- με φρεσκάδα και ενδιαφέροντα ευρήματα έχουν είτε οι μουσικές του για ταινίες είτε οι μελωδίες του για τραγούδια. Ως το τέλος…
Σαν μουσικός, με τον ξακουστό προσωπικό του ήχο στο μπουζούκι, σφράγισε τη νεότερη μουσική μας ιστορία. H δεξιοτεχνία του, το κέντημά του, «οι σχολιασμοί» του, καταργούν την παρτιτούρα! Οι συνθέσεις του άφησαν εποχή κι έφτιαξαν σχολή, γιατί κατείχε απόλυτα τη δομή και την ιστορία όλου του ελληνικού τραγουδιού· από το βυζαντινό μέλος και το παραδοσιακό, έως το κανταδόρικο επτανησιακό και το αστικό λαϊκό τραγούδι, των μεγάλων του ρεμπέτικου.
Και γιατί ήταν εύχαρις· με γνήσια λαϊκή οξύνοια, δηκτικότητα και σατιρικότητα και λυτρωτικός στις παραστάσεις-πανηγύρι! Η καλλιτεχνική του πληρότητα εκφραζόταν υπέροχα και στη σκηνική του παρουσία. Στις απαράμιλλες παραστάσεις τής ευωχίας και άκρατης χαράς. Στα πανηγύρια λαϊκών ήχων και χρωμάτων και αναστάσιμης λύτρωσης…

Κολόνες του Παρθενώνα!
Μισός αιώνας αστείρευτης «ποιητικής» δημιουργίας για τον καθένα τους, και ο χρόνος έδειξε πως τα κατάφεραν! Γιατί και οι δυο -ταυτόχρονα- αναζητούσαν μια νέα πολιτιστική ταυτότητα για τη σύγχρονη Ελλάδα και δρομολόγησαν νέους μουσικούς ορίζοντες.
Το έργο τους περιγράφει θαυμάσια και μιλάει την ακριβή γλώσσα τής ιστορίας και της διαδρομής τού λαϊκού μας τραγουδιού.
Σ’ εκείνα τα πρώτα τους χρόνια, δύσκολα θα πίστευαν όλοι -και οι ίδιοι ακόμα- πως θα μπορούσαν να στιγματίσουν τόσο έντονα έναν πολιτισμό -και τόσες γενιές- μ’ αυτή τη σπουδαία κληρονομιά που μας δώρησαν.
Είναι πλέον και αυτοί «κολόνες του Παρθενώνα», κατά τη ρήση Ζαμπέτα. Και τα μνημεία κανείς δεν τα κρίνει!
Ας αφήσουμε μόνο άπλετα τις μελωδίες τους ν’ αποκαλύψουν τη μουσικότητα της δικής μας ψυχής…

*Η Ιωάννα Κλειάσιου είναι συγγραφέας, στιχουργός και ερευνήτρια του λαϊκού πολιτισμού.

Σημείωση: Ό,τι υπάρχει στο κείμενο σε εισαγωγικά και με πλάγια γραφή, προέρχεται από αποδελτίωση του Τύπου της εποχής, καθώς και από τη βιογραφία του Γ. Ζαμπέτα : «Βίος και Πολιτεία-και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου», της Ιωάννας Κλειάσιου, εκδόσεις ντέφι – 1997.

Οι φωτογραφίες είναι του Τάκη Πανανίδη, από το βιβλίο «Τα θρυλικά του ’60-’65», εκδ. ντέφι.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!