του Κώστα Μελά*

Παρά την επιμελημένη προσπάθεια που καταβάλλει η κυβέρνηση να αποκρύψει την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της παντελούς αδυναμίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης να αναδείξουν το πρόβλημα, το νέο κύμα έξαρσης της πανδημίας φαίνεται να οδηγεί την ελληνική οικονομία σε δυσκολότερες ατραπούς μακριά από την επαναφορά σε μια πολυπόθητη κανονικότητα.

Η αναζωπύρωση της υγειονομικής κρίσης φαίνεται να καθιστά πλέον πιθανότερο το δυσμενές σενάριο που προβλέπει συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας με κατώτερο επίπεδο το 8,0% και με ανοδική τάση προς διψήφιο νούμερο, κάτι που αν συμβεί θα δυσκολέψει περαιτέρω τη δύσκολη κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, αλλά συγχρόνως θα αυξήσει τα εμπόδια για μια δυναμική ανάκαμψη το 2021.

Τα δείγματα είναι πλέον αρκετά ώστε οι προβλέψεις να είναι περισσότερο ασφαλείς. Τα αποκαρδιωτικά στοιχεία για τον Τουρισμό τα οποία φαίνεται ότι θα κινηθούν στο χαμηλό επίπεδο του 20,0% των αντίστοιχων μεγεθών του 2019 (εισπράξεις καθαρές 18,3 δισ. ευρώ), η ανάγκη να επιβληθούν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα για να καταπολεμηθεί ο κορωνοϊός, η κατακόρυφη μείωση των εσόδων στις επιχειρήσεις, η συνεχιζόμενη μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού στα 11.651 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για έλλειμμα 2.086 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2020 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020 το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020, είναι μερικά από αυτά. Στις δυσμενείς αυτές εξελίξεις ήρθε να προστεθεί και η έκρηξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο στο πρώτο εξάμηνο του 2020 έφτασε σε 7 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 72,3% συγκριτικά με πέρυσι.

Όμως ίσως το ασφαλέστερο στοιχείο είναι η απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε νέο πακέτο στήριξης της οικονομίας (επιχειρήσεων και εργαζομένων) το επερχόμενο φθινόπωρο ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ. Δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι είναι αρκετά. Η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη αύξησης της ανεργίας. Παρότι τα έκτακτα μέτρα στήριξης, όπως οι αναστολές συμβάσεων, περιορίζουν την κλίμακα των απολύσεων, είναι σαφές ότι οδεύουμε για κατάρρευση της απασχόλησης. Καθόλου τυχαία και τον Ιούνιο και τον Ιούλιο ο αριθμός των καταγεγραμμένων ανέργων του ΟΑΕΔ ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο. Η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να επεκτείνει τα μέτρα στήριξης της ανεργίας αυξάνοντας περαιτέρω το δημοσιονομικό έλλειμμα. Το ίδιο θα συμβεί και με τη στήριξη των επιχειρήσεων.

ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΤΑΤ για το 2ο τρίμηνο του 2020 ήλθαν να επιβεβαιώσουν όλα τα παραπάνω.

Η μείωση του ΑΕΠ κατά 15,2% ετησίως το 2ο τρίμηνο (–14,0% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ένα τρίμηνο για όσο, τουλάχιστον, διάστημα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών.

Η μέση μείωση της συνολικής αμοιβής της εργασίας στην οικονομία (που συναρτάται από τη μέση αμοιβή και την απασχόληση) ανήλθε στο 7,3% ετησίως (μετά τα ληφθέντα κυβερνητικά μέτρα στήριξης).

Παρά τη σημαντική στήριξη και τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η έντονη κάμψη της δραστηριότητας (μείωση κύκλου εργασιών επιχειρήσεων κατά 25,1% το 2ο τρίμηνο) οδήγησε σε πρωτοφανή συρρίκνωση των εισοδημάτων και των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ειδικότερα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα μαζί με το μεικτό εισόδημα μειώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί ποτέ (17,4% ετησίως).

Αντιστοίχως, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συρρικνώθηκαν κατά 10,3%, υποστηριζόμενες, μεταξύ άλλων, από τις αυξήσεις στον τομέα των κατασκευών (+32,0% ετησίως το 2ο τρίμηνο), του οικιστικού τομέα (+34,5% ετησίως), καθώς και τις αυξημένες δαπάνες σε εξοπλισμό «τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών» (ΤΠΕ) που σχετίζονται με τις νέες ανάγκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση.

Η μείωση των καθαρών εξαγωγών (μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά -32,1%, μείωση εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών –17,2%,) μεγέθυνε την ύφεση, αντιστοιχώντας στο 1/3 αυτής (ήτοι 5 ποσοστιαίες μονάδες στη συρρίκνωση του ΑΕΠ). Αν και οι εξαγωγές αγαθών εμφάνισαν αντοχές, η δραματική μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών (–50% ετησίως) διόγκωσε την ύφεση, καθώς υπερκέρασε τη σημαντικά βραδύτερη μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Τέλος η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά –10,1% πάντα σε ετήσια βάση.

Εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι ότι μία ύφεση της τάξεως του 8,0% για το 2020 είναι πολύ σημαντικό γεγονός για μια οικονομία, όπως η ελληνική, η οποία τα προηγούμενα δέκα έτη είχε απωλέσει περίπου το 25,0% του ΑΕΠ με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εισοδήματα, την παραγωγική βάση και γενικά για την ευημερία των πολιτών. Η μείωση κατά 8,0% σε ένα έτος αποτελεί το 1/3 της συνολικής απώλειας των δέκα συναπτών ετών. Πρόκειται για πολύ μεγάλη απώλεια του ΑΕΠ η οποία σε απόλυτα νούμερα μεταφράζεται αντίστοιχα σε περίπου 15 δισ. ευρώ. Παράλληλα οι αρνητικές συνέπειες αυτής της μείωσης σε όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη είναι μεγάλες. Αναφέρω μόνο την αναμενόμενη αύξηση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ πάνω από το 195% του ΑΕΠ, αλλά και την αύξηση του Γενικού Δημοσιονομικού Ελλείμματος πάνω από το 8,0%. Μόνο οι εξελίξεις αυτές δείχνουν μια σημαντικότατη επιβάρυνση της θέσης της ελληνικής οικονομίας και τις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει όταν θα κληθεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις που θα υπάρξουν μετά τον περιορισμό της πανδημίας. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπάρξει επαναφορά των περιορισμών που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τα έτη 2021 και 2022 οι βαθμοί ελευθερίας της ελληνικής οικονομίας είναι λιγότεροι από τις αντίστοιχες οικονομίες της ευρωζώνης.

ΙΣΩΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ και της πρόταξης σε πρώτο πλάνο της δημόσιας υγείας, των δύσκολων εξελίξεων με τις συνεχόμενες τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και της ευφορίας που έχει προκαλέσει η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης φαίνεται σαν η σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας να μην προσλαμβάνεται στις πραγματικές αρνητικές της διαστάσεις. Φαίνεται σαν να μην αξιολογείται με τα πρέποντα κριτήρια. Επίσης σε αυτό να συμβάλλει η αντίληψη ότι η γενεσιουργός αιτία είναι εξωτερική και δεν αποτελεί ευθύνη των κυβερνώντων. Ίσως ακόμη το ότι αποτελεί διεθνές φαινόμενο και όχι αποκλειστικά εγχώριο επίσης να συμβάλλει σε αυτή την ανάγνωση.

Όμως όλα τα παραπάνω αποτελούν απλά δικαιολογίες. Η αναγνώριση της δύσκολης κατάστασης της ελληνικής οικονομίας αποτελεί και το πρώτο βήμα για να σχεδιαστούν και στη συνέχεια να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την επαναφορά της σταδιακά και στο πλαίσιο του δυνατού σε πορεία σταθερότητας και ανάπτυξης. Πρόκειται για μια διαδικασία αργή και δύσκολη. Ο εφησυχασμός που κρύβεται πίσω από τη ρητορική της γρήγορης και εύκολης ανάκαμψης αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Ήδη έχει αρχίσει να εξαπλώνεται, με τη μορφή επιδημίας, μια ιδιαίτερα επικίνδυνη θεωρία, ότι «όλα θα διορθωθούν αυτομάτως μόλις λήξει η πανδημία». Μα γνωρίζει κανείς πότε θα λήξει η πανδημία; Οι ευθύνες της κυβέρνησης για αυτή την εξάπλωση του εφησυχασμού είναι μεγάλες. Η προσπάθεια ρητορικών θετικών προσδοκιών για την ελληνική οικονομία είναι σίγουρο ότι δεν θα είναι επιτυχής. Οι θετικές προσδοκίες δημιουργούνται στη βάση εμφανών πραγματικών εξελίξεων και όχι στη βάση αντίστοιχων επιθυμητών εξελίξεων που στηρίζονται σε πλασματικά γεγονότα. Έπειτα από τη μεγάλη ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, ο ρυθμός ανάκαμψης στην Ευρώπη αναμένεται πως θα επιβραδυνθεί, αφού το δεύτερο κύμα της πανδημίας βρίσκεται ήδη προ των πυλών. Αναπόφευκτα η επιβράδυνση αυτή θα καταφέρει ακόμη περισσότερα πλήγματα στις ευρωπαϊκές αγορές, προϊόντων, εργασίας και εξωτερικού εμπορίου.

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!