Χωρίς το μύθο του Κράτους η αληθινή αμοιβαιότητα κι η αλληλεγγύη ατόμου και κοινωνίας καθίστατο πασιφανής. Ήταν δυνατόν να ζητούνται θυσίες απ’ το άτομο, αλλά ποτέ συμβιβασμοί: γιατί, παρ’ όλο που μόνο η κοινωνία ήταν σε θέση να παράσχει ασφάλεια και σταθερότητα, ωστόσο μόνο το άτομο, το πρόσωπο, είχε τη δυνατότητα της ηθικής επιλογής, τη δυνατότητα της αλλαγής, αυτή την ουσιαστικότατη λειτουργία της ζωής. […] Η επανάσταση άρχιζε απ’ το σκεφτόμενο νου.

Ο Σεβέκ […] ήταν, λοιπόν, βέβαιος τώρα ότι η απόλυτη θέληση του να δημιουργήσει, αποτελούσε […] τη δικαιολογία της ίδιας της ύπαρξης του. Η αίσθηση ότι κατ’ αρχήν ήταν υπεύθυνος απέναντι στη δουλειά του δεν τον απομάκρυνε απ’ τους συντρόφους του, απ’ την κοινωνία του, όπως πίστευε παλιότερα. Αντίθετα, τον συνέδεε αδιάσπαστα με όλους.

Κατάλαβε έτσι ότι όποιος δοκίμαζε αυτό το συναίσθημα ευθύνης για κάτι, ήταν υποχρεωμένος να το μεταφέρει παντού, σε όλους τους χώρους. Ήταν λάθος να θεωρεί τον εαυτό του απλώς όχημα αυτού του συναισθήματος και τίποτε άλλο∙ ήταν λάθος να θυσιάζει οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση σ’ αυτό.

Τέτοια θυσία ήταν αυτή που είχε αναγνωρίσει για τον εαυτό της η Τακβέρ […] γιατί η διάσταση μέσων και σκοπού αποτελούσε και για την ίδια σφάλμα. Τόσο γι αυτήν όσο και για κείνον, δεν υπήρχε σκοπός. Υπήρχε μια διαδικασία, μια πορεία, κι αυτό ήταν όλο. Μπορούσες να πάρεις μια κατεύθυνση γεμάτη υποσχέσεις ή να τραβήξεις λάθος δρόμο, αλλά δεν ξεκινούσες με την πρόθεση κάπου, κάποτε να σταματήσεις. Όλες οι ευθύνες, όλες οι υποχρεώσεις αποκτούσαν έτσι μια ουσία, μια διάρκεια. […]

Γιατί, στο κάτω-κάτω, […] αυτή ήταν η χαρά που αναζητούσαν κι οι δυο τους –η τελείωση της ύπαρξης. Γλιτώνοντας απ’ τα βάσανα, χάνεις και την πιθανότητα της χαράς. Μπορεί να γευτείς πολλές ηδονές, αλλά δε φτάνεις ποτέ στην πληρότητα. Ποτέ δε μαθαίνεις τι σημαίνει να γυρίσεις σπίτι. […]

Η πληρότητα, σκέφτηκε ο Σεβέκ, είναι λειτουργία του χρόνου. Η αναζήτηση της ηδονής είναι κυκλική, επαναλαμβανόμενη, αχρονική. Η αναζήτηση της ηδονής απ’ την πλευρά του θεατή, του κυνηγού συγκινήσεων, του αχαλίνωτου ερωτύλου, τελειώνει πάντα στο ίδιο μέρος. Έχει ένα τέλος. Τελειώνει και πρέπει να ξαναρχίσει. Δεν είναι ταξίδι κι επιστροφή, αλλά κλειστός κύκλος, κλειδωμένο δωμάτιο, κελί.

Και έξω απ’ αυτό το κλειδωμένο δωμάτιο βρίσκεται το τοπίο του χρόνου, μέσα στο οποίο το πνεύμα μπορεί, με τύχη και θάρρος, να οικοδομήσει τις εύθραυστες, προσωρινές κι απίθανες πόλεις της πίστης: ένα τοπίο ακατοίκητο από ανθρώπινα όντα.

Μια πράξη είναι ανθρώπινη μόνο όταν συμβαίνει στο τοπίο του παρελθόντος και του μέλλοντος. Η πίστη, που επιβεβαιώνει τη συνέχεια παρελθόντος και μέλλοντος, ενώνοντας το χρόνο σε ένα όλον, είναι η ρίζα της ανθρώπινης δύναμης∙ τίποτα καλό δε γίνεται χωρίς αυτήν.

Έτσι, ξανακοιτάζοντας πίσω, αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, ο Σεβέκ δεν τα είδε σαν ξοδεμένα, αλλά σαν τμήμα του οικοδομήματος που αυτός κι η Τακβέρ έχτιζαν με τη ζωή τους. Το καλό όταν δουλεύεις μαζί με το χρόνο, κι όχι εναντίον του, είναι ότι τίποτα δε χάνεται. Ακόμα και τα βάσανα μετράνε.

Ούρσουλα Λε Γκεν
“Ο αναρχικός των δύο κόσμων”, εκδόσεις Parsec

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!