Συνεχίζεται η πολιτική αστάθεια, με τη Μέρκελ να αγκομαχά

του Ερρίκου Φινάλη

 

Όσοι εξεπλάγησαν με την «πρωτοφανή» πολιτική αστάθεια στο κράτος που φιλοδοξεί να παραμείνει Επικυρίαρχος μιας Ευρώπης αλληλοσπαρασσόμενης και σε βαθιά, διαρκή κρίση, μάλλον είχαν ξεχάσει μια λεπτομέρεια. Κι αυτή είναι η δίχως προηγούμενο εκλογική κατρακύλα των δύο πάλαι ποτέ κραταιών κομμάτων της Γερμανίας: οι Χριστιανοδημοκράτες δεν πήραν ούτε μία στις τρεις έγκυρες ψήφους, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες «πέτυχαν» το χαμηλότερο ποσοστό τους εδώ κι έναν… αιώνα. Εξαιτίας αυτής της αποτυχίας, καταρχήν της ίδιας της παιδονόμου της Ε.Ε. Μέρκελ, φτάσαμε στο «πρωτοφανές» που στην πραγματικότητα ήταν πασιφανές αλλά ξορκιζόταν. Δηλαδή την επιβεβαίωση της δυσαρέσκειας και της αστάθειας ακόμη και στα κέντρα του ιμπεριαλισμού (η Γερμανία δεν είναι η μόνη περίπτωση) και την πιθανότητα επανάληψης των εκλογών στο κράτος που κουνούσε δασκαλίστικα το δάχτυλο στον «ανεύθυνο» Νότο.

Κι όλα αυτά σε μια Γερμανία που, υπό το στιβαρό δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε (και με την πλήρη στήριξη των Σοσιαλδημοκρατών), ήταν η μόνη κερδισμένη από την κρίση των τελευταίων χρόνων και την καταλήστευση του Νότου, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ελάχιστη ανεργία. Από εκεί ορμώμενη όλο και πιο ακομπλεξάριστα διεκδικεί το «ιστορικό δικαίωμα» του γερμανικού εθνικισμού να έχει το πάνω χέρι. Η εντυπωσιακή εισβολή της ακροδεξιάς AfD στην Μπούντεσταγκ δεν είναι, εξάλλου, η μοναδική έκφραση αυτής της πεποίθησης. Αυτή η… ειδυλλιακή εικόνα κρύβει, βέβαια, μια άλλη πραγματικότητα: τη διαρκή φτωχοποίηση των «κατώτερων» στρωμάτων και την πλήρη ανατίναξη του όποιου κοινωνικού συμβολαίου. Μια πλούσια χώρα που ταυτόχρονα έχει παράξει 1 εκατομμύριο άστεγους και 13 εκατομμύρια νεόπτωχους, ενώ δίνει σε κάθε δεύτερο συνταξιούχο μια σύνταξη κάτω των 800 ευρώ, δεν μπορεί να τη διαχειρίζεται απρόσκοπτα ούτε μια παιδονόμος της κλάσης της Μέρκελ. Εξ ου και ο τωρινός πανικός των ευρωπαϊκών ελίτ που θεωρούσαν ότι η Μέρκελ καταφέρνει να τακτοποιεί τα πάντα, εντός και εκτός συνόρων. Ενώ τώρα έφτασε να παλεύει για την πολιτική της επιβίωση…

 

Οι «από πάνω» πιέζουν τους πάντες

Φυσικά δεν αποκλείεται οι Σοσιαλδημοκράτες, που δέχονται τεράστια πίεση από όλα τα συστημικά κέντρα, να υπαναχωρήσουν από τις αντιπολιτευτικές διακηρύξεις τους και να αυτοθυσιαστούν για χάρη «της Γερμανίας». Δεν θα είναι άλλωστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι της σοσιαλδημοκρατικής οικογένειας που το κάνουν (οι Ισπανοί σοσιαλιστές, που βγάζουν τη βρώμικη δουλειά του Ραχόι, συνιστούν… φωτεινό παράδειγμα). Ήδη ο κλόουν Σουλτς αδειάζει υψηλά στελέχη του κόμματός του που μέχρι προχθές δήλωναν –όπως κι ο ίδιος άλλωστε– ότι θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση, σπεύδοντας να διαβεβαιώσει ότι «είμαι βέβαιος ότι τις επόμενες μέρες και εβδομάδες θα βρούμε μια καλή λύση για τη χώρα». Τον χειροκροτεί φυσικά η ναυαρχίδα των ΜΜΕ της άρχουσας τάξης, η Frankfurter Allgemeine Zeitung, επισημαίνοντας ότι «ο κ. Σουλτς συμβάλει καθοριστικά ώστε να μην δημιουργείται αναταραχή με απερίσκεπτες δηλώσεις στελεχών του SPD» και ότι «το ελάχιστο είναι να γίνει ανεκτή μια κυβέρνηση μειοψηφίας της κ. Μέρκελ, ώστε να σταθεροποιηθεί η κατάσταση και να κερδηθεί χρόνος».

Επικουρικά, για την περίπτωση που δεν πειστούν οι Σοσιαλδημοκράτες, πιέσεις εξακολουθούν να ασκούνται και στους πιθανούς εταίρους στα πλαίσια ενός συνασπισμού στα χρώματα της Τζαμάικα: τους Βαυαρούς συμμάχους της Μέρκελ, τους ακραίους Φιλελεύθερους του FDP και τους Πράσινους. «Κανένα κόμμα που παρατείνει την αστάθεια δεν θα βγει κερδισμένο σε τυχόν πρόωρες εκλογές» προειδοποιεί σε αυστηρό τόνο ο αρχιαναλυτής του γερμανικού οικονομικού κατεστημένου Μαρσέλ Φράτσερ, ενώ ο πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων Ντίτερ Κεμπφ καλεί Βαυαρούς, FDP και Πράσινους «να αναλάβουν τις ευθύνες τους». Από κοντά κι ο πρόεδρος της Ένωσης Γερμανών Εργοδοτών Ίνγκο Κράμερ, ζητά «να υπάρξει ο αναγκαίος συμβιβασμός ώστε να αναληφθεί η απαιτούμενη δράση ενόψει των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Γερμανία και η Ευρώπη». Τέλος, ο επικεφαλής του Συνδέσμου Εξωτερικού Εμπορίου Τίνο Ζάισκε συστήνει στα κόμματα της… Τζαμάικα «να επικρατήσει σύνεση και να ξανακαθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

 

Αναβολή και διαχείριση

Πάντως μέχρι να δοθεί οποιαδήποτε λύση, είτε με κάποιου είδους συνασπισμό είτε με νέες εκλογές (που είναι πολύ αμφίβολο αν θα τροποποιήσουν το προηγούμενο αποτέλεσμα, το οποίο οδήγησε στο αδιέξοδο), η γερμανική ηγεμονία θα ασκείται μετ’ εμποδίων. Καταρχάς αναβάλλεται η επιδιωκόμενη «μεταρρύθμιση» της Ε.Ε. (ναι, μπορεί να «μεταρρυθμιστεί» προς ακόμη αντιδραστικότερη κατεύθυνση!). Μαζί της αναβάλλεται και η αποσαφήνιση μιας πολιτικής που θα αντιμετωπίζει τον Τραμπ, ο οποίος συμπεριφέρεται ως ταύρος ακόμη και μέσα στο «δικό του», δυτικό υαλοπωλείο, αλλά και τη ρωσική αρκούδα υπό τον ισχυρό Πούτιν. Αναβολές που επιβάλλονται από την αδυναμία σχηματισμού μιας στοιχειωδώς ομογενοποιημένης ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σε στιγμές όμως που, δεδομένης της χαοτικής διεθνούς κατάστασης, δεν υπάρχει τέτοια πολυτέλεια για τη γερμανική άρχουσα τάξη. Εξ ου και οι πιέσεις προς όλους για «σύνεση».

Πάντως για τα «τρέχοντα» θέματα διαχείρισης, η Μέρκελ απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του γερμανικού πολιτικού κόσμου: η δήθεν υπηρεσιακή κυβέρνησή της λαμβάνει μια σειρά σημαντικές αποφάσεις, και δεν ανοίγει ούτε ρουθούνι. Όπως για παράδειγμα η απόφαση να συνεχιστούν οι «ειρηνευτικές» αποστολές του γερμανικού στρατού στο Αφγανιστάν και σε έξι ακόμη χώρες-προτεκτοράτα της Δύσης. Δεν διαμαρτύρονται ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες, ούτε οι Πράσινοι. Παρεμπιπτόντως, όσον αφορά τους τελευταίους, έχει ενδιαφέρον ότι το κόμμα τους έχει γίνει άνω-κάτω καθώς οι συμπρόεδροί του, ο τουρκικής καταγωγής Τζεμ Εζντεμίρ και η Κάτριν Γκέρινγκ-Έκαρτ, επιμένουν να… πάνε Τζαμάικα, παρόλο που οι πιθανοί εταίροι δεν τους κάνουν τη χάρη ούτε μιας, έστω συμβολικής, παραχώρησης.

 

Και η γερμανική Αριστερά;

Η γερμανική Αριστερά χαιρέτισε βέβαια την αποτυχία της «κακής οπερέτας», όπως τη χαρακτήρισε, που συνιστούσε η προσπάθεια να οικοδομηθεί ο συνασπισμός της Τζαμάικα. Και δήλωσε «έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο». Η Κάτια Κίπινγκ και ο Μπερντ Ρίξινγκερ («συνετοί» συμπρόεδροι του κόμματος, προφανώς σε αντιδιαστολή με «ακραίους» όπως ο Όσκαρ Λαφοντέν και η Ζάρα Βάγκενκνεχτ) δεν έκρυψαν από την πρώτη στιγμή το σχέδιό τους: «Να αγωνιστούν από κοινού όλες οι δυνάμεις που βρίσκονται στα αριστερά των Χριστιανοδημοκρατών(!) ώστε να δυναμώσει μια κοινωνική εναλλακτική». Δηλαδή εμμένουν στη συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους έστω και… μονομερώς. Διότι και τα δύο αυτά κόμματα έχουν καταστήσει έμπρακτα σαφές ότι ούτε που διανοούνται τέτοια συνεργασία. Άλλωστε και το 2005 και το 2013 υπήρχε (όπως έχει επισημάνει και ο Λαφοντέν) μια τέτοια δυνητική πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ. Όμως οι Σοσιαλδημοκράτες προτίμησαν τη Μέρκελ και την πολιτική της, οι δε Πράσινοι την… αυτονομία τους – πιο πέρα από Τζαμάικα δεν πάνε!

Η γερμανική Αριστερά παρ’ όλα αυτά επιμένει… κεντροαριστερά, κι ούτε που διανοείται μια διαφορετική πολιτική, ρήξης με αυτό το πολιτικό σύστημα στο οποίο δυσπιστούν όλο και περισσότερα εκατομμύρια Γερμανών. Στην πραγματικότητα δεν κατανοεί ότι, όταν γίνεται πιθανό και το μέχρι πρότινος αδιανόητο (η ίδια η Μέρκελ να κινδυνεύει με «παραίτηση»), έχουν αλλάξει όλα τα δεδομένα. Και φυσικά δεν αποτολμά την παραμικρή κριτική στο νέο γερμανικό εθνικισμό, ο οποίος απαιτεί αλαζονικά μια Ευρώπη που θα τον υπηρετεί χωρίς πολλά-πολλά. Προφανώς, δεν καταφέρνει να τον εντοπίσει… Έτσι, εξαιτίας και της εμμονής της σε συνεργασία με τους κατ’ όνομα Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους, στα μάτια των πολιτών εντάσσεται (όσο κι αν δεν της το αναγνωρίζουν τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα…) στο επίσημο γερμανικό πολιτικό σύστημα. Άρα μάλλον θα εξακολουθήσει να απορεί για το πώς έχασε σχεδόν μισό εκατομμύριο ψηφοφόρων της προς την ακροδεξιά AfD, και πώς αυτή βγήκε δεύτερη δύναμη στο θεωρούμενο προπύργιο της Αριστεράς – την πρώην Ανατολική Γερμανία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!