Η αμφισβήτηση που αναδείχτηκε και με τις αυτοδιοικητικές εκλογές ανοίγει ένα νέο κύκλο και αναζητά διέξοδο. Του Κώστα Ανδριανόπουλου.

Ένας νέος πολιτικός κύκλος ανοίγει. Σηματοδοτείται από την τεράστια σε έκταση πολιτική και κοινωνική αμφισβήτηση, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές.
Αμφισβήτηση χαμηλής έντασης μέσα στα όρια που το σύστημα μπορεί ακόμη ν’ αντιμετωπίζει. Ωστόσο, κανείς δεν αυταπατάται εν’ όψει καινούργιων μέτρων, η κοινωνία μοιάζει μ’ ελατήριο που διαρκώς συμπιέζεται. Το πολιτικό σύστημα βρίσκεται στο επίκεντρο, υπαίτιο, κλυδωνιζόμενο. Με κάθε ευκαιρία προβάλλει η εικόνα της απονομιμοποίησης, κατεδάφισής του. Διαμορφώνεται ένας κοινωνικός, πολιτικός δυισμός ανάμεσα στις συστημικές δυνάμεις που στοιχίζονται πίσω από το Μνημόνιο από τη μία και σ’ ένα πλειοψηφικό, απορριπτικό κοινωνικό δυναμικό, από την άλλη.
Στην κατάσταση των πραγμάτων περιλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, η αποδυνάμωση και στη συνέχεια η εξάρθρωση των κομμάτων. Η πολιτική, κομματική εκπροσώπηση είναι πολυκερματισμένη, κατιούσα, εξουθενωμένη. Ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται, ενόσω λιγοστεύει, τουλάχιστον για τις ισορροπίες του πολιτικού σκηνικού. Το επαγγελλόμενο από χρόνια τέλος της μεταπολίτευσης, συντελείται. Οι πάντες εξαναγκάζονται σε επιλογές.
Τα ΜΜΕ και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, μετά τις εκλογές, παρασιωπούν τα μηνύματα, σκηνοθετούν την αποκατάσταση των φυσιολογικών ρυθμών στην πολιτική ζωή, προβάλλουν την επιστροφή στην προτεραία. Η ρευστότητα, η μεταβατικότητα είναι πλέον το κυρίαρχο στο πολιτικό σκηνικό, το αδρανοποιεί, το αποδιαρθρώνει και εισρέει στο εσωτερικό των κομμάτων. Τα ηγετικά επιτελεία γνωρίζουν ότι η εκλογική τους βάση δεν έχει απλά υποστεί ρηγματώσεις, αυτό συνέβη στην προηγούμενη φάση. Έχει ρευστοποιηθεί σε σημείο που αναιρείται το νόημά της, η αξία της ως εργαλείο αξιολόγησης και άσκησης πολιτικής.
Ο διαμερισμός της Δεξιάς, εμπεδωμένος, εκφράζεται παραστατικά μέσα από την έννοια της πολυκατοικίας. Το ΠΑΣΟΚ του 1,1 εκατομμυρίων χαμένων ψήφων, το μόνο συνεκτικό που διαθέτει είναι ο κεντρικός, κυβερνητικός μηχανισμός, τον οποίο συσπειρώνει η αίσθηση του ελλοχεύοντος κοινού χαμού. Ακόμα και το συμπαγές (ως μηχανισμός και βάση) ΚΚΕ είναι ευάλωτο. Η ανταπόκριση των οπαδών του, τη δεύτερη Κυριακή των εκλογών, τόσο στις εκκλήσεις του ΠΑΣΟΚ για υποστήριξη των δημοκρατικών δυνάμεων όσο και στην υπερψήφιση αριστερών, ριζοσπαστικών υποψηφίων κατά παράβαση της κομματικής γραμμής είναι ενδεικτική. Σε τέτοιες συνθήκες, τακτικές περιχαράκωσης δεν έχουν αποτέλεσμα και δεν πρόκειται να προκριθούν. Οι κομματικές ανασυντάξεις θα κριθούν στο πεδίο της ανοιχτής πολιτικής, δηλαδή, στα επίδικα της περιόδου.

Οι συναινέσεις ως πρόσχημα…

Μπήκαμε σ’ εποχή πρωτοβουλιών. Όσοι έχουν κάτι να πουν, να συμβάλουν με τη δράση τους, βρίσκουν μπροστά τους δρόμο ανοιχτό. Η κοινωνία αναρωτιέται, ακούει, δίνει περιθώρια σ’ αυθεντικές προσπάθειες που ανιχνεύουν εναλλακτικές. Τα μόνα που απορρίπτονται είναι οι σωτηριολογικές, απόλυτες απαντήσεις. Διά τούτο, προθέσεις δημιουργίας κομμάτων αντιμετωπίζουν, εξαρχής, την καχυποψία. Κατά τ’ άλλα, οι πρωτοβουλίες είναι ξαφνικές, αναπάντεχες, σχεδόν ακαριαίες. Δεν προκύπτουν από μακροχρόνιες εσωτερικές διεργασίες. Οι διεργασίες μέσα στην κοινωνία έχουν υποκαταστήσει αυτήν την πλευρά. Ο Δημαράς, ο Αμυράς κ.λπ. είναι προπομποί για το τι ακολουθεί.
Ο Παπανδρέου είναι υποχρεωμένος κι αυτός ν’ αναλάβει πρωτοβουλίες τέτοιες που στοχεύουν στη διάσωση του πολιτικού συστήματος, μέσα από την ανακύκλωση των φθαρμένων υλικών του. Στην αίσθηση της ανανέωσης, αναβάπτισης σ’ ένα καινούργιο λειτουργικό ρόλο, πιο ευέλικτο, πιο αποδεκτό ίσως, λιγότερο μονοδιάστατο. Αφετέρου, να επιβάλει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναδειχτούν τα ζητούμενα, θα διεξαχθεί το κομματικό παιχνίδι. Κατ’ αυτόν τον σύνθετο τρόπο επιδιώκει ν’ αποκαταστήσει την κυριαρχία απέναντι στους αντιπάλους του, εντός πάντα του κομματοκρατικού συστήματος.
Χρειάζονται συναινέσεις. Χρειάζονται συνεννοήσεις. Αυτό είναι το μότο της νέας πολιτικής Παπανδρέου. Έτσι αποκαλύπτει πως, κατ’ αρχήν, θα χρειαστεί συμμάχους. Στη συνέχεια θα φανεί πώς θα το πετύχει. Αναμένεται, δηλαδή, η αποσαφήνιση από μεριάς του, τι σημαίνει συναίνεση, ποιους περιλαβαίνει και σε ποια θέματα. Αν θα απαιτηθεί συναίνεση στα επιμέρους ή καθολικά. Ο ίδιος, το μόνο που ανακοίνωσε είναι ότι θα πάρει πρωτοβουλία επαφών με τους πολιτικούς αρχηγούς. Προς το παρόν αφήνει την ιδέα να ωριμάσει, αφήνει το κοινωνικό σώμα να τη χωνέψει. Δρέπει προκαταβολικά τους επικοινωνιακούς καρπούς για το ότι ανταποκρίνεται σε μια επιτακτική κοινωνική και ίσως εθνικής ανάγκη. Ανάγκη που κανείς άλλος δεν φαίνεται ν’ αναγνωρίζει, να διατυπώνει, να κάνει προτεραιότητα της πολιτικής του. Θ’ ακολουθήσει το κολπάκι της υπευθυνότητας. Του διαχωρισμού σε υπεύθυνους, σ’ αυτούς που ανταποκρίνονται στο κοινωνικό αίτημα και στους ανεύθυνους, σ’ αυτούς που το αποποιούνται, καταγγέλλουν, συνθηματολογούν κ.λπ. Έπονται δρομολογήσεις που θ’ αναγορεύσουν τους υπεύθυνους πολιτικούς και θα τους στέψουν ως τέτοιους, στο βάθρο της εθνικής προσπάθειας.

…και ως ανάγκη
Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η δυναμική που κρύβουν οι στοχεύσεις του ΠΑΣΟΚ. Υπάρχει, σήμερα, ισχυρό αίτημα για ευρύτερες συνεννοήσεις, συναινέσεις, που διαπερνά την κοινωνία και τον ριζοσπαστισμό της. Ο Παπανδρέου το γνωρίζει και ψαρεύει σε θολά νερά. Επιχειρεί να αρνηθεί το νόημά του, να το εκτρέψει, να το ενσωματώσει στις πολιτικές του. Είναι, όμως, άλλο το αίτημα της κοινωνίας για συνεννόηση και άλλο η πλαστογράφησή του. Είναι αίτημα που δεν αφορά συμβιβαστικές λογικές ή απόψεις που σπέρνουν σύγχυση. Ξεκινά από τη σκέψη ότι αν η χώρα βρίσκεται στο παρά πέντε -ή ακόμα χειρότερα- έχει δρομολογηθεί αμετάκλητα μια κοινωνική καταστροφή χωρίς προηγούμενο, τότε είναι αναγκαίες συνεννοήσεις και συναινέσεις.
Τι είδους, όμως, συνεννοήσεις θα μπορούσαν να αναζητηθούν αυτή την ώρα; Πρώτα απ’ όλα όχι μια συνεννόηση ανάμεσα στα κόμματα (που βλέπουν διαρκώς την επιρροή τους να εξανεμίζεται) με τη λογική ότι αν συμφωνήσουν αυτά ο λαός θ’ ακολουθήσει. Αλλά μια συνεννόηση ανάμεσα στα κόμματα και την κοινωνική, πολιτική αμφισβήτηση, του εν δυνάμει πραγματικού εκφραστή της κοινωνίας. Πάνω στην απαίτηση για εκθεμελίωση του πολιτικού συστήματος και ανασύστασή του σε άλλες βάσεις. Να γίνει, δηλαδή, αποδεκτό ότι εν πρώτοις -έτσι κι αλλιώς- βρισκόμαστε σε μια τέτοια μετάβαση.
Ότι επιζητείται ένα νέο πολιτικό σύστημα, απαλλαγμένο από εδραιωμένες εξαρτήσεις, από δουλείες σε εξωθεσμικούς παράγοντες. Ένα πολιτικό σύστημα που θα εγγυάται ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται εντός του. Θα ανέτρεπε τον ξεπεσμό, εκείνη την πραγματικότητα που λέει ότι μπορείτε να ψηφίσετε όποιο κόμμα θέλετε. Άλλωστε. οι αποφάσεις παίρνονται αλλού. Ένα πολιτικό σύστημα που, στην κεντρική προϋπόθεση για την υπόστασή του, θα είχε την απαλλαγή από τα δεσμά του Μνημονίου και της διαπλοκής. Αυτά θα πρέπει να είναι τα κεντρικά χαρακτηριστικά ενός πολιτικού συστήματος που πρέπει να αναζητηθεί, να απαιτηθεί, να τεθεί ως επίδικο στο πλαίσιαο μιας παν-κοινωνικής συνεννόησης. Ειδικότερα χαρακτηριστικά όπως εσωτερική δημοκρατία, πραγματική αντιπροσώπευση, κατοχύρωση του λαϊκού ελέγχου μέσα από δημοψηφισματικούς κανόνες μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία επιμέρους διεκδικήσεων.
Το αίτημα για ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα είναι προφανές, επίκαιρο, συμβατό με τη λαϊκή διαθεσιμότητα. Δεν αφορά μεταφυσικές απαιτήσεις, ούτε ακατόρθωτα πράγματα. Ας θυμηθούμε ότι ο αγώνας ενάντια στο πολιτικό σύστημα έχει διαρκές ιστορικό προηγούμενο στην Ελλάδα. Η δεκαετία του ’60 είναι παραδειγματική, μοιάζει με το σήμερα. Και τότε, μέσα από αγώνες επιδιώχτηκε μεταξύ των άλλων, η απαλλαγή της πολιτικής ζωής από την κηδεμονία των ανακτόρων και την επιβουλή των στεγανοποιημένων εξωθεσμικών κέντρων. Σήμερα, το ζήτημα τίθεται πιο σύνθετα. Το γκρέμισμα και η αναδημιουργία του πολιτικού συστήματος συνδέεται με τη διαμόρφωση μιας πρότασης οικονομικής, πολιτικής διεξόδου για τη χώρα.
Κρίσιμη για την επιτυχία ή όχι των κυβερνητικών χειρισμών, είναι η στάση της αντιπολίτευσης και δη της Αριστεράς. Η καταγγελία, η αποκάλυψη δεν φτάνει. Ο ψόγος ότι ο Παπανδρέου ζητά να προσχωρήσουν όλοι στην πολιτική του ή ότι φτιάχνει κλίμα συναλλαγής με τους πρόθυμους δεν φτάνει. Η Αριστερά οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα τι είδους συνεννόηση απαιτείται σήμερα.
Να εγκαταλείψει την αυτοαναφορική, αυτοκεντρική λογική που καταλήγει κάθε φορά στη θέση ότι η λύση παραπέμπεται στην επικράτησή της. Να δεχτεί πως αναδεικνύεται σε κυρίαρχο η επαναδιαπραγμάτευση, η επανοργάνωση σε νέες βάσεις της πολιτικής ζωής στη χώρα.
Να μεταφέρει, έτσι, τον αντιμνημονιακό αγώνα στο έδαφος του αγώνα για ένα νέο πολιτικό σύστημα. Να προβάλλει τα αναγκαία γνωρίσματα αυτού του συστήματος, επιδιώκοντας τη συναίνεση, σ’ ένα έδαφος που η ίδια η αμφισβήτηση κάνει ευνοϊκό. Ανακόπτοντας, έτσι, το δρόμο στο ΠΑΣΟΚ που σκοπεύει να διαστρέψει, να πλαστογραφήσει και να εγκολπωθεί το αίτημα για ευρύτερες συναινέσεις.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!