του Κώστα Δημητριάδη

Αυτό το σημείωμα δεν ενδιαφέρεται να κριτικάρει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και του μεγαλύτερου μέρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς από την οπτική και με τις συνήθειες του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού θέσεων και διαφοροποιήσεων. Θεωρεί κομβική και αναγκαία μία τέτοια κριτική και αντιπαράθεση ξεκινώντας από τις απαιτήσεις οργάνωσης μιάς πολιτικής άμυνας της ελληνικής κοινωνίας, απέναντι στους εθνικούς κινδύνους και την εθνικών διαστάσεων κρίση που αυτή αντιμετωπίζει.

Πρέπει να πούμε προκαταρκτικά εδώ, ότι στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος αναγκαστικά δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με την πολιτική στάση του ΚΚΕ που νομίζουμε ότι έχει στοιχεία που πρέπει να κοιταχτούν ξεχωριστά. Στοιχεία μιας πιο πραγματικής αντιμετώπισης του προβλήματος ανάμεικτα με παγιδεύσεις που καταλήγουν να αφοπλίζουν έναντι του ρόλου που παίζει η τουρκική απειλή.

Να δούμε μέσα σε ποιό πλαίσιο βρισκόμαστε

Όσο πιο συνοπτικά γίνεται:

1) Είναι πια ολοφάνερη η απόλυτη σύνδεση και αλληλοτροφοδότηση της προσφυγικής κρίσης με την ολοένα αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα σε πολλαπλά μέτωπα (Έβρος και Θράκη, νησιά και Ανατολική Μεσόγειος). Το πολιτικό μας σύστημα δεν μπορεί πλέον να την υποβαθμίζει όπως επιδίωκε να κάνει μέχρι πριν λίγο καιρό.

2) Η κυρίαρχη και επιθυμητή γραμμή-επιδίωξη από μέρους του πολιτικού συστήματος (και στους δύο πόλους του) είναι αφενός «Χάγη» και μέσω αυτής πολιτικά διαχειρίσιμη παραχώρηση σημαντικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Τουρκία και αφετέρου αποδοχή του ευρωπαϊκού σχεδιασμού για Ελλάδα – χώρο hot-spot (χοντρικά η γραμμή που προωθείται με τα λόγια του Λιάκου για «την ανάγκη να δεχθεί η Ελλάδα ένα εκατομμύριο πρόσφυγες») αλλά και γκριζαρίσματος της ελληνοτουρκικής μεθορίου κυρίως στα νησιά σε αυτή τη φάση.

3). Όμως! Δύο βασικές ροπές εμποδίζουν την απρόσκοπτη εφαρμογή μιάς τέτοιας πορείας. Από τη μία η κλίμακα και η οξύτητα της τουρκικής επιθετικότητας ανατινάζει τη δυνατότητα μιας πολιτικά επιτεύξιμης πολιτικής διαχείρισης και κινδυνεύει να οδηγήσει σε ακραία επικίνδυνες καταστάσεις την ασφάλεια των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου πυροδοτώντας μία ανοικτή εθνική κρίση.

Από την άλλη η ελληνική κοινωνία, ακόμα και μέσα σε αυτές τις συνθήκες ακραίου αποπροσανατολισμού και μεθοδευμένου αποκλεισμού οποιασδήποτε έλλογης και ρεαλιστικής πολιτικής έκφρασης των αναγκών και των φόβων της, αμύνεται και αντιδρά. Με στιγμές που δείχνουν δυνατότητες καθολικής και γνήσιας λαϊκής ενότητας στη γραμμή των μεγάλων δημοκρατικών και πατριωτικών παραδόσεων, ανακατεμένες με όλο το βαρύ φορτίο του αγριανθρωπισμού που προκύπτει από την όλο και μεγαλύτερη σκληρότητα των συνθηκών και της εμφάνισης και αντιδραστικών και ακροδεξιών τάσεων. Αναμενόμενη κατάσταση αν επιδιώκουμε να διατηρήσουμε τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε με πραγματικούς όρους: ανάμειξη αντιφατικών στοιχείων, μεγάλη ανισομετρία αντιδράσεων (νησιά-ηπειρωτική χώρα), πολλά τα παιζόμενα, ανοικτά ενδεχόμενα για την εξέλιξη αυτής της κατάστασης.

Αυτές οι δύο ροπές εξηγούν τις αγχωμένες αναπροσαρμογές και της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ. Και το φανερό αδιέξοδο της πολιτικής τους παγιδευμένης εντός των ορίων που θέτει η ευρωκρατία, οι πολιτικές ανάγκες και επιδιώξεις της.

Αναγκαία πολιτική πράξη η πάλη ενάντια σε κομβικά μοτίβα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και των ποικίλων δυνάμεων-οργανώσεων της αριστεράς που σύρονται εκούσες-άκουσες και αμήχανες στην ουρά του

Η τοποθέτηση του ερωτήματος «Βρισκόμαστε σε πόλεμο με την Τουρκία;» και η επιμελής προσπάθεια διαχωρισμού προσφυγικού, άμυνας έναντι της τουρκικής απειλής.

Κατ’ αρχήν για να σκεφτούμε με πραγματικούς όρους: Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή βρίσκεται πολιτικά στριμωγμένος. Ο Τσίπρας είναι αναγκασμένος να λέει ότι «κάθε κυβέρνηση θα έπαιρνε τα αυτονόητα μέτρα προστασίας της χώρας που πήρε ο Μητσοτάκης». Πολύ περισσότερο γιατί αυτή η πολιτική έχει σημαντική λαϊκή αποδοχή και αν δεν το έκανε θα βρισκόταν απομονωμένος. Είναι αρκετά κυνικός βέβαια ώστε να βγαίνει με διπλή πολιτική, με όλο τον δικαιωματικό και τον «σημιτικό» ΣΥΡΙΖΑ να κινείται σε γραμμή Λιάκου στις διάφορες παραλλαγές της. Μόλις όμως προσπεράσει αυτή την αναγκαία τοποθέτηση, αρχίζει μία πολύπλευρη προσπάθεια διαχωρισμού του προσφυγικού από το θέμα της άμυνας έναντι του υβριδικού πολέμου που με βάση αυτό έχει εξαπολύσει η Τουρκία απέναντι στη χώρα μας. Προσπαθεί να φέρει σε δύσκολη θέση τον Μητσοτάκη απέναντι στους «ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς» – θέτοντας το πολιτικά ανέντιμο ερώτημα «Μήπως είμαστε σε πόλεμο με την Τουρκία;». Και συντάσσεται ενισχύοντας όλο το οπλοστάσιο των θεσμών αυτών, και ενός ολόκληρου «αριστερού-ευρωπαϊκού-δικαιωματικού αστερισμού» που ρίχνει το βάρος του για να πέσουν οι άμυνες και να γεμίσει πρόσφυγες η Θράκη.

Και φυσικά αυτό το κάνει όταν αποκλείεται να του διαφεύγει ότι ο Ερντογάν ασκεί και θα ασκήσει μία πολιτική πιέσεων δια του εποικισμού περιοχών και έχει εκδηλώσει ήδη μία πολύ ανησυχητική ατζέντα για τη Θράκη.

Σήμερα είναι αναγκαία μία ρεαλιστική πολιτική ικανή να αμυνθεί απέναντι στις επιδιώξεις της ευρωκρατίας. Ικανή να βγάλει την πολιτική της Ελλάδας από τη θέση του «δεδομένου». Δεν αρκεί όμως η αναγκαία σκέψη που οφείλει να κάνει όποιος αποφεύγει την λωτοφαγία: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που εγκαλεί τώρα την κυβέρνηση για απουσία μιας τέτοιας πολιτικής, πρωταγωνιστούσε στην εμπέδωση της πιο ακραίας και συνολικής πολιτικής του «δεδομένου» μέχρι κάποιους μήνες πριν

Η μονότονη επωδός: η κοινωνία συντηρητικοποιείται – φασιστικοποιείται, και η πολιτική χρήση «του ζητήματος του ανθρωπισμού»

Συνεχίζεται αδιατάρακτα, με τις αναγκαίες τοπικές αναπροσαρμογές, η πολιτική του τσουβαλιάσματος των προσπαθειών της κοινωνίας να αντισταθεί στις πολύμορφες προσπάθειες αποσυγκρότησης της χώρας (το εθνικό ζήτημα) κάτω από την ταμπέλα του εθνικισμού, του ρατσισμού, του φασισμού. Και αυτή η στάση που φωνασκεί κατά της δήθεν «Ορμπανοποίησης» της ελληνικής κοινωνίας (στην οποία ακολουθεί τον ΣΥΡΙΖΑ και η λοιπή αριστερά) διχάζει το κοινωνικό σώμα, και παράγει τις πιό δυσμενείς περιχαρακώσεις, πολλώ μάλλον όταν συνδυάζεται με ένα «αριστερό-ευρωπαϊκό-δικαιωματικό μπλόκ» που ήδη δείχνει την ετοιμότητά του να σύρει τον χορό μιάς ευρύτερης ευρωπαϊκής καμπάνιας καταδίκης των ρατσιστών, εθνικιστών Ελλήνων – με την ίδια ηθική εκείνης της προηγούμενης εκστρατείας ενάντια στους «τεμπέληδες Έλληνες».

Σε αυτή την πολιτική γραμμή κεντρικό ρόλο έχει μία συγκεκριμένη χρήση του «ανθρωπισμού». Αντίστοιχη ως προς το περιεχόμενό της με την παραδοσιακή υποκριτική στάση των «παπαδοκρατιών» που βγάζουν από το μανίκι το θέμα της αρετής, της καλοσύνης, και της ειρήνης κάθε φορά και με τέτοιο τρόπο ώστε να αδυνατίζει τη θέση εκείνων που αγωνίζονται για το δίκιο και να καταλήγει πάντα να ενισχύει τη θέση των ισχυρών και κυρίαρχων. Και βεβαίως, με κάθε φορά πολιτική κατάληξη την προαγωγή του μέγιστου απο-ανθρωπιισμού.

Στα πρόθυρα μιας επαπειλούμενης ανοικτής πολιτικής κρίσης. Ο πολιτικαντισμός των όσων λέγονται γύρω από το θέμα Ευρώπη και την ανάγκη να μην είναι η Ελλάδα «δεδομένη»

Σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία μία ρεαλιστική πολιτική ικανή να αμυνθεί απέναντι στις επιδιώξεις της ευρωκρατίας. Ικανή να βγάλει την πολιτική της Ελλάδας από τη θέση του «δεδομένου». Δεν αρκεί όμως η αναγκαία σκέψη που οφείλει να κάνει όποιος αποφεύγει την λωτοφαγία: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που εγκαλεί τώρα την κυβέρνηση για απουσία μιας τέτοιας πολιτικής, πρωταγωνιστούσε στην εμπέδωση της πιο ακραίας και συνολικής πολιτικής του «δεδομένου» μέχρι κάποιους μήνες πριν. Το κέντρο της προσοχής πρέπει να μην φεύγει από το μεγάλο, κεντρικό δίδαγμα που συνοψίζει την εμπειρία μας των τελευταίων ετών: Κύριο κριτήριο για την αλήθεια μιας τέτοιας πολιτικής πρότασης είναι η σχέση και η οπτική που έχει αυτός που την εκφωνεί με τον λαό. Με το αν έχει σκοπό να στηρίξει την πολιτική του στον «πραγματικό λαό» και να προωθήσει την ενότητά του ή αν εντέλει τον περιφρονεί, τον λοιδορεί και τον διχάζει βάζοντας και αυτός ένα χεράκι για να τον σπρώξει προς την ακροδεξιά. Με το αν βλέπει και το πως βλέπει την πολιτική συμβολή του στην προαγωγή της λαϊκής διαθεσιμότητας και την ανάπτυξη φρονήματος και κοινωνικής συνείδησης.

Και ίσως ένα από τα πιο «πρωτότυπα» χαρακτηριστικά της σημερινής «συγκεκριμένης κατάστασης» είναι ότι η Αριστερά έχει απωλέσει τη δυνατότητα επαφής της με αυτό το κριτήριο και έτσι σοβαρή λαϊκή πολιτική πράξη σημαίνει το εντελώς πρακτικό δύσκολο καθήκον να εξοικειωθούμε με το ότι οι αντιστάσεις που έρχονται αναγκαστικά θα είναι πιο υβριδικές και «αποαριστεροποιήμενες» και με τις πολιτικές συνέπειες που αυτό έχει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!