Οι Γερμανίδες Όρνιθες, δηλαδή τα «Πουλιά της Γερμανίας», ήταν ανθρωποφάγα πουλιά με ράμφη, νύχια και φτερά από χαλκό -το πολυτιμότερο μέταλλο της εποχής- που τρόμαζαν τους ανθρώπους και καταστρέφαν τις σοδειές τους.

Τα πολύ παλιά τα χρόνια, ήταν καλοκάγαθα πουλάκια, που ζούσαν σκαρφαλωμένα στα δέντρα -κατά προτίμηση φλαμουριές- τρώγαν βελανίδια, τραγουδάγαν άριες κι έπαιζαν πιάνο και λαούτο, αλλά από τη στιγμή που άρχισαν να τρώνε μεταλλικό καλαμπόκι και πολύτιμα μέταλλα, άλλαξαν συμπεριφορά. Σύμφωνα με το ρητό που λέει «ό,τι τρως είσαι», αποκτήσαν και μεταλλική, άκαμπτη, συνείδηση – εκτός από σκληρό σαρκίο.
Αφού δεν τρώγονταν με τίποτα, κάτι άλλα αγρίμια τις απώθησαν σε μια λίμνη κάπου στα κεντρικά της Ευρώπης, αλλά αυτές εξακολουθούσαν να ξεμυτίζουν κάπου-κάπου και να χάφτουν ό,τι βρίσκαν μπροστά τους, ό,τι τους γυάλιζε τελοσπάντων. Η απληστία και η αναλγησία τους ήταν παροιμιώδης. Ιδίως η βασίλισσα των Ορνίθων αυτών μαζί με τον πιστό της καμαριέρη δεν σταμάταγαν μπροστά σε τίποτα προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ορέξεις τους –για το καλό του σμήνους των Γερμανίδων Ορνίθων, υποτίθεται. Έτσι λένε όλοι οι ηγεμόνες, όλοι παλεύουν -τάχα μου και δήθεν- για το καλό των λαών τους.
Ο Γιουρωσθέας έτριβε τα χέρια του, για τη σίγουρη αποτυχία του Μαντρακλή να εξολοθρεύσει αυτά τα απαίσια τέρατα της Φύσης. Ο Μαντρακλής, από την άλλη, ξεκίνησε σφυρίζοντας τον αγαπημένο του σκοπό «Τρία πουλάκια κάθονταν» και τράβηξε κατά Γερμανία μεριά.
Μόλις έφτασε στη λίμνη, έσπαγε το κεφάλι του να βρει τρόπο να ξετρυπώσει τις Όρνιθες, όταν φανερώθηκε μπροστά του η θεά Αθηνά, που του ’δωσε ένα ζευγάρι κρόταλα… από χρυσάφι, από χαλκό, θα σας γελάσω… από κάτι τι πολύτιμο πάντως. Βρόντηξε τα κρόταλα ο Μαντρακλής, και -τσούπ!- πεταχτήκαν από τις φωλιές τους να αρπάξουν τα πολύτιμα μέταλλα – μπορεί να φαντάστηκαν πως ήταν και τίποτα μετοχές ή κρατικά ομόλογα των νοτίων χωρών που είχαν βροντήξει κανόνι, ποιος ξέρει…
Ο Μαντρακλής ήταν κρυμένος πίσω από κάτι θάμνα κι άρχισε να τοξεύει συστηματικά, έτσι που κανένα Πουλί Γερμανικό δεν γλίτωσε από τις σαϊτιές του. Τις ξεπουπούλιασε όλες τις Όρνιθες κανονικά. Πήρε μαζί του μερικά χάλκινα νύχια, ράμφη και φτερά και τα πήγε στο Γιουρωσθέα που το φύσαγε και δεν κρύωνε…

Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Ροδέα Μαρίνου)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!