Ορισμένες επισημάνσεις κόντρα σε στερεότυπα και στρεβλώσεις. Του Τάσου Βαρούνη

Στο προηγούμενο άρθρο κεντρική ιδέα ήταν ότι ο κυβερνητισμός αποτελεί μια περιοριστική αντίληψη για την Αριστερά. Πρώτον, γιατί υπερτιμά τις πραγματικές δυνατότητες ενός τέτοιου πλαισίου κυβερνησιμότητας, αγνοώντας τις αλλαγές τόσο στη δομή του σημερινού καθεστώτος όσο και στο χαρακτήρα των σύγχρονων προβλημάτων. Δεύτερον, γιατί υποτιμά -ενώ την επικαλείται- την αναγκαία και ολόπλευρη συμμετοχή του λαού σε μια πορεία βαθιών αλλαγών, συνεισφέροντας έτσι σε μια ψυχολογία ανάθεσης και προσμονής. Το ερώτημα παραμένει: Αν όχι με τον κυβερνητισμό, τότε με τι; Τι πρέπει να οικοδομήσει και με τι θα συγκρουστεί μια κυβέρνηση που θέλει πραγματικά ν’ αντέξει και να υπερασπίσει την κοινωνία; Η απάντησή μας είναι σαφής: Ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου. Κάτι δηλαδή αρκετά διαφορετικό τόσο από «το κίνημα και τους αγώνες», όσο και από μια «κυβερνητική πλειοψηφία». Προϋπόθεση, όμως, για να σκεφτούμε διαφορετικά είναι να ξεφύγουμε από ορισμένα στερεότυπα και στρεβλώσεις:

Πρώτον, από μια λογική που θεωρεί ως αφετηρία των όποιων αλλαγών τη στιγμή και το μετέπειτα των νικηφόρων εκλογών. Όλα επενδύονται στην κρίσιμη αυτή ώρα. Αυτή θα φέρει τα πάνω-κάτω, θα προκαλέσει θετικά σοκ, θα ενεργοποιήσει ξανά το καθισμένο λαϊκό κίνημα. Εξού και οι διατυπώσεις «καλά πάμε», αφού όντως ο ΣΥΡΙΖΑ πλησιάζει σε αυτή τη στιγμή. Δεν λειτουργούν όμως έτσι τα πράγματα. Δεν μπορούμε να υποτιμάμε ούτε το στοιχείο της προετοιμασίας, ούτε απλά να παρατηρούμε τον «αυθορμητισμό των μαζών». Γιατί η πορεία των πραγμάτων θα γεννά διαρκώς συγκρούσεις και νέα ζητήματα, όπου χωρίς ενός είδους πολιτικοποίηση και μια αντίστοιχη μαζική «κατάσταση πνευμάτων» ενδέχεται να χάσουμε το μπούσουλα.

Δεύτερον, από την υποτίμηση του αντίπαλου. Το να στηριζόμαστε περισσότερο σε μια λογική και αναμενόμενη φθορά των μνημονιακών δυνάμεων -εν μέσω μάλιστα προσπαθειών ανασύνταξης- παρά στη δικιά μας δράση. Και από την ανάποδη, με την αντιμετώπιση των αγώνων ως εργαλείων -ή παρενθέσεων- σε μια σίγουρη πορεία προς την κυβέρνηση, παρά ως ζωτικό χώρο για την προώθηση μιας μετάβασης-ανατροπής. Το να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στην «εικόνα», τα «επικοινωνιακά σκοραρίσματα», τα «πρόσωπα», τα «δημοσκοπικά ευρήματα» παρά στα κινήματα, τους ανθρώπους και τις διεργασίες δε θα μάς πάει μακριά.

Τρίτον, από την παραμέληση των ιδιαίτερων κοινωνικών χώρων και της ανάγκης ανασυγκρότησής τους. Γιατί οι κοινωνικές δυνάμεις δεν προσέρχονται στην πολιτική αδιαφοροποίητες. Δεν έρχεται ο καθένας με την ιδιότητά του ως πολίτης, ως καταπιεσμένος, ως μνημονιακά θιγόμενος. Συνήθως, η είσοδος στο πολιτικό στίβο γίνεται με τη μορφή κοινωνικών ομάδων που έχουν κοινά συμφέροντα ή θίγονται τα κοινά συμφέροντά τους. Αν δούμε σήμερα την κατάσταση του εργατικού ή του φοιτητικού κινήματος, θα καταλάβουμε ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Και χωρίς πολιτικές για κάθε χώρο, ούτε η ηγεσία σε σωματεία, ούτε οι ακτιβισμοί μπορούν να βοηθήσουν. Με αντίστοιχο τρόπο, δεν μπορεί η συζήτηση για τα «πρόσωπα» στην τοπική αυτοδιοίκηση να καταργεί τη φυσιογνωμία, την κεντρική κατεύθυνση, τους αναγκαίους στόχους.

Τέταρτον, από μια «αυτοαναφορική αντίληψη» που θέλει την Αριστερά και τα κόμματά της ως τη μήτρα όλων όσων έγιναν στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Από δω ξεκινούν οι τοποθετήσεις που αντί να δουν τον ριζοσπαστισμό της κοινωνίας βλέπουν κάποιον αυτοδίκαιο ριζοσπαστισμό των επιτελείων. Και το μόνο που μένει είναι το να «πείσουμε το λαό». Θεωρείται λίγο έως πολύ ότι υπάρχει μέσα μας μια «αλήθεια» που απλά πρέπει να τη μοιράσουμε και στους υπόλοιπους. Βαφτιζόμαστε «πρωτοπορεία», ξεχνάμε ότι τα κινήματα διδάσκουν αλλά και ότι συχνά οι λαϊκές κινητοποιήσεις έθεσαν πιο αντισυστημικούς στόχους απ’ ό,τι τα προγράμματα της Αριστεράς.

Πέμπτον, από την αντίληψη περί «αυτονομίας κοινωνικών χώρων και κινημάτων». Από δω το κίνημα και από κει η πολιτική του έκφραση. Η λογική αυτή λειτουργεί συχνά ως άλλοθι για την απουσία ή για τον λάθος τρόπο ύπαρξης της Αριστεράς μέσα στους μαζικούς χώρους. Αποσυνδέει βολικά τις επιλογές μιας πολιτικής ηγεσίας από τα προτάγματα του «κοινωνικού» αντί να τη δεσμεύει σε αυτά, ενώ ξεχνά ότι δεν είμαστε στην περίοδο ενός διεκδικητικού κινήματος αλλά μιας συνολικότερης ανατροπής. Δεν μπορούμε να δικαιώνουμε το «αφού δεν έχουμε κίνημα, δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά». Ούτε να περιορίζουμε το ρόλο μιας εναλλακτικής πολιτικής δύναμης στη διαχείριση και όχι στην οικοδόμηση.

Έκτον, από προσεγγίσεις που θέλουν να «στριμώξουν» το υποκείμενο μιας αγωνιστικής διεξόδου αποκλειστικά σ’ ένα κόμμα ή σε μια συμμαχία κομμάτων. Ας δεχτούμε ότι οι κινητήριες δυνάμεις μιας ριζικής ανατροπής είναι το κοινωνικό μπλοκ από εργαζόμενους και άνεργους που εξαθλιώνονται και μικρομεσαία στρώματα που διαλύονται. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί σήμερα να μονοπωλήσει την έκφραση αυτών των δυνάμεων στο πολιτικό επίπεδο -εδώ ας δούμε και μια αγωνιστική στάση ιδιαίτερα των νέων που αρνείται να χωρέσει στα κόμματα- ούτε η συνεργασία με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε προφανώς και οι όποιες «διευρύνσεις». Αντί, λοιπόν, για τη συνήθεια να ψάχνουμε τις εκπροσωπήσεις στα υπαρκτά μορφώματα, θα χρειαζόταν να προβάλλουμε πολιτικούς στόχους και να δημιουργήσουμε συνέγερση, πρωτοβουλίες, διεργασίες, αγώνες και θεσμίσεις γύρω απ’ αυτούς. Κοινώς, πολιτικό κίνημα. Γιατί στην πολιτική οι οργανωτικές επενδύσεις κάθε τύπου συνήθως έπονται.

Έβδομο, ο δισταγμός να σκεφτούμε και να προχωρήσουμε όχι μόνο σε πολιτικές αλλά και σε πολιτειακές αλλαγές. Αυτό προϋποθέτει ότι θα τελειώνουμε με αυτό το πολιτικό σύστημα. Δεν θα βρούμε θέση στ’ αριστερά του, ούτε απλά θα επιδιορθώσουμε κάποιες παρεκτροπές του. Με κάθε πρόσφορο τρόπο, η κοινωνία πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζει με σχέση «ιδιώτη» την πολιτική διαδικασία. Η κοινωνία να υπάρξει μέσα στις επιλογές της πολιτικής. Όχι «Δημοκρατία» κάθε 4 χρόνια, όχι μόνο στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Γιατί όχι και νέο Σύνταγμα ως προϊόν λαϊκής διαβούλευσης. Στη Βενεζουέλα, πρόσφατα, εφαρμόστηκε η στρατηγική της «κυβέρνησης του δρόμου». Χωρίς ξεπατικωτούρες και αφαιρέσεις, η ματιά μας οφείλει να βλέπει προς τα εκεί. 

Όγδοο, η αδιαφορία για όλα εκείνα τα αξιακά στοιχεία που δίνουν υπόσταση στις μαζικές, κοινωνικές διεργασίες. Η πολιτική δεν μπορεί να νοείται ως η διαχείριση αντικρουόμενων συμφερόντων από έναν φορέα ακόμα κι αν ξεκινά απ’ αυτό, ακόμα κι αν βρισκόμαστε στη σωστή μεριά. «Θα πάρουμε εκείνο το μέτρο, έτσι θα έχουμε μαζί μας αυτό το κοινωνικό στρώμα. Θα κάνουμε το άλλο, έτσι θα λύσουμε αυτή την αντίθεση». Αν δεν προταθούν, δοκιμαστούν και κερδίσουν νέα στοιχεία κοσμοαντίληψης και συνείδησης με μαζικό τρόπο, ελάχιστα βήματα μπορούν να γίνουν. Ένα νέο ανθρωπολογικό, κοινωνικό πρότυπο οφείλει θα συνοδεύει τις όποιες αλλαγές, αν δεν θέλουμε να είμαστε απλά μια παρένθεση. Και σε αυτό έχουμε κάνει λίγα. Όπως αναφέρεται και κάπου, την περίοδο της Μεταπολίτευσης συνυπήρχαν τα αντάρτικα τραγούδια στα γλέντια των αριστερών μαζί με τις πιο χυδαίες προσωπικές και συλλογικές συμπεριφορές. Και αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!