Του Ηρακλή Λογοθέτη

 

Η θεολογία, κατά τον Μπόρχες, δεν είναι παρά ένας κλάδος της λογοτεχνίας του φανταστικού που ασχολείται με τη σταδιακή επινόηση του Θεού. Η κρίση του Μπόρχες, που διέπρεψε σ’ αυτό τον λογοτεχνικό τομέα και αναδείχθηκε σε λαμπρό ιστορικό των φανταστικών όντων, είναι φυσικά βαρύνουσα αλλά ακούγεται λιγάκι υποτιμητική. Διότι αυτή «η σταδιακή επινόηση του Θεού» υπήρξε τόσο σπουδαία ώστε εξασφαλίζει, επάξια νομίζω, στη θεολογία μια κεντρική θέση στη λογοτεχνία του φανταστικού: είναι μάλλον ο κορμός της παρά ένας οποιοσδήποτε κλάδος της. Πράγμα που εμφαίνεται και από το γεγονός ότι διαθέτει ιδιαίτερο τομέα λογοτεχνικής κριτικής-τη θρησκειολογία. Είτε κορμός είτε κλάδος πάντως της λογοτεχνίας του φανταστικού, η θεολογία εξακολουθεί να έχει μεγάλο ακροατήριο και η συμβολή του χριστιανισμού σ’ αυτή την απήχηση, όπως αποκαλύπτεται εντονότερα αυτές τις εορταστικές μέρες, δεν είναι διόλου μικρή.

Το πιο συγκινητικό και, μακράν, το συναρπαστικότερο στοιχείο του χριστιανικού μύθου, είναι αναμφίβολα το απέριττο της δομής του, η απλότητα των υλικών, η υπερβατική λιτότητα της όλης συλλήψεως. Αφού ο Χριστός είναι βασιλεύς ενός άλλου κόσμου, δεν επιτρέπεται καμία σύγκριση με τους κοσμικούς βασιλείς. Θα ήταν άστοχο να γεννηθεί σε παλάτι, γιατί όσο μεγάλο και πλούσιο κι αν παρουσιαζόταν θα υπέβαλλε συγκρίσεις με τα παλάτια βασιλιάδων αυτού του κόσμου -καλύτερα λοιπόν να γεννηθεί σε στάβλο. Καμαριέρες, μαγείρισσες και νταντάδες έχουν όλα τα μέγαρα, όσο κι αν τις πολλαπλασιάσουμε η διαφορά δεν θα είναι ουσιώδης- τον μικρό Ιησού επομένως τον χουχουλίζουνε τα ζώα. Οι κατακτητές μπαίνουν στις πόλεις με άρματα βαριά και συνοδεία τρανή. Όσα άλογα κι αν προσθέσουμε στην πομπή και χάμουρα χρυσά στα άλογα, είναι υποβιβασμός για έναν Κύριο να χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα με τους εγκόσμιους κυρίαρχους, άρα θα μπει στην Ιερουσαλήμ με γαϊδουράκι. Οι σοφοί παίρνουν για μαθητές τους εκλεκτότερους νέους μα ο πάνσοφος θα διαλέξει απλοϊκούς ψαράδες. Οι γραμματείς και οι φαρισαίοι συχνάζουν σε αριστοκρατικά σαλόνια μα ο Ναζωραίος θα επισκεφθεί το σπίτι του κριματισμένου τελώνη. Οι βασιλείς φοράνε στέμματα φορτωμένα με διαμαντικά μα ο Ιησούς θα βάλει το ακάνθινο στεφάνι…

Η ίδια κίνηση προς την έσχατη ταπεινότητα επαναλαμβάνεται διαρκώς στον χριστιανικό μύθο και είναι αυτή που απογειώνει τον Υιό του Θεού. Μετά την καθιέρωση του χριστιανισμού βέβαια τα πράγματα αλλάζουν. Το άπληστο και αφελές ιερατείο της νέας επίσημης θρησκείας βιάζεται να ξεχάσει την καταγωγή του και οι υψηλοί του προκαθήμενοι ασχημονούν φορώντας άμφια πλουμιστά και πίνοντας σε βαρύτιμα δισκοπότηρα. Τούτη η εξαχρείωση όμως είναι η μοίρα κάθε κυρίαρχης ιδεολογίας. Στο πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Τα πτερόεντα δώρα ο καλός άγγελος της πόλεως απογοητεύεται από τη φαυλότητα, την κτηνωδία και την ψυχρότητα που συναντά: «Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της Πρωτοχρονιάς και ο Άγγελος διά να παρηγορηθή, εισήλθεν εις μίαν εκκλησίαν […] εις το βάθος αντίκρυσεν έναν άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφορούντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Δαρείου, ποιούντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς: Τον Δεσπότην και Αρχιερέα! Ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!