Θα μπορούσε η στήλη να αρχίζει και να τελειώνει με αυτό το ποίημα της Μαριαλένας Πορίχη, μαθήτριας της Β’ Γυμνασίου στο 1ο Γυμνάσιο Χαλανδρίου:

Οι Αδικοχαμένοι

Πού είσαι παλικάρι μου;
Πού κρύφτηκες ξαφνικά;
Κι ο θάνατος εσκόρπισε
και δεν σε βρίσκω πουθενά.

Όχι δεν ήσουν εκεί,
δεν μπορεί να ήσουν εκεί,
η μάνα σου σε ψάχνει,
και εσύ κρύβεσαι κάπου να μη σε βρει.

Πώς να το πεις αυτό στη μάνα;
Ότι το παιδί ήταν εκεί;
Ότι εβρισκότανε στο τρένο,
Πριν την μεγάλη καταστροφή;

Πώς να το πεις αυτό στη μάνα,
ότι δεν παίζετε κρυφτό,
ότι το παιδί δεν κρύφτηκε πίσω από κάποιο δέντρο,
αλλά κάτω από το συντρίμμι το αιματηρό.

Τα τρένα έκαναν τις τελευταίες τους στάσεις
και κανείς δεν κατέβηκε εκεί,
μετά αυτά θα συνεχίσουν
μέχρι την τελική γραμμή.

Το παλικάρι έφυγε, το αδικοχαμένο,
όσο κι αν η μάνα κλαίει και στενάζει
γιατί πλήρωσε τα λάθη αλλονών
και να ’ναι ελαφρύ το χώμα που το σκεπάζει.

Κι ύστερα πάω πάλι να γράψω και σκέφτομαι το κείμενο που μου έστειλε.

Αδυνατώ. Κι έτσι της παραδίδω τη στήλη:

…Βρισκόμουν σε ένα λιβάδι…

Βρισκόμουν σε ένα λιβάδι. Παντού είχε αγριολούλουδα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου. Ένιωθα ζαλισμένη. Προχώρησα λίγα μέτρα χωρίς να γνωρίζω πού πηγαίνω. Ένα βάρος βάραινε την καρδιά μου και ένιωθα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Ξαφνικά αντήχησε στα αυτιά μου μια φωνή. Μια γνώριμη φωνή, «Μαμά, μαμά!» Γύρισα αστραπιαία προς τα πίσω. Έβλεπα την… την κόρη μου. Ήταν μικρούλα, σε ηλικία περίπου 6 ετών. Και είδα κι εμένα. «Μαμά, θα με αφήσεις ποτέ;», «Πώς σου ήρθε αυτό;», «Η γιαγιά είναι στα σύννεφα και στον ουρανό τώρα και μας άφησε για να πάει εκεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα φύγεις και εσύ και θα με αφήσεις;». Καθώς θυμόμουν αυτή την ανάμνηση δάκρυσαν τα μάτια μου. «Όχι γλυκιά μου. Για πολλά πολλά χρόνια ακόμη, μέχρι να γίνεις πολύ πολύ μεγάλη, θα είμαστε μαζί. Στο υπόσχομαι.» Η κόρη μου έτρεξε και αγκάλιασε εμένα. Ή την ανάμνηση του εαυτού μου. Πού βρισκόμουν;

Ξαφνικά κι άλλη μία ανάμνηση πήδηξε από το πουθενά, ενώ μία ομίχλη άρχισε να σκεπάζει το σημείο όπου βρισκόμουν. Όσο κοιτούσα τριγύρω μου το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν ομίχλη και πολλές αναμνήσεις από διάφορες στιγμές της ζωής μου με την κόρη μου. Μια βαβούρα επικρατούσε κι εγώ βρισκόμουν στη μέση. Για κάποιον λόγο, τα λόγια της κόρης μου, στην πρώτη μνήμη, με έκαναν να κλάψω. Καθώς προσπάθησα να την πλησιάσω να την αγκαλιάσω, με το που το δάχτυλό μου την ακούμπησε, χάθηκε. Έπεσα στα γόνατα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Η φωνή της με έκανε να νιώθω ότι είχα να την ακούσω τόσο πολύ καιρό. Ένιωθα το χώμα κάτω από τα πόδια μου τόσο κρύο και τραχύ.

Μέχρι να ξανανοίξω τα μάτια μου βρισκόμουν κάπου αλλού. Όλα τα φυτά που πατούσα ήταν ξεραμένα και νεκρά, η ομίχλη είχε σκεπάσει τα πάντα και δεν μπορούσα να δω σχεδόν τίποτα. Ψίθυροι ακούγονταν από παντού. Ξαφνικά σκόνταψα κάπου. Ήταν μεταλλικό. Ήταν… ήταν ράγα. Ήχοι τρένων αντήχησαν παντού και άφησαν μια ηχώ να πλανάται στον αέρα. Άκουγα τις ρόδες του τρένου στις ράγες να πλησιάζουν. Με έπιασε ένας τρομερός πονοκέφαλος. Έκλεισα τα μάτια μου. Με το που τα άνοιξα, τρόμος και φρίκη με πλημμύρισαν. Παντού υπήρχαν φλόγες. Βαγόνια τσακισμένα, άνθρωποι έκλαιγαν, φώναζαν και διέκρινα ένα χέρι κάτω από κάποια σίδερα. Έτρεμα ολόκληρη και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο καθώς προσπαθούσα να βγάλω το σίδερο. Σήκωνα, έσπρωχνα, τράβαγα, μα τίποτα απολύτως.

Και τότε μια φωνή ακούστηκε από πίσω μου. Γύρισα. Η φοιτητριούλα μου, η κορούλα μου, στεκόταν εκεί και με περίμενε να την αγκαλιάσω. Έτρεξα. Έτρεξα με όση δύναμη είχα. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έπεσα στην αγκαλιά της κλαίγοντας. «Μαμά μου, μην ανησυχείς. Δεν θυμάσαι αυτό που μου υποσχέθηκες; Θα μείνουμε μαζί για πολύ ακόμα. Θα είμαι πάντοτε μαζί σου. Εδώ.» Ακούμπησε την καρδιά μου. Έφυγε. Απλώς άρχισε να περπατάει μέσα στην ομίχλη. Την περίμεναν και κάποιοι άλλοι στο βάθος, κάποιες φιγούρες. Γύρισε, με χαιρέτησε, και μου έστειλε ένα φιλί καθώς την έχανα για πάντα.

Ξύπνησα. Αυτή τη φορά δεν βρισκόμουν πουθενά αλλού, παρά στο σπίτι μου, με αγκαλιά την φωτογραφία της κόρης μου. Χάιδεψα απαλά τη φωτογραφία, τη φίλησα και άναψα μία λαμπάδα, για όλους τους αδικοχαμένους ανθρώπους που θα αναπαύονται εν ειρήνη.

Στη μνήμη όλων όσων πλήρωσαν τα λάθη άλλων και εύχομαι ολόψυχα κουράγιο στις οικογένειές τους…

Υ.Γ.: Η Μαριαλένα είναι μαθήτριά μας στο Εργαστήρι «Ο κόσμος της Πηνελόπης Δέλτα» στο Αετοπούλιο του Δήμου Χαλανδρίου

Η Μαριαλένα συνήθως με κάνει να χαμογελάω.

Σήμερα με έκανε να κλάψω.

Συγκλονισμένη από τα όσα συνέβησαν έκανε αυτό που ξέρει να κάνει τόσο όμορφα:

Έγραψε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!