Στην ταινία «Σκοτεινά Νερά», εμπνευσμένη από άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2016 στους Νιου Γιορκ Τάιμς, ο ταλαντούχος ανεξάρτητος Αμερικάνος Τοντ Χέινς εγκαταλείπει πειραματισμούς και νεωτερισμούς, για να επιστρατεύσει κοινωνικό ρεαλισμό, προκειμένου να αποδώσει μέσα από ένα στιβαρό δικαστικό δράμα το χρονικό μιας πραγματικής πολύχρονης δικαστικής διαμάχης ενός δικηγόρου απέναντι σε έναν επιχειρηματικό κολοσσό της χημικής βιομηχανίας.

Ο Ρομπ Μπίλοτ (Μάρκ Ράφαλο), δικηγόρος ενός ονομαστού δικηγορικού γραφείου σε υποθέσεις χημικών εταιριών, κάνει στροφή και αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός απλού κτηνοτρόφου από τη Δυτική Βιρτζίνια, μηνύοντας την εταιρία χημικών Ντυπόν, βασικό ύποπτο για τον αποδεκατισμό των αγελάδων του κτηνοτρόφου, εξαιτίας της γειτνίασης της χωματερής της με τη φάρμα του. Η εταιρία επιχειρεί να τον αποθαρρύνει, στέλνοντας δεκάδες κούτες με τα αρχεία των τελευταίων δεκαετιών, που γεμίζουν ένα δωμάτιο. Απτόητος ο δικηγόρος τα μελετά σχολαστικά και διασταυρώνει χημικές μετρήσεις από τους τακτικούς ελέγχους της εταιρίας τόσο στη χωματερή όσο και στο νερό του γειτονικού ποταμού, ανακαλύπτοντας πως επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, στα απόβλητα της εταιρίας περιλαμβανόταν η χημική ουσία με την άγνωστη ονομασία «PFOA», μολύνοντας το νερό όλης της περιοχής. Ρωτώντας ειδικούς χημικούς, μαθαίνει πως πρόκειται για τη συνθετική χημική ουσία φθοριοάνθρακα μακράς αλυσίδας «PFOA» ή αλλιώς «C8», που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την αδιαβροχοποίηση των τανκς στον Β΄ Π.Π., μέχρι η εταιρία Ντυπόν να τη διαδώσει στα αμερικανικά νοικοκυριά, ως το νέο ανθεκτικό υλικό «τεφλόν», για την αντικολλητική επίστρωση τηγανιών, αγνοώντας τις επιστημονικές επισημάνσεις, πως πρόκειται για επικίνδυνη βιοσυσσωρευτική χημική ουσία. Ο Μπίλοτ απεκάλυψε επίσης, πως η Ντυπόν αποσιώπησε τις σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των υπαλλήλων της, ένα χρόνο μετά τη διάδοση του τεφλόν, προσφέροντάς τους δώρα. Με πολιτική κάλυψη, ως ο βασικός προμηθευτής θέσεων εργασίας της περιοχής, η εταιρία παρουσίασε αμελητέες τιμές στα ποσοστά συγκέντρωσης του C8 στον ποταμό, ζητώντας εκ νέου αποδείξεις για την επικινδυνότητα της συγκεκριμένης ουσίας στη δημόσια υγεία, ξεκινώντας έναν δικαστικό αγώνα που διήρκεσε πάνω από δεκαπέντε χρόνια.

Ο Χέινς μεταχειρίζεται εύστοχα την αφηγηματική οικονομία του μέσου, χρησιμοποιώντας χρονικούς δείκτες για την τοποθέτηση μιας πραγματικής ιστορίας στη σωστή χρονική διάσταση, επιλέγοντας και μια γραμμική σταδιακή εξιστόρηση, με αναγραφή στην οθόνη συγκεκριμένων χρονολογιών. Το πέρασμα του χρόνου μεταφέρεται ελλειπτικά, μέσα από λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του δικηγόρου αλλά και της φθίνουσας κατάστασης της υγείας του κτηνοτρόφου.

Ενδεικτικός χρονικός δείκτης που προχωράει αδιόρατα την πλοκή στο χρόνο, χαρακτηρίζοντας παράλληλα και τη συγκεκριμένη εποχή, είναι και η τηλεοπτική εικόνα των εκλογικών ποσοστών του 2000 στις ΗΠΑ, με το 47,9% να ψηφίζει τον Μπους, σχόλιο για μια εποχή όπου ισχυροποιούνται τα εταιρικά συμφέροντα, καλύπτοντας επιζήμιες δημοσιεύσεις.

Έντεχνα συνοψίζονται σε εικόνες οι πολλαπλές οικονομικές και ψυχικές επιπτώσεις που είχε σε βάθος χρόνου αυτή η πολύχρονη δικαστική διαμάχη. Μόνο για την επεξεργασία του τεράστιου δείγματος αιμοληψίας, για την ανίχνευση της χημικής ουσίας C8 στους κατοίκους, χρειάστηκαν εφτά ολόκληρα χρόνια, για να αποδειχτεί η αδιάψευστη επιδημιολογικά εκρηκτική αύξηση καρκίνων και άλλων σοβαρών παθήσεων, με ένα μεγάλο ποσοστό κατοίκων να έχουν ήδη νοσήσει, ενώ αρκετοί από αυτούς είχαν ήδη καταλήξει.

Όψεις μιας μικροαστικής καθημερινότητας στην αμερικάνικη επαρχία, με δυο κορίτσια να κάνουν ανέμελα ποδήλατο, καταγράφονται στα τράβελινγκ που εμφανίζονται σαν παρατήρηση του δικηγόρου μέσα από το αυτοκίνητό του, πλάνα που ανακαλεί στη μνήμη του, αποκαλύπτοντας σε αργή κίνηση το χαμόγελο των κοριτσιών με τα ανεξήγητα για την ηλικία τους μαυρισμένα δόντια, βάσιμες αποδείξεις για τη μόλυνση του πόσιμου νερού. Στα ίδια τράβελινγκ διαφαίνονται και διαφημιστικές πινακίδες της Ντυπόν κατά μήκος του δρόμου, που διαφημίζουν τη θετική συμβολή της εταιρίας στην κοινότητα.

Αντίστοιχα, σε αποσπάσματα καταγγελτικών τηλεοπτικών ρεπορτάζ του 2003, χρησιμοποιούνται και τηλεοπτικές διαφημίσεις του ’60, με περήφανες νοικοκυρές που χρησιμοποιούν το αντικολλητικό τηγάνι τεφλόν, επισημαίνοντας το χρονικό διάστημα μέχρι τη δημοσίευση της ακαταλληλότητας του προϊόντος.

Ανάμεσα στις πολλαπλές διαστάσεις αυτής της υπόθεσης, καταγράφεται και ο διχασμός της τοπικής κοινωνίας, με τη δυσαρέσκεια συντριπτικού ποσοστού κατοίκων που απασχολούνται στη Ντυπόν. Η εχθρική στάση απέναντι στον κτηνοτρόφο που αμφισβήτησε το για δεκαετίες καθεστώς αποσιώπησης ενός θέματος-ταμπού, που όλοι γνώριζαν, αποκαλύπτεται με τα απαξιωτικά βλέμματα των θαμώνων, καθώς μπαίνει στο καφενείο, ενώ η κάμερα εστιάζει στο πρωτοσέλιδο της τοπικής εφημερίδας «Δυσαρεστημένος κτηνοτρόφος μηνύει τον μεγάλο εργοδότη της πόλης».

Ο Χέινς αποτυπώνει σε εικόνες και τον ψυχολογικό εκφοβισμό της αδίστακτης εταιρίας, με ελικόπτερο να πετά απειλητικά πάνω από το κτήμα του κτηνοτρόφου, ενώ ο δικηγόρος νιώθει έντρομος ότι τον παρακολουθούν.

Η ηθική αφοσίωση του Μπίλοτ στην πολύμηνη δικαστική έρευνα τονίζεται μέσα από την έντονη ρυθμική πρωτότυπη μουσική του Βραζιλιάνου Μαρσέλο Ζάρβος στις σκηνές όπου ο δικηγόρος μελετάει και ταξινομεί μεθοδικά τα έγγραφα σε στοίβες γύρω του, μέσα από απανωτά αληλοεπικαλυπτόμενα πλάνα, που μεταφέρουν τη χρονική διάρκεια, ενώ η χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα ενισχύει την κρισιμότητα της κατάστασης.

Πατώντας γερά στην παράδοση του κοινωνικού αμερικανικού σινεμά της γενιάς του ’70, των Λιούμετ και Πόλακ, καθώς και του εξαιρετικού φιλμ νουάρ «Τσάιναταουν» (1974) του Ευρωπαίου Ρομάν Πολάνσκι, για την εκμετάλλευση του νερού από μεγαλοεπιχειρηματίες στο Λος Άντζελες, το ’30, αλλά και του ανθρωποκεντρικού κινηματογράφου του αριστεριστή Τζον Σέιλς, ο Χέινς αναπτύσσει έναν ακτιβιστικό ρεαλισμό που συγγενεύει με τη νέα γενιά ανεξάρτητων αμερικανών σκηνοθετών όπως ο Στίβεν Σόντεμπεργκ με το «Έριν Μπρόκοβιτς» (2000), που επίσης βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, όπου μια εργαζόμενη μητέρα τα βάζει με τις εταιρίες γκαζιού, καθώς και ο Γκας Βαν Σαντ με τη «Γη της Επαγγελίας» (2012), για την υφαρπαγή γης από εταιρίες φυσικού αερίου.

Η επιλογή του Χέινς να σκηνοθετήσει το σενάριο των Μάριο Κορέα και Μάθιου Μάικλ Κάρναχαν αποκαλύπτει έναν κοινωνικά ευαισθητοποιημένο σκηνοθέτη, που ακολουθεί τη χαρακτηριστική ασυμβίβαστη στάση ζωής των ανατρεπτικών πρωταγωνιστών του, που δεν διστάζουν να συγκρουστούν με τα καθιερωμένα κοινωνικά πρότυπα.

Σκηνοθέτης που έχει δώσει δείγματα πολύ διαφορετικής και επεξεργασμένης γραφής, ο Χέινς χρησιμοποιεί το σινεμά ως μέσο ευρείας κοινωνικής ευαισθητοποίησης μακριά από ένα μονοδιάσταστο διδακτισμό, υιοθετώντας ρεαλισμό με δυναμικές ερμηνείες και βατή αφήγηση, προκειμένου να αποκαλύψει την πραγματική ιστορία ενός μακροχρόνιου εγκλήματος.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!