Σε δύο προηγούμενα σημειώματα* επισημάναμε την κλίμακα και τη σημασία της Ιταλίας, το ρόλο της ως «πολιτικού και κοινωνικού εργαστηρίου», και επιμείναμε στο ότι είναι πολύ μεγάλη, αλλά και η πλέον ασθενής περιοχή του ευρωσυστήματος. Επίσης περιγράψαμε στοιχεία του πολιτικού συστήματος της γειτονικής χώρας και αναφερθήκαμε στα προγράμματα των συνασπισμών και των κομμάτων που παρουσιάζονταν στις εκλογές. Τώρα έχουμε την «ετυμηγορία» της κάλπης, και μπορούμε να επιχειρήσουμε μια ανάλυσή των αποτελεσμάτων.

Σημείο πρώτο: Η συμμετοχή στις εκλογές

Όπως φαίνεται στον πίνακα 1, η συμμετοχή στις εκλογές ήταν χαμηλότερη κατά 5,8 εκατομμύρια. Δηλαδή κατά 10% μικρότερη από τη συμμετοχή στις εκλογές του 2018. Ίσως αυτό να είναι ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα (που υποβαθμίζεται και δεν τονίζεται σε όσα γράφονται και λέγονται για τις ιταλικές εκλογές). Πρόκειται για την εκδήλωση μιας μεγάλης απογοήτευσης και αποστροφής προς τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα γενικά, αλλά και για σαφή άρνηση εκατομμυρίων πολιτών να πάρουν μέρος σε μια διαδικασία εκλογών φαστ τρακ, πόσο μάλλον με ένα εκλογικό σύστημα που αποκλείει και αποτρέπει από τη συμμετοχή.

Σημείο δεύτερο: Ο χαρακτήρας της ψήφου των Ιταλών ψηφοφόρων

Οι ιαχές περί ερχομού των μεταφασιστών στην Ιταλία έχουν πολλές πολιτικές σκοπιμότητες, και δεν ανταποκρίνονται στο τι πραγματικά συμβαίνει. Εδώ και πολλά χρόνια το εκλογικό σώμα στην Ιταλία ψηφίζει δυνάμεις που εμφανίζονται αντισυστημικές, που ασκούν δριμεία κριτική στο πολιτικό σύστημα, την ευρωκρατία ή τις ΗΠΑ. Ορισμένα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν είναι: Το Κίνημα 5 Αστέρων το 2018 είχε αναδειχθεί πρώτο κόμμα, συγκεντρώνοντας 10 εκατ. ψήφων. Σχημάτισε 2 κυβερνήσεις υπό τον Τζ. Κόντε, αλλά υπέστη γρήγορη φθορά και διασπάσεις, έτσι ώστε σε ένα χρόνο να χάσει περίπου το 50% των ψήφων του. Στις ευρωεκλογές του 2019 η Λέγκα του Σαλβίνι αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, συγκεντρώνοντας 9,1 εκατ. ψήφους (από 5,7 εκατ. που είχε πάρει ένα χρόνο πριν, στις βουλευτικές). Τώρα παρατηρήθηκε μεγάλη πτώση των δύο εταίρων της Κεντροδεξιάς (Λέγκα και Φόρτσα Ιτάλια), που έχασαν μαζί περίπου 5,5 εκατ. ψήφους (σε σχέση με τα 10,2 που είχαν πάρει το 2018).

Δύο κόμματα που πήγαν καλά: καταρχήν η Μελόνι, που εκτινάχθηκε από το 4,3% που είχε το 2018 στο 26%. Δεν είχε πάρει μέρος στην κυβέρνηση Ντράγκι, ασκούσε αντιπολίτευση, και τώρα είναι πρώτο κόμμα. Έπειτα, το Κίνημα 5 Αστέρων, που όλοι περίμεναν τον Ιούλιο να πάει κάτω από το 10%, πήρε 15,4%, διατηρώντας μια σχετικά μεγάλη επιρροή στον ιταλικό Νότο. Ο αρχηγός του Τζ. Κόντε είχε άρει την υποστήριξή του στην κυβέρνηση Ντράγκι, και εμφανίζεται ως υποστηρικτικής του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» που ψήφισε η πρώτη κυβέρνηση Κόντε (2018).

Συνεπώς στις εκλογές αυτές έχουμε μια αντιπολιτευτική ψήφο, μια ψήφο προς δυνάμεις που δεν συντάχθηκαν ψυχή τε και σώματι με όσα έκαναν οι προηγούμενες, ενώ τιμωρούνται όσοι κάνουν κωλοτούμπες και μάλιστα α λα ιταλικά (Σαλβίνι, Ντι Μάιο: πρώην υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Κόντε και Ντράγκι, που δεν κατάφερε ούτε καν να εκλεγεί). Δεν πρόκειται για μια ριζοσπαστική ψήφο που να απαιτεί μια ριζική στροφή, πρόκειται όμως για μια αντιπολιτευτική ψήφο που ψάχνει εκφραστή. Αν κανείς δει τις μεγάλες μετακινήσεις ψηφοφόρων προς σχηματισμούς, και αθροίσει και τα 5,8 εκατ. που δεν πήγαν καν να ψηφίσουν, θα εντοπίσει μια περιοχή 15 εκατ., ίσως και παραπάνω, που αναζητούν κάτι που να μην μοιάζει ή να μην ταυτίζεται με το κατεστημένο και εν πολλοίς διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα.

Σημείο τρίτο: Η νίκη της Κεντροδεξιάς και ο θόρυβος γι’ αυτήν

Η νίκη της Κεντροδεξιάς είναι αναμφισβήτητη και εν πολλοίς αναμενόμενη. Τα προγνωστικά των δημοσκοπήσεων δεν έπεσαν έξω (πέρα από την μεγαλύτερη της αναμενόμενης πτώση του Σαλβίνι). Η Κεντροδεξιά συγκέντρωσε 43,8% και ελέγχει τόσο τη Βουλή όσο και τη Γερουσία (237 βουλευτές σε σύνολο 400, και 115 γερουσιαστές σε σύνολο 200). Τώρα έχει ανοίξει ένας κύκλος διεργασιών και παζαριών για το πώς θα κατανεμηθούν τα κυβερνητικά πόστα ανάμεσα στον κεντροδεξιό συνεταιρισμό…

Μια παρατήρηση είναι αναγκαία: τα δύο μπλοκ, η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά, έχουν διατηρήσει τις ίδιες πάνω-κάτω δυνάμεις που είχαν και το 2018. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η σύνθεση στο εσωτερικό του κάθε μπλοκ. Δεν είχαμε μια θεαματική άνοδο της Κεντροδεξιάς, π.χ. να συγκεντρώσει 2-3 εκατ. ψήφων παραπάνω από αυτούς που συγκέντρωσε το 2018. Το ίδιο συμβαίνει και με την Κεντροαριστερά που έχει περίπου τον ίδιο αριθμό ψήφων με το 2018, αλλά με αλλαγές στο εσωτερικό της: το Δημοκρατικό Κόμμα χάνει περίπου 800 χιλιάδες ψήφων, η Συμμαχία Πράσινων και Αριστεράς τα πάει καλά και ψηφίζεται από 1 εκατ. ψηφοφόρους (3,6%).

Η Μελόνι στην πορεία της προς την κυβέρνηση έβαλε πολύ νερό στο κρασί της. Δήλωσε ξεκάθαρα ότι θα κινηθεί στα πλαίσια του ατλαντισμού, της ευρωκρατίας και των υποχρεώσεων της Ιταλίας προς αυτήν, και το πρόγραμμά της περιλαμβάνει αιτήματα που θα ικανοποιήσουν το ιταλικό κεφάλαιο. Ο Ντράγκι όσο ήταν πρωθυπουργός είχε διαύλους με την Μελόνι, και τώρα εμφανίστηκε ως εγγυητής για την πορεία της νέας κυβέρνησης στις ράγες του ατλαντισμού, της ευρωκρατίας και οικονομικών μεταρρυθμίσεων υπέρ του κεφαλαίου. Ο Ρέντσι (πρώην πρωθυπουργός και τώρα κύριος εκφραστής του κόμματος Azione-Italia Viva, που πήρε 7,8%) δηλώνει πως δεν υπάρχει κίνδυνος φασισμού στην Ιταλία. Η «δική μας» Άννα Διαμαντοπούλου, σχολιάζοντας την άνοδο της Μελόνι σήμερα και γενικά του φαινομένου του «εθνολαϊκισμού» (στην οποία εντάσσουν και τον ΣΥΡΙΖΑ του 2010-2015), τόνισε ότι αυτές οι δυνάμεις «έχουν το προσόν να αφομοιώνονται μετά την άνοδό τους».

Επομένως ο καλλιεργούμενος θόρυβος για άνοδο του φασισμού, οι ιαχές ότι έρχονται οι μεταφασίστες κ.ο.κ., που εντάθηκαν την τελευταία βδομάδα πριν τις εκλογές, όσο και οι ανοιχτά εκφοβιστικές παρεμβάσεις της Φον Ντερ Λάιεν, έχουν δύο ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους: α) να πιέσουν εξαρχής το νέο σχήμα ώστε να τηρήσει όλα όσα θέλουν οι κυρίαρχοι κύκλοι ατλαντισμού και ευρωκρατίας, β) να διασκεδάσουν την παταγώδη αποτυχία της Κεντροαριστεράς να προβάλλει μια εναλλακτική πρόταση, να συγκινήσει, να εκφράσει κάτι άλλο. Διότι η καθήλωσή της (και η υποχώρησή της) βρίσκεται στη συμμετοχή της στο «ακραίο κέντρο» που εφαρμόζει τις νεοφιλελεύθερες συνταγές της παγκοσμιοποίησης.

Σημείο τέταρτο: Δύο κόμματα που κατέβηκαν έξω από τους δύο συνασπισμούς

Δύο κόμματα που τα πήγαν σχετικά καλά ήταν του Ρέντσι (7,8%) και του Κόντε (15,4%). Και τα δύο κινήθηκαν έξω από τα δύο μεγάλα μαντριά, γεγονός που ενείχε το ρίσκο να συνθλιβούν-υποχωρήσουν, πράγμα που δεν επιβεβαιώθηκε. Βέβαια το κόμμα του Ρέντσι, που αποκαλούνταν και «Τρίτος Πόλος», είχε θέσει ως στόχο το 10%, αλλά κατόρθωσε να συγκεντρώσει τέτοια ποσοστά «μόνο» στην κεντρική Ιταλία και στις μεγάλες πόλεις. Ο Ρέντσι είναι από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Ντράγκι και θα έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο μέσα στη νέα Βουλή και στα μαγειρέματα και τις κρίσεις που θα έρθουν.

Το κόμμα του Κόντε (Κίνημα 5 Αστέρων) απόκτησε μια ανοδική τάση μέσα στην προεκλογική περίοδο, έκανε μια ικανοποιητική για τα μέτρα του καμπάνια, ιδιαίτερα στον Νότο της χώρας και, παρ’ όλες τις διασπάσεις και τις αποχωρήσεις, συγκέντρωσε ένα ποσοστό που επιτρέπει στον Κόντε να δηλώνει ότι είναι η τρίτη πολιτική δύναμη στην Ιταλία. Η επιρροή του κόμματος στηρίζεται στην υποστήριξη που δίνει στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο –ειδικά στη νότια Ιταλία– αποτελεί μια κάποια λύση για τα πολύ φτωχά στρώματα.

Σημείο πέμπτο: Η αντισυστημική ψήφος

Παρουσιάστηκαν κόμματα που δήλωναν μια κατεύθυνση εναντίωσης στην ευρωκρατία, τον πόλεμο στην Ουκρανία, το πρόγραμμα Ντράγκι κ.λπ. Κανένα από αυτά δεν έκανε την έκπληξη, δεν είχε ένα ποσοστό σημαντικό. Για παράδειγμα το Italexit, που οι δημοσκοπήσεις του έδιναν ένα 2,5-2,8% τελικά περιορίστηκε στο 1,9%. Τα δύο αριστερά ψηφοδέλτια, η Unione Popolare και η Italia Sovrana e Popolare, συγκέντρωσαν αντίστοιχα 402 χιλ. ψήφους (1.4%) και 348 χιλ. ψήφους (1.2%). Δηλαδή περίπου 750 χιλιάδες ψηφοφόρους συνολικά. Στις εκλογές του 2018 το Potere al Popolo (που συμμετείχε τώρα στην Unione Popolare) είχε πάρει 372 χιλ. ψήφους.

* Κόμματα, συνασπισμοί, προβλέψεις, ερωτηματικά (φύλλο 604) και Ο μεγάλος ασθενής και η μεγάλη απουσία (φύλλο 603).

Μεγάλος ασθενής σε κρίσιμες στιγμές

Η Ιταλία, μέλος του G7, ιδρυτικό μέλος της Ε.Ε., από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης και φυσικά μέλος του ΝΑΤΟ, είναι ο αδύναμος κρίκος του ευρωενωσιακού οικοδομήματος. Αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ μεγάλο μέγεθος που, αν χρεοκοπήσει, θα συμπαρασύρει κι άλλες δυνάμεις. Αυτές οι παρατηρήσεις θα μπορούσαν να γίνουν και πριν 3-4 χρόνια. Η κρισιμότητα της τωρινής ιταλικής συγκυρίας έγκειται στο ότι μαίνεται ένας πόλεμος που βρίσκει μπλεγμένη ολόκληρη την Ευρώπη και οι κλυδωνισμοί είναι στην ημερήσια διάταξη. Πρώτον, οι ΗΠΑ έχουν καταφέρει ισχυρά χτυπήματα σε Γερμανία και Ε.Ε., η γερμανική Ευρώπη έχει πληγεί σκληρά από αμερικανικά πυρά. Και δεύτερον, όλοι οι σχεδιασμοί που προϋπήρχαν του πολέμου στην Ουκρανία έχουν ανατιναχθεί.

Προκαλεί εντύπωση η απουσία ενός κρίσιμου ζητήματος από όλη την ιταλική προεκλογική περίοδο. Αναφερόμαστε στο πρόβλημα του χρέους της Ιταλίας, που είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Η σιωπή του πολιτικού κόσμου όλων των αποχρώσεων δεν είναι μόνο περίεργη, αλλά φανερώνει έμμεσα τη σημασία που δίνουν οι ευρωκράτες σε αυτήν την υπερευαίσθητη πλευρά σε περίοδο μεγάλων αναδασμών, κινδύνων χρηματιστηριακών σπασμών και βέβαια ανόδου των επιτοκίων. Το «μυστικό» βρίσκεται στο ότι η Ιταλία οφείλει σε γερμανικές και γαλλικές κυρίως τράπεζες το χρέος της, και γι’ αυτό ασκούνται πιέσεις, υποδείξεις, και ζητούνται εγγυήσεις ότι θα συνεχιστεί η εσωτερική διαχείριση χωρίς μεγάλες αναταράξεις. Μόνο που οι συνθήκες τείνουν σε μεγάλα επεισόδια τέτοιου τύπου…

Προς το παρόν λοιπόν σιωπή γύρω από το χρέος, και όρκοι (από όλο τον συστημικό κόσμο) ότι η Ιταλία θα εκπληρώσει όλες τις υποδείξεις και νόρμες της ευρωκρατίας. Υποτίθεται ότι αυτό θα γίνει για να εξασφαλιστεί το περίφημο «πακέτο σταθεροποίησης και ανθεκτικότητας», το οποίο όμως, λόγω πολέμου και αλλαγών των ιεραρχήσεων κάθε δύναμης, μπορεί να μην υπάρχει στη μορφή που σχεδιαζόταν προ του πολέμου. Συμπέρασμα: θα εκδηλωθούν μεγάλες εντάσεις και σπασμοί που θα τροφοδοτήσουν πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλαγές συνολικά στην Ε.Ε. και το ευρώ, και συνακόλουθα τριγμοί και πολιτική κρίση στην Ιταλία και σε πολλές άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου.

Ο χειμώνας θα είναι κρίσιμος. Προβλέπεται να υπάρξουν κύματα λαϊκής δυσφορίας και κοινωνικής έντασης, που θα προκληθούν από την εφαρμογή της «πολεμικής οικονομίας», και αναμένεται να φθαρούν διαχειριστές και κυβερνήσεις συνεργασίας. Με μια έννοια, η Μελόνι και οι συνέταιροί της θα πάρουν τον «μουτζούρη» στα χέρια τους, ακόμα κι αν θα ήθελαν να διαπραγματευτούν καλύτερους όρους απέναντι στην ευρωκρατία και τη συμμαχία Γερμανίας-Γαλλίας.

Επιτόπου, στην Ιταλία, υπάρχουν άνθρωποι και δυνάμεις που θα δουλέψουν για τον ατλαντισμό και την ευρωκρατία. Τα πρόσωπα αυτά είναι κυρίως ο Ντράγκι, και ο πρόεδρος Ματαρέλα (που στην πρώτη κυβέρνηση Κόντε, το 2018, δεν αποδέχθηκε τον διορισμό του Σαβόνα στη θέση του υπουργού Οικονομικών, διότι δεν ήταν αρεστός στις Βρυξέλλες). Από πολιτικές δυνάμεις, υπάρχει το Δημοκρατικό Κόμμα και η παρέα του, ο Ρέντσι ως γεφυροποιός, και η Κεντροδεξιά με τις προσαρμογές της. Δεν είναι και λίγοι όλοι αυτοί. Αλλά το πρόβλημα είναι μεγάλο, και οι σχεδιασμοί καθενός ή και όλων μαζί μπορεί να ανατιναχθούν από μεγάλους κραδασμούς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!