Η καταστραμμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Ιαπωνία κατάφερε να γίνει μέσα σε λίγες δεκαετίες η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία στον κόσμο. Παρ’ ολ’ αυτά, η γνώση μας για τη νεότερη ιστορία και την κουλτούρα της «χώρας του ανατέλλοντος ηλίου», παρέμεινε εξαιρετικά περιορισμένη στα πλαίσια της μυθοπλασίας του αμερικάνικου κινηματογράφου με τους ηρωικούς πεζοναύτες στα νησιά του Ειρηνικού και τους κακούς Γιαπωνέζους που κάνουν χαρακίρι. Ένα περίτεχνο και αυστηρά επιβεβλημένο πέπλο κάλυψε τα φριχτά εγκλήματα των Ιαπώνων πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου, επειδή οι Αμερικανοί αποφάσισαν να στηρίξουν την Ιαπωνία σαν αντίβαρο στην κατίσχυση του κομμουνισμού στην ανατολή. Ως δια μαγείας, «έγκυροι» δημοσιογράφοι, ιστορικοί, πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι και καλλιτέχνες στη Δύση δεν ήξεραν, δεν άκουσαν, δεν μίλησαν. Η απόλυτη συνενοχή στον «ελεύθερο κόσμο». Προσχεδιασμένα, επιλέχτηκε να πέσει όλη η μομφή για τα εγκλήματα πολέμου στον Χίτλερ και δευτερευόντως στον Μουσολίνι. Ο αυτοκράτορας Χιροχίτο και η άρχουσα τάξη της Ιαπωνίας απαλλάχτηκαν ελέω Αμερικανών και οι δυτικοί σύμμαχοι συναίνεσαν. Εσχάτως, συμφώνησαν να εξομοιώσουν και τους σοβιετικούς αμυνόμενους με τους Γερμανούς θύτες.
Ακόμα και σήμερα, η συγκλονιστική πρόσφατη κινέζικη ταινία για τη σφαγή 300 χιλιάδων πολιτών, τους βιασμούς και τη δουλεία στη Ναντσίν, θάφτηκε στη Δύση. Η διαρροή δηλητηριωδών πληροφοριών για την Ιαπωνία διαφυλάχτηκε πολύ αποτελεσματικά με τη συνδρομή των «ελεύθερων» ΜΜΕ και των «σοβαρών» πανεπιστημίων. Μόνο η Iris Chang είχε τολμήσει να γράψει και να εκδώσει στην Αμερική ένα βιβλίο για γερά νεύρα, που ταρακούνησε κάπως τα νερά, μισό αιώνα μετά. Με κίνδυνο της ζωής τους, οι Sterling Seagrave και Peggy Seagrave τεκμηριωμένα αποκαλύπτουν τερατώδεις πτυχές της πραγματικής ιστορίας που ερμηνεύουν την καθυστέρηση των λαών της Ασίας, το θαύμα του καπιταλισμού της Ιαπωνίας και ξεγυμνώνουν την υποκρισία, το ψεύδος και τη συνενοχή των Αμερικανών που καρπώθηκαν την αιματοβαμμένη λεία του πολέμου.
Η λεηλασία της Ασίας
Ίσως να είναι άσκοπο να προσπαθήσει κανείς να αποδείξει ποια από τις δύο επιθετικές δυνάμεις του Άξονα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία ή η Ιαπωνία, φέρθηκε πιο βάναυσα. Οι Γερμανοί σκότωσαν έξι εκατομμύρια Εβραίους και 20 εκατομμύρια Ρώσους, οι Ιάπωνες κατέσφαξαν τουλάχιστον 30 εκατομμύρια ανθρώπους σε Φιλιππίνες, Μαλαισία, Βιετνάμ, Καμπότζη, Ινδονησία και Βιρμανία από τους οποίους τουλάχιστον 23 εκατομμύρια ήταν κινεζικής εθνικότητας. Τόσο η Γερμανία, όσο και η Ιαπωνία λεηλάτησαν τις χώρες που κατέλαβαν σε μνημειακή κλίμακα, αν και η Ιαπωνία άρπαξε πολλά περισσότερα καθώς έδρασε για μεγαλύτερη περίοδο. Και οι δύο υποδούλωσαν εκατομμύρια ανθρώπους και τους εκμεταλλεύτηκαν με καταναγκαστική εργασία – και, στην περίπτωση των Ιαπώνων, χρησιμοποίησαν βίαια τις γυναίκες αιχμαλώτους σαν πόρνες για την «εξυπηρέτηση» των στρατιωτών του μετώπου. Εάν ήσουν αιχμάλωτος πολέμου των Ναζί, από τη Μεγάλη Βρετανία, την Αμερική, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία ή τον Καναδά (όχι από τη Ρωσία), η πιθανότητα να μην επιβιώσεις ήταν 4%, ενώ το ποσοστό θανάτων για τους αιχμάλωτους πολέμου από τις συμμαχικές δυνάμεις στα χέρια των Ιαπώνων ήταν σχεδόν 30%.
Η Γερμανική κυβέρνηση, έως σήμερα, έχει καταβάλει περισσότερα από 45 δισεκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις και επανορθώσεις. Η Ιαπωνία έχει καταβάλει μόνο 3 δισ. δολάρια, την ίδια στιγμή που σε Ιάπωνες υπηκόους, ως αποζημιώσεις, διέθεσε περίπου 400 δισ. δολάρια.
Μία αιτία για τις διαφορές αυτές είναι πως τα θύματα των Ναζί είχαν πολιτική επιρροή στις ΗΠΑ και τη Βρετανία και ανάγκασαν τις κυβερνήσεις τους να ασκήσουν πιέσεις στη Γερμανία, ενώ τα θύματα της Ιαπωνίας ζουν σε χώρες που κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, σπαράσσονταν από επαναστάσεις, αντιαποικιακά κινήματα και εμφύλιους πολέμους. Αυτό άρχισε να αλλάζει με την εμφάνιση των Κινεζο-Αμερικανών ακτιβιστών. Η επιτυχία του βιβλίου «Ο βιασμός της Ναντσίν» (1997) της Iris Chang, ενός βιβλίου που το ιαπωνικό κατεστημένο έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να το αμφισβητήσει, ανήγγειλε την εμφάνιση αυτής της ομάδας.
Συγκάλυψη των εγκλημάτων και εδραίωση των εγκληματιών
Πιο σημαντικές, όμως, είναι οι διαφορές στις πολιτικές των ΗΠΑ. Από την πρώτη στιγμή της ήττας της Γερμανίας, οι ΗΠΑ δραστηριοποιήθηκαν για τη σύλληψη των εγκληματιών πολέμου, την αποναζιστικοποίηση και τη διάσωση των αρχείων του ναζιστικού καθεστώτος, τα οποία είναι τώρα αποχαρακτηρισμένα. Αντιθέτως, μετά την ήττα της Ιαπωνίας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επεδίωξε την απαλλαγή του αυτοκράτορα και των συγγενών του από κάθε ευθύνη. Το 1948, επεδίωξε την αποκατάσταση της κυρίαρχης τάξης σε θέσεις εξουσίας (για παράδειγμα, ο υπουργός εξοπλισμών, Nobusuke Kishi, διορίστηκε πρωθυπουργός την περίοδο 1957-1960). Οι ΗΠΑ κρατούν πολλά από τα αρχεία τους που αφορούν την Ιαπωνία στην περίοδο του πολέμου άκρως απόρρητα, κατά παράβαση της νομοθεσίας τους.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο John Foster Dulles, ειδικός απεσταλμένος του προέδρου Τρούμαν στην Ιαπωνία, συνέταξε την συμφωνία ειρήνης του 1951 με τέτοιο τρόπο που η πλειοψηφία των πρώην αιχμαλώτων πολέμου και των πολιτών – θυμάτων της Ιαπωνίας, να εμποδίζονται να διεκδικήσουν οποιασδήποτε μορφής αποζημίωση είτε από την ιαπωνική κυβέρνηση είτε από ιδιωτικές εταιρίες που επωφελήθηκαν από την καταναγκαστική δουλεία. Κατάφερε να συντάξει τη συνθήκη με κάθε μυστικότητα και εξανάγκασε τους υπόλοιπους συμμάχους να δεχτούν το προσχέδιό του (πλην Κίνας και Ρωσίας που δεν υπέγραψαν). Το άρθρο 14β της συμφωνίας, που υπογράφηκε στο Σαν Φραντσίσκο στις 8 Σεπτέμβρη του 1951, ορίζει: «Εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται κάτι διαφορετικό από την παρούσα συνθήκη, οι συμμαχικές δυνάμεις παραιτούνται κάθε αξίωσης αποζημίωσης και άλλων απαιτήσεων των ίδιων και των υπηκόων τους που προκύπτουν από οποιαδήποτε ενέργεια της Ιαπωνίας και των υπηκόων της κατά τη διάρκεια του πολέμου…». Μόλις στις 25 Σεπτέμβρη του 2001, τρεις πρώην Αμερικανοί πρεσβευτές στην Ιαπωνία –ο Thomas Foley πρώην μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Michael Armacost, πρόεδρος του Brookings Institution και ο Walter Mondale, αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Κάρτερ– έστειλαν κοινή επιστολή στην Washington Post για να καταγγείλουν το Κογκρέσο για την απροθυμία του έστω και να σκεφτεί να βοηθήσει πρώην Αμερικανούς αιχμαλώτους πολέμου, που εξαναγκάστηκαν να γίνουν δούλοι.
Τα καλά κρυμμένα μυστικά
Γιατί παραμένουν αυτές οι συμπεριφορές που προστατεύουν και συγχωρούν την Ιαπωνία; Γιατί οι ΗΠΑ έχουν ακολουθήσει τόσο διαφορετικές πολιτικές έναντι της Γερμανίας και της Ιαπωνίας; Γιατί συντάχθηκε με τέτοιον τρόπο η συμφωνία ειρήνης;
Η εξήγηση που παρουσιάζει το βιβλίο των Seagraves είναι αρκετά πιο δόλια. Αφορά το τι έκαναν οι ΗΠΑ με τα λάφυρα της Ιαπωνίας μόλις ανακάλυψαν το μέγεθός τους, τη μορφή τους, και το πόσο μικρή επιρροή είχαν οι αρχικοί τους ιδιοκτήτες.
Σχεδόν αμέσως με το τέλος του πολέμου, οι αμερικανικές δυνάμεις άρχισαν να ανακαλύπτουν τεράστιες κρύπτες του πολεμικού θησαυρού των Ιαπώνων. Ο στρατηγός MacArthur, υπεύθυνος της κατοχής, ανέφερε την ανακάλυψη «μεγάλων αποθεμάτων χρυσού, ασημιού, πολύτιμων λίθων, ξένων γραμματοσήμων, γκραβούρων και… συναλλάγματος παράνομου στην Ιαπωνία». Οι αξιωματικοί του συνέλαβαν το νονό του υποκόσμου Yoshio Kodama, που είχε δράσει στην Κίνα κατά τη διάρκεια του πολέμου, πουλώντας όπιο και επιβλέποντας τη συγκέντρωση και αποστολή στην Ιαπωνία βιομηχανικών μετάλλων, όπως βολφράμιο, τιτάνιο και λευκόχρυσο. Η Ιαπωνία ήταν ο κατά πολύ μεγαλύτερος των άλλων παραγωγός οπίου στην Ασία σε όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, αρχικά στην αποικία της Κορέα και αργότερα στη Μαντζουρία, που κατέλαβε το 1931. Ο Kodama προμήθευε ηρωίνη και ποτά στην κατεχόμενη Κίνα με αντάλλαγμα χρυσά νομίσματα και κοσμήματα που μεθοδικά οι Ιάπωνες τα έλιωναν σε ράβδους, όπως και αντικείμενα τέχνης.
Ο Kodama επέστρεψε στην Ιαπωνία, μετά την παράδοση, εξαιρετικά πλούσιος. Πριν πάει στη φυλακή, μετέφερε μέρος της λείας του στους συντηρητικούς πολιτικούς Ichiro Hatoyama και Ichiro Kono, οι οποίοι τη χρησιμοποίησαν για να χρηματοδοτήσουν το νεοσύστατο Φιλελεύθερο Κόμμα, πρόδρομο του κόμματος που κυβέρνησε την Ιαπωνία σχεδόν συνεχόμενα έως το 1949. Όταν ο Kodama βγήκε από τη φυλακή, το 1949, δούλεψε για τη CIA και αργότερα έγινε επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Lockheed Aircraft Company στην Ιαπωνία, δωροδοκώντας και εκβιάζοντας πολιτικούς για να αγοράσουν πολεμικά αεροσκάφη της Lockheed. Με τον κλεμμένο πλούτο, τις διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο και ως υποστηρικτής του μιλιταρισμού, έγινε ένας από τους μεγαλύτερους νονούς της φιλοαμερικανικής μονοκομματικής εξουσίας στην Ιαπωνία.
Ο Kodama δεν ήταν μόνος του σ’ αυτή την υπόθεση πολεμικής κερδοσκοπίας. Ένα από τα πιο επίμαχα συμπεράσματα των Seagraves είναι πως η λεηλασία της Ασίας πραγματοποιήθηκε υπό την επίβλεψη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με την αμερικανική μυθοπλασία πως ο αυτοκράτορας ήταν φιλειρηνιστής και απλά και μόνο ως διακοσμητική φιγούρα παρακολουθούσε τον πόλεμο. Οι Seagraves υποστηρίζουν πειστικά πως μετά την ολοκληρωτική εισβολή στην Κίνα στις 7 Ιούλη του 1937, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο διόρισε έναν εκ των αδελφών του, τον Πρίγκηπα Chichibu, επικεφαλής μιας μυστικής οργάνωσης με την ονομασία kin no yuri (χρυσός κρίνος), αποστολή της οποίας ήταν να εξασφαλίσει τη ροή του λαθρεμπορίου ώστε να μην το σφετερίζονται αξιωματικοί του στρατού ή άλλοι, όπως ο Kodama, προς όφελός τους. Με επικεφαλής έναν πρίγκιπα της αυτοκρατορίας, υπήρχε η εγγύηση πως όλοι, ακόμα και οι ανώτατοι διοικητές, θα ακολουθούσαν τις εντολές και ο αυτοκράτορας προσωπικά θα γινόταν εξαιρετικά πλούσιος.
Ο αυτοκράτορας τοποθέτησε επίσης τον πρώτο του εξάδελφο, πρίγκιπα Tsuneyoshi Takeda, στο επιτελείο του Στρατού στη Μαντζουρία, και αργότερα ως αξιωματούχο με χρέη συνδέσμου στα Γραφεία της Σαϊγκόν, για να εποπτεύει τη λεηλασία και να εξασφαλίζει πως τα λάφυρα θα στέλνονταν στην Ιαπωνία. Ο Χιροχίτο τοποθέτησε επίσης, τον θείο του, πρίγκιπα Yasuhiko Asaka, βοηθό διοικητή του στρατού της Κεντρικής Κίνας, ο οποίος με αυτήν του την ιδιότητα διέταξε την τελική επίθεση στη Ναντσίν, την κινεζική πρωτεύουσα, μεταξύ 2 και 6 Δεκέμβρη του 1937, και λέγεται ότι έδωσε τη διαταγή να «εκτελεστούν όλοι οι αιχμάλωτοι». Οι Ιάπωνες μετακίνησαν περίπου 6000 τόνους χρυσού από τα θησαυροφυλάκια του Τσανγκ Κάι-Σεκ και τα σπίτια και γραφεία των ηγετών της Εθνικιστικής Κίνας. Και οι τρεις πρίγκιπες ήταν απόφοιτοι της Στρατιωτικής Ακαδημίας και όλοι έζησαν και μετά τον πόλεμο. Ο Chichibu πέθανε το 1953 από φυματίωση, αλλά οι άλλοι δύο έζησαν ως τα βαθιά τους γεράματα.
Ιάπωνες και Αμερικανοί μοιράστηκαν τη λεία
Με την κατάληψη από τους Ιάπωνες το χειμώνα και την άνοιξη του 1941-42 του συνόλου της Νοτιοανατολικής Ασίας, συμπεριλαμβανομένων των Φιλιππίνων και της Ινδονησίας, η δουλειά της οργάνωσης «Χρυσός Κρίνος» αυξήθηκε πολύ. Εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία Ολλανδών, Βρετανών, Γάλλων και Αμερικανών στις αντίστοιχες αποικίες τους, οι εκτελεστές του «Χρυσού Κρίνου» άρπαξαν όσο από τον πλούτο των υπερπόντιων πληθυσμών της Κίνας μπορούσαν· απέσπασαν κάθε επίχρυσο από τους Βουδιστικούς ναούς, έκλεψαν ολόχρυσους Βούδες από τη Βιρμανία, πούλησαν όπιο στους τοπικούς πληθυσμούς και συγκέντρωσαν πολύτιμους λίθους από οποιονδήποτε είχε. Ο χρυσός λιώθηκε σε ράβδους σε ένα μεγάλο χυτήριο στη Μαλαισία και μαρκαρίστηκε με το βαθμό καθαρότητας και το βάρος του. Ο Chichibu και το προσωπικό του απέγραψαν όλα αυτά τα λάφυρα και τα φόρτωσαν σε πλοία, μεταμφιεσμένα σε νοσοκομειακά πλοία με προορισμό την Ιαπωνία.
Πολύς χρυσός και πολύτιμοι λίθοι χάθηκαν ως αποτέλεσμα των επιθέσεων αμερικανικών υποβρυχίων. Έτσι ο Chichibu μετέφερε την έδρα του από τη Σιγκαπούρη στη Μανίλα και διέταξε όλα τα φορτία να κατευθύνονται στα λιμάνια των Φιλιππίνων. Από το 1942, ο Chichibu επόπτευσε την οικοδόμηση 175 «αυτοκρατορικών» αποθηκών για να κρύψει το θησαυρό μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Εργάτες σκλάβοι και αιχμάλωτοι πολέμου έσκαψαν σήραγγες και σπηλιές και στη συνέχεια όλοι θάφτηκαν ζωντανοί, συχνά μαζί με Ιάπωνες αξιωματικούς και στρατιώτες, όταν σφραγίζονταν οι κρύπτες προκειμένου να μείνουν μυστικές. Κάθε κρύπτη παγιδεύτηκε με εκρηκτικά και οι λίγοι διασωζόμενοι χάρτες του «Χρυσού Κρίνου» περιέγραφαν κρυπτογραφικά την ακριβή τοποθεσία, το βάθος, τους αεραγωγούς και το είδος της παγίδευσης της κρύπτης (πχ: εκρηκτικά, αμμοπαγίδες, δηλητηριώδη αέρια). Στη Μανίλα, ο «Χρυσός Κρίνος» κατασκεύασε θησαυροφυλάκια στα μπουντρούμια του παλιού ισπανικού οχυρού Santiago, μέσα στην πρώην στρατιωτική έδρα των Αμερικανών (Fort McKinley, τώρα Fort Bonifacio), και κάτω από τον καθεδρικό ναό, δηλαδή σε μέρη που οι Ιάπωνες σωστά υπέθεταν πως οι Αμερικανοί δεν θα βομβάρδιζαν.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση των Φιλιππίνων, ειδικοί Αμερικανοί πράκτορες άρχισαν να ανακαλύπτουν μερικές από τις μυστικές κρύπτες. Ο άνθρωπος κλειδί ήταν ένας αμερικανο-φιλιππινέζος, ο Severino Garcia Diaz Santa Romana, ο οποίος στα μέσα την δεκαετίας του 1940 εργάστηκε για τον στρατηγό Willoughby, που ήταν επικεφαλής αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών του MacArthur. Ως κομάντο στα μετόπισθεν των Φιλιππίνων, είχε γίνει αυτόπτης μάρτυρας της εκφόρτωσης βαριών κιβωτίων από ένα ιαπωνικό πλοίο, και της μεταφοράς τους σε ένα τούνελ του οποίου την είσοδο είδε να φράζουν με εκρηκτικά. Είχε ήδη υποπτευθεί τι συνέβαινε. Μετά τον πόλεμο, ο Santa Romana συμμετείχε στις δυνάμεις του επικεφαλής της OSS (προκάτοχος της CIA) Edward Lansdale. Ο Lansdale έγινε αργότερα ένας από τους πιο διαβόητους πολεμιστές του Ψυχρού Πολέμου, που κατηύθυναν κυβερνήσεις και στρατούς στις Φιλιππίνες και τη Γαλλική Ινδοκίνα. Συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του υποπτεράρχου.
Από κοινού οι Romana και Lansdale βασάνισαν τον οδηγό του στρατηγού Tomoyuki Yamashita, αναγκάζοντάς τον να αποκαλύψει τις θέσεις στις οποίες είχε οδηγήσει τον Yamashita τους. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας επιλεγμένους στρατιώτες από το σώμα των μηχανικών του Αμερικανικού στρατού, εξερεύνησαν μια δεκάδα τοποθεσίες στις κοιλάδες νότια της Μανίλα. Έκπληκτοι ανακάλυψαν σωρούς χρυσού που ξεπερνούσαν το μπόι τους. Ο Lansdale στάλθηκε στο Τόκιο για να ενημερώσει τους MacArthur και Willoughby και στη συνέχεια αυτοί τον διέταξαν να επιστρέψει στην Ουάσιγκτον για να ενημερώσει τον βοηθό εθνικής ασφαλείας του Τρούμαν, Clark Clifford. Σαν συνέπεια, ο Robert Anderson από το προσωπικό του Υπουργού Πολέμου Henry Stimson, επέστρεψε στο Τόκιο μαζί με τον Lansdale και, σύμφωνα με τους Seagraves, πέταξαν μυστικά, μαζί με τον MacArthur, στις Φιλιππίνες, προκειμένου να επιθεωρήσουν προσωπικά αρκετά σπήλαια-κρύπτες. Μετά την επιθεώρηση κατέληξαν στο συμπέρασμα πως όσα είχαν βρει στην Luzon, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο από άλλες κρύπτες που είχαν ανακαλυφθεί στην Ιαπωνία, ανέρχονταν σε αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια πολεμικής λείας.
Στην Ουάσιγκτον, αποφασίστηκε στα πιο υψηλά κλιμάκια, πιθανώς από τον ίδιο τον Τρούμαν, να κρατηθούν τα συγκεκριμένα ευρήματα μυστικά και να διοχετευθούν τα χρήματα σε διάφορα ανεπίσημα μαύρα ταμεία προκειμένου να χρηματοδοτηθούν μυστικές δραστηριότητες της CIA. Ένας από τους λόγους για τους οποίους πάρθηκε η απόφαση αυτή, ήταν να διατηρηθεί η τιμή του χρυσού και το σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών που βασίζονταν στο χρυσό, το οποίο καθορίστηκε από τη συνθήκη του Bretton Woods, το 1944. Επίσης συνειδητοποίησαν πως η γνωστοποίηση του ρόλου που είχε παίξει η ιαπωνική αυτοκρατορική οικογένεια στη λεηλασία της Ασίας, θα κατέστρεφε την έως τότε προσεκτικά κατασκευασμένη εικόνα που ήθελε τον αυτοκράτορα να είναι ένας φιλειρηνικός υδροβιολόγος. Ο πλούτος της Ιαπωνίας έπρεπε να παραμείνει μυστικός. Προκειμένου να κρατήσει τα όσα ανακάλυψαν οι Romana και Lansdale μυστικά, ο MacArthur αποφάσισε επίσης να ξεφορτωθεί τον Yamashita. Μετά από ένα βιαστικά στημένο στρατοδικείο για εγκλήματα πολέμου, ο Yamashita απαγχονίστηκε στις 23 Φλεβάρη 1946.
Ο Lansdale επόπτευσε την περισυλλογή των ευρεθέντων από αρκετές υπόγειες κρύπτες και τα μετέφερε στην αμερικανική ναυτική βάση Subic ή στην αεροπορική βάση Clark. Σύμφωνα με τους Seagraves, δύο μέλη του προσωπικού του Stimson, μαζί με οικονομικούς εμπειρογνώμονες της νεοϊδρυθείσας CIA, καθοδήγησαν τον Santa Romana για το πώς να καταθέσει το χρυσό σε 176 αξιόπιστες τράπεζες σε 42 διαφορετικές χώρες. Μόλις ο χρυσός έμπαινε στα θησαυροφυλάκιά τους οι τράπεζες εξέδιδαν νόμιμα πιστοποιητικά. Με αυτή την ανεξάντλητη πηγή μετρητών, η CIA οργάνωσε μαύρα ταμεία για να επηρεάσει την πολιτική στην Ιαπωνία, την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Μεγάλη Βρετανία και άλλες περιοχές του κόσμου. Για παράδειγμα, χρήματα από το ταμείο «Μ» (από τον υποστράτηγο William Marquat του επιτελείου του MacArthur) διατέθηκαν για να πληρωθεί ο επανεξοπλισμός της Ιαπωνίας μετά το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας.
Θα απαιτούνταν ένας ακόμα τόμος προκειμένου να καταγραφούν οι διάφορες περιπτώσεις κατά τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν αυτά τα κεφάλαια με το πέρασμα του χρόνου, ανάμεσά τους η οικονομική στήριξη των αντεπαναστατών της Νικαράγουας εναντίον της εκλεγμένης κυβέρνησης της Μανάγκουα (το γνωστό σκάνδαλο Ιράν-Κόντρα). Ουσιαστικά, όποιος προσπάθησε να διερευνήσει αυτά τα μυστικά μαύρα ταμεία της CIA βίωσε την καταστροφή της καριέρας του.
Η μαφία των κυβερνήσεων
Ο Santa Romana πέθανε το 1974, αφήνοντας κύριους κληρονόμους τον Tarcianna Rodriguez, ταμεία των εταιρειών του, και τη σύζυγό του Luz Rambano. Αυτοί ξεκίνησαν να πάρουν πίσω τον χρυσό, που ήταν στις διάφορες τράπεζες έχοντας όλα τα λογιστικά βιβλία, μυστικούς κώδικες, ποσά, αρχεία πληρωμών και άλλα επίσημα έγγραφα. Με εκπρόσωπο τον διάσημο δικηγόρο του Σαν Φραντσίσκο Melvin Belli, η Rambano κατέθεσε αγωγή εναντίον του John Reed, τότε διευθυντικού στελέχους της Citibank στη Νέα Υόρκη και σήμερα προέδρου του Χρηματιστηρίου Αξιών της Νέας Υόρκης, κατηγορώντας τον για «παράνομη οικειοποίηση» στην περίπτωση της πώλησης χρυσού αξίας 20 δις δολαρίων από τις καταθέσεις του Romana και οικειοποίησης των χρημάτων. Οι Seagraves περιγράφουν παραστατικά τις συναντήσεις Rambano και Reed, με φάλαγγες δικηγόρων και από τις δύο πλευρές, στο γραφείο συνεδριάσεων της Citibank στη Νέα Υόρκη.
Ο Romana και ο Lansdale σίγουρα δεν ανακάλυψαν όλες τις κρύπτες. Στην επαρχία Nueva Viscaya, ηλικιωμένοι Ιάπωνες «τουρίστες» κουβαλάνε όχι τσάντα του γκολφ, αλλά εξελιγμένους ανιχνευτές μετάλλων. Η περιοχή αυτή των Φιλιππίνων είναι μια από εκείνες στις οποίες είναι ιδιαίτερα ενεργοί οι αντάρτες του Νέου Λαϊκού Στρατού, και δεν έχει ιδιαίτερα τουριστικά αξιοθέατα.
Ο πρόεδρος των Φιλιππίνων Marcos ανέκτησε τουλάχιστον 14 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρυσό – 6 δις από το ναυάγιο του καταδρομικού Nachi στον κόλπο της Μανίλα και 8 δις από το τούνελ «Τερέζα 2». Το 2001, η φιλιππινέζικη πολιτική σκηνή αναστατώθηκε όταν ο πρώην Γενικός Εισαγγελέας Francisco Chavez ισχυρίστηκε πως η νεότερη κόρη του Μάρκος, είχε λογαριασμό 13,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ελβετία.
Οι Seagraves κλείνουν με αυτά τα λόγια: «Για λόγους προφύλαξης, εάν συμβεί τίποτα παράξενο, έχουμε κανονίσει το βιβλίο αυτό και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία να αναρτηθούν σε μια σειρά σελίδων στο διαδίκτυο. Εάν μας δολοφονήσουν, οι αναγνώστες δεν θα δυσκολευτούν καθόλου να ανακαλύψουν τους ενόχους αυτής της πράξης.»
* Αποσπάσματα από την παρουσίαση του βιβλίου «Χρυσοί πολεμιστές: Η Μυστική ανάκτηση του χρυσού του Yamashita από τις ΗΠΑ», των Sterling Seagrave και Peggy Seagrave. Μετάφραση: Ρούλα Μουτσέλου.
Ο Chalmers Johnson εργαζόταν στη CIA από το 1967 ως το 1972. Έχει γράψει, μεταξύ άλλων, το βιβλίο «Νέμεση:
Οι τελευταίες ημέρες της Αμερικανικής Δημοκρατίας».