του Γιάννη Σχίζα

Οι πόλεις του κόσμου είναι προϊόντα του εντεινόμενου καταμερισμού των έργων και προϋπήρξαν της βιομηχανικής επανάστασης. Η Ουρ της Μεσοποταμίας της τρίτης χιλιετηρίδας π.Χ. είχε 250.000 κατοίκους, η Βαβυλώνα της ακμής της 400.000 κατοίκους και η Ρώμη της αυτοκρατορικής περιόδου θεωρείται ότι προσέγγισε το εκατομμύριο! Ο Αριστοτέλης έθετε το πρόβλημα του «άριστου μεγέθους» και υποστήριζε ότι οι πόλεις πρέπει να έχουν την εμβέλεια του κήρυκα (!), γιατί έβλεπε ότι η συσσώρευση πληθυσμού είναι πρόξενη επικοινωνιακών δυσλειτουργιών. Αντίθετα ένα γερμανικό αναγεννησιακό γνωμικό, που μεταγενέστερα πολλοί επικαλέσθηκαν για να τεκμηριώσουν τον δημοκρατικό και ελευθεριακό χαρακτήρα των πόλεων σε σχέση με τη συντηρητική ύπαιθρο, έλεγε ότι «ο αέρας των πόλεων απελευθερώνει». Ο Ιάκωβος ο Α΄ της Αγγλίας, τον 17ο αιώνα, θαμπωμένος από την επεκτεινόμενη πρωτεύουσα της χώρας του έλεγε: «σύντομα, το Λονδίνο θα είναι όλη η Αγγλία». Όμως η «Ουτοπία» του Τόμας Μορ, γραμμένη τον 16ο αιώνα, δεν ήταν φιλική με τις μεγάλες σωρεύσεις πληθυσμών, γι’ αυτό και προνοούσε σημαντικές αποστάσεις ανάμεσα στους προγραμματιζόμενους οικισμούς. Τον 19ο αιώνα ο Φουριέ έθετε ως αρχικό πυρήνα της ουτοπίας του μια «συντροφιά» από 1.500 έως 1.600 άτομα σε έκταση τουλάχιστον 25.000 στρεμμάτων, ενώ ο Όουεν του ίδιου αιώνα σχεδίαζε οικιστικές μονάδες (παροικίες) από 500 έως 1.500 ανθρώπους.

Το 1840 η «Σαινσιμονική» μεταρρυθμίστρια Φλόρα Τρίσταν έγραφε: «τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η πόλη (το Λονδίνο) στην βιομηχανία, αντισταθμίζονται από τα προβλήματα που προκύπτουν από τις τεράστιες αποστάσεις. Η πόλη είναι μια συνένωση πολλών πόλεων. Η έκτασή της έχει αυξηθεί τόσο πολύ ώστε οι κάτοικοι δεν έχουν δυνατότητες συναναστροφής και γνωριμίας μεταξύ τους […] ένας άνθρωπος χάνει μισή μέρα στο πηγαινέλα στους δρόμους του Λονδίνου».

Στα τέλη του «προαυτοκινητιστικού» 19ου αιώνα ο Εμπενέζερ Χάουαρντ προώθησε την ιδέα των «κηπουπόλεων» επιχειρώντας την εκ βάθρων ανάπλαση του αστικού χώρου μέσα από την ανα-σύνθεση ανθρωπογενών και φυσικών στοιχείων. Στη Σοβιετική Ένωση των πρώτων επαναστατικών χρόνων οι «Απολεοδομιστές» πρότειναν τη διάχυση των υπαρκτών πόλεων κατά μήκος των μεγάλων οδικών αξόνων! Ο Γκίνζμπουργκ αντέκρουε τον ουρμπανιστή Λε Κορμπυζιέ με ένα γράμμα, όπου «τσιτάριζε» κάποιες βολές των κλασικών του Μαρξισμού εναντίον των αστικών σχηματισμών της εποχής εκείνης. Ο Ένγκελς αναφερόταν στον διαχωρισμό πόλης και υπαίθρου, που «κατέστρεψε κάθε δυνατότητα πολιτιστικής ανάπτυξης για τον αγροτικό πληθυσμό ενώ δεν άφησε καμιά δυνατότητα φυσικής ανάπτυξης για τον πληθυσμό της πόλης», ο Μαρξ μιλούσε για τον άνθρωπο «στην κατάσταση ζώου της πόλης», ενώ ο Λένιν μιλούσε «για παρά φύση συνωστισμό του τεράστιου πλήθους στις μεγάλες πόλεις». Από την άλλη πλευρά ο Λε Κορμπυζιέ υποστήριζε ότι «οι πόλεις είναι κατάσχεση της φύσης από τον άνθρωπο» και πρότεινε την καθ’ ύψος ανάπτυξη και γενικότερα την «τρισδιάστατη πολεοδομία», με την μικρότερη δυνατή κατάληψη επιφανειακού χώρου από τα κτίρια.

Στη δεκαετία του 1950, οι Σιτουασιονιστές υπογράμμιζαν την ιδέα μιας πολεοδομίας με «ελεύθερο έδαφος για την κυκλοφορία (των πεζών) και τις δημόσιες συγκεντρώσεις» και αναφέρονταν σε ένα οδικό σύστημα υπόγειο ή υπέργειο. Επομένως στην κατάργηση του δρόμου με τα σημερινά χαρακτηριστικά! Το οικιστικό συνεχές που υποστήριζαν ήταν διακριτό από τις «πράσινες» φαντασιώσεις σειράς αρχιτεκτόνων: «Αντιτιθέμεθα στην αντίληψη μιας πράσινης πόλης όπου οι ουρανοξύστες, τοποθετημένοι σε απόσταση μεταξύ τους και απομονωμένοι, εξασθενούν αναγκαστικά τις άμεσες σχέσεις και την κοινή δραστηριότητα των ανθρώπων». Οι Σιτουασιονιστές δεν έθεταν το ζήτημα των «όπτιμουμ» κτιριακών αποστάσεων, γιατί κύριο μέλημά τους ήταν τελικά η προβολή μιας δομής οιονεί «κυκλαδίτικης», με τις ταράτσες «να σχηματίζουν έναν υπαίθριο χώρο, που επεκτείνεται σε όλη την επιφάνεια της πόλης και που μπορεί να αποτελείται από αθλητικά γήπεδα, πεδία προσγείωσης αεροπλάνων και ελικοπτέρων και από βλάστηση». Παρ’ όλα αυτά η προβληματική τους για μια τρισδιάστατη πολεοδομία εμπεριείχε και στοιχεία άκρως ρεαλιστικά, εφαρμόσιμα υπό ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.

Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα οι βολές εναντίον της αστικοποίησης, της ιδεολογίας του Ουρμπανισμού αλλά και της ειδικής μορφής του «Υδροκεφαλισμού» όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, εκπορεύθηκαν όχι μόνο από αριστερές ή ριζοσπαστικές δυνάμεις. H κριτική προερχόταν ακόμη και από καθεστωτικούς παράγοντες όπως ο Καραμανλής ο «πρεσβύτερος», που υπογράμμιζε το 1963 σε μια ομιλία του: «Θα πρέπει όχι μόνον δια λόγους οικονομικούς, αλλά και δι’ εθνικούς και κοινωνικούς λόγους, να μη συγκεντρωθή το πλεόνασμα του πληθυσμού της υπαίθρου αποκλειστικώς εις την ήδη ασφυκτιώσαν περιοχήν των Αθηνών». Όμως η ιστορία επεφύλασσε άλλες ιδέες για τις «ασφυκτιώσες περιοχές» του πλανήτη.

 

Οι πόλεις σήμερα

Σήμερα σε ολόκληρη τη γη υπάρχουν περισσότερες από 20 πόλεις με περισσότερους από 10 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ το 1950 το μέγεθος αυτό χαρακτήριζε μόλις την Νέα Υόρκη και το Τόκυο.

Οι αστικοί πληθυσμοί της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, από τα 33, 234 και 70 εκατ. ανθρώπων του 1950, εκτινάχθηκαν αντίστοιχα στα μεγέθη των 294, 1.363 και 394 εκατομμυρίων το 2000. Ο νέος αστικός κόσμος, που ίσως γίνει μεγαλύτερος μέσα από κάποιες πολιτικές «ευθανασίας» του αγροτικού πληθυσμού στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταλάμβανε το 0,4% περίπου της όλης χωρικής επιφάνειας του πλανήτη.

Στις απαρχές του 21ου αιώνα ‒παρά τις διαφωνίες όσον αφορά το μέγεθος που προσδίδει σε μία οικιστική συνάθροιση την ταυτότητα της πόλης‒ θεωρείται γενικά ότι οι αστικοί σχηματισμοί ξεπερνούν κατά πολύ το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι σύγχρονες μεγαπόλεις όπως το Μέξικο Σίτι, η Βομβάη, το Κάιρο, η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο κ.λπ. εκφράζουν την αδυναμία των «πολιτικών περιφερειακής ανάπτυξης» στο να διαμορφώσουν συνολικά κατοικημένους χώρους με «άριστα» πληθυσμιακά μεγέθη, με άλλα λόγια δηλώνουν το θρίαμβο της ανισόμετρης ανάπτυξης!

 

Στις απαρχές του 21ου αιώνα ‒παρά τις διαφωνίες όσον αφορά το μέγεθος που προσδίδει σε μία οικιστική συνάθροιση την ταυτότητα της πόλης‒ θεωρείται γενικά ότι οι αστικοί σχηματισμοί ξεπερνούν κατά πολύ το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι σύγχρονες μεγαπόλεις όπως το Μέξικο Σίτι, η Βομβάη, το Κάιρο, η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο κ.λπ. εκφράζουν την αδυναμία των «πολιτικών περιφερειακής ανάπτυξης» στο να διαμορφώσουν συνολικά κατοικημένους χώρους με «άριστα» πληθυσμιακά μεγέθη, με άλλα λόγια δηλώνουν το θρίαμβο της ανισόμετρης ανάπτυξης

Ουτοπίες αντιμεταρρυθμιστικές

Στον αντίποδα της μεταρρυθμιστικής λογικής διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα διάφορες «φουτουριστικές» μεν, αλλά ουσιαστικά περιγραφικές προσεγγίσεις. Ο Δοξιάδης ανέπτυξε στην δεκαετία του 1960 την ιδέα της «Οικουμενούπολης» ‒δηλαδή ενός παγκόσμιου αστικού «συνεχούς»‒ υποστηρίζοντας ότι αυτή αποτελεί αναπόδραστη μορφή στην πορεία της πολεοδομικής εξέλιξης. Αργότερα ο μελλοντολόγος Χέρμαν Καν πρόβλεψε τον μέσω συγχώνευσης σχηματισμό τριών εκτεταμένων μεγαλουπόλεων στην Αμερική (Βοστώνη-Ουάσινγκτον, Σικάγο-Πίτσμπουργκ, Σαν Φρανσίσκο-Σαν Ντιέγκο), κατά τα πρότυπα του δικού μας «Αθηνοπειραιά». Το 2003 ο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ, από τους πρωτεργάτες των νέων πύργων στη θέση των παλαιών «διδύμων» που χτυπήθηκαν στις 11/9/2001, δήλωνε : «Δεν σκέφτομαι για ολόκληρη την πόλη, επειδή πιστεύω ότι η πόλη αντιδρά σαν ένας οργανισμός και αλλάζει μέσα στο χρόνο και την ιστορία, με την αυθόρμητη αλληλεπίδραση των λειτουργιών και των κατοίκων της». Με την άποψη αυτή ο Λίμπεσκιντ ουσιαστικά καταργούσε την πολεοδομία προς όφελος μιας ευμετάβολης αρχιτεκτονικής.

Οι όμοροι αλλά και οι εσωτερικοί χώροι της πόλης αποτέλεσαν ένα πεδίο αντιπαραθέσεων, μέσα σε συνθήκες όπου η φυσικότητα του «αστικού τοπίου», η ποιότητα του μικροκλίματος, η απορρύπανση, η διατήρηση της βιοποικιλότητας κ.λπ. αναδείχθηκαν σε κοινωνικές αξίες. Όμως το πρόβλημα της διαμόρφωσης της περιαστικής φύσης πήρε μια νέα τροπή μέσα στις συνθήκες της πληροφορικής εποχής και της κρίσης των μεγαπόλεων. Και συγκεκριμένα: το μοντέλο της «ελεύθερης» ανάπτυξης της πόλης προς την περιφέρεια, προβλήθηκε σαν ένα είδος αυθόρμητης αποκέντρωσης που εξασφαλίζει καλύτερες σχέσεις με τη φύση! Κι ακόμη σαν κάτι που δεν προξενεί νέες κυκλοφοριακές συμφορήσεις λόγω των εξελισσόμενων «τηλε-δυνατοτήτων» της εποχής μας ‒ όπως είναι η τηλε-εργασία, οι τηλεαγορές και οι τηλε-εξυπηρετήσεις κάθε μορφής.

Από την άλλη πλευρά οι υποστηρικτές της παραδοσιακής «κεντρομόλας» πόλης ‒με την περιορισμένη εδαφική επέκταση και την εξέχουσα σημασία του κέντρου‒ υπογράμμισαν τον αναντικατάστατο ρόλο των προσωπικών επαφών στην ποιότητα ζωής και ζήτησαν την «ορθολογική αξιοποίηση» του αστικού χώρου με στόχο την εγγύτητα των χρήσεων, τον πλουραλισμό, την δυνατότητα των «χρηστών» της πόλης να την διανύουν πεζοί και σε μικρούς χρόνους κ.λπ. Μέσω κυρίως των Αμερικανών Marcia Lowe, Peter Newman και Jeff Kenworthy το οικολογικό κίνημα διστακτικά συνηγόρησε με την εξοικονόμηση αστικού χώρου και την προστασία της περιαστικής φύσης.

Σήμερα η σύγκρουση ανάμεσα στην άμορφη αστική επέκταση και στην «προγραμματισμένη» πόλη με τα παραδοσιακά «δομικά» χαρακτηριστικά, γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή στο επίπεδο της πράξης και της θεωρίας. Το «Πράσινο βιβλίο για το Αστικό περιβάλλον» της (πρώην) ΕΟΚ, προϊόν σειράς διεθνών συνδιασκέψεων και ζυμώσεων, διατύπωσε το 1990 την αρχή της έλλογης πολεοδομικής ανάπτυξης με στόχο την αποφυγή της άναρχης επέκτασης προς την αστική περιφέρεια. Αντίθετα στην Β. Αμερική και στην Αυστραλία, η «περίσσεια» χώρου οδήγησε στη δημιουργία διάσπαρτων οικιστικών δομών, στην «αποστασιοποίηση» των χρήσεων και στην αύξηση των μετακινήσεων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Λος Άντζελες, που αναπτύχθηκε τελικά σε ένα χώρο ισοδύναμο με την Αττικοβοιωτία και υποτάχθηκε στον κυκεώνα των αποστάσεων και της αυτοκίνησης.

 

Πύκνωση και ασφάλεια

Η ορθολογική πύκνωση του αστικού χώρου δεν μπορεί να θεωρηθεί παράγων ενίσχυσης της εγκληματικότητας και επίτασης των ανθυγιεινών συνθηκών. Οι διάσπαρτες πόλεις που εκτείνονται μακριά από το κεντρικό πυρήνα (ή δεν διαθέτουν τέτοιο) είναι κατά κανόνα πιο ευάλωτες στην εγκληματικότητα, το ίδιο δε συμβαίνει στους πρόχειρους οικισμούς που στήνονται κυρίως σε τριτοκοσμικές πόλεις από τους φτωχούς.

Όσον αφορά τη ρύπανση βιομηχανικής και κυκλοφοριακής προέλευσης , είναι σίγουρο πως εκθέτει τον άνθρωπο σε ανάλογους νοσογόνους παράγοντες, που ως ένα βαθμό αναπληρώνουν τους νοσογόνους παράγοντες της παραδοσιακής κοινωνίας, εξουδετερώνοντας τα «κέρδη» των νέων συστημάτων υγείας σε διάρκεια και ποιότητα ζωής. Είναι χαρακτηριστικό το ότι σε ένα δοκίμιο της Ανν Μις προσδιορίζονταν ως παράγοντες διαταραχής του ανοσοποιητικού συστήματος γνωστοί «αστικοί» ρύποι όπως το βενζόλιο, η διοξίνη, ο μόλυβδος, το όζον, το διοξείδιο του αζώτου και άλλοι.

Πολύ πιο μεγάλο πρόβλημα από κάποιους «σεσημασμένους ρύπους» αποτέλεσε το γεγονός ότι η βιομηχανική και μεταβιομηχανική περίοδος διαμόρφωσαν μικροπεριβάλλοντα εξαιρετικά ανεξέλεγκτα. Σε αυτές τις συνθήκες η ευελιξία και «μετατρεψιμότητα» των μικροβίων παρήγαγαν νέους κινδύνους δύσκολα αντιμετωπίσιμους από τον άνθρωπο. Η Ανν Πλατ αναφέρει ότι οι ιοί έχουν την ικανότητα μετάλλαξης ένα εκατομμύριο φορές ταχύτερα από ό,τι τα ανθρώπινα κύτταρα, ενώ γενικότερα τα μικρόβια (βακτήρια, ιοί και μύκητες) αναπαράγονται τόσο γρήγορα ώστε μπορούν να προσαρμοσθούν ταχύτατα σε νέες οικολογικές βιοθέσεις.

Τα οικοσυστήματα των μικροοργανισμών, πολύ πιο ρευστά και ευέλικτα σε σχέση με τα υπόλοιπα οικοσυστήματα της φύσης, αποτελούν ουσιαστική παράμετρο για τη χάραξη των πολιτικών υγείας: όπου και όσο αυτή έχει περισωθεί από τη νέο-φιλελεύθερη πλημμυρίδα.

 

Στην Ελλάδα

Η επισκόπηση των εξελίξεων του αστικού χώρου πέρα από τις πολιτικές γενικολογίες αλλά και πέρα από τον εμπειρικό ακτιβισμό, μπορεί να αποφέρει μια «Δημοτική πολιτική», με μια συνεκτική-κοινωνική πρόταση. Η επισκόπηση αυτή δεν πρέπει να σταθεί μακριά από την διαπίστωση, ότι στην Ελλάδα, προ κρίσης τουλάχιστον, είχε τεθεί προς συζήτηση το θέμα μιας πολιτικής χώρου που γίνεται μέσα από τον περιορισμό των συντελεστών δόμησης και που τελικά αποβαίνει προς όφελος των μεγάλων οικοπεδικών συγκροτημάτων: τα οποία ενδιαφέρονται να (μοσχο)πουλήσουν γη στις περιαστικές περιοχές και στην ύπαιθρο γενικότερα!

Η επισκόπηση αυτή μπορεί να προμηθεύσει αναλυτικά εργαλεία για την αντιμετώπιση προβλημάτων στις μεγάλες και στις μικρές χωρικές κλίμακες, δηλαδή στις μικροκοινωνίες των προαστίων και των συνοικιών. Σ’ αυτές τις μικροκοινωνίες, προβλήματα όπως εκείνα που αφορούν την αναλογία του χτισμένου (ιδιωτικού) χώρου με το πράσινο, με τις υποδομές κοινωνικής πρόνοιας, με την παιδεία, τον πολιτισμό κ.λπ. μπορούν να τεθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια και αίσθημα δημοκρατικής ευθύνης, στο βαθμό που προηγείται μια γενική ανάγνωση του πολεοδομικού τοπίου.

Η αξίωση της «χωροταξικής δημοκρατίας» υπό την έννοια της διεκδίκησης ίσων δυνατοτήτων σε όλες τις περιοχές της πόλης, προϋποθέτει μια γενική σύλληψη του αστικού χώρου. Μια τέτοια σύλληψη απαιτείται ακόμη για τη ρύθμιση της μορφής των μικροχώρων, για την ρύθμιση των συντελεστών δόμησης και των ποσοστών κάλυψης των οικοπέδων, για τον προσδιορισμό των «άριστων» κτιριακών αποστάσεων με στόχο την διευκόλυνση της απορρύπανσης και του αερισμού των μικροχώρων κ.λπ. Και οι κινηματικές επεμβάσεις σ’ αυτά τα κύτταρα είναι υποχρεωμένες να δηλώνουν αυτούς τους περιορισμούς , χωρίς να παράγουν λαϊκιστικές ψευδαισθήσεις αλλά και χωρίς να παραπέμπουν σε αφηρημένες πολιτικές αφηγήσεις . Εξ άλλου η οικο-λογική προσέγγιση των πολεοδομικών κυττάρων δεν μπορεί να είναι μια απλοϊκή πρόταση «πρασινίσματος» του κατοικημένου χώρου αλλά μια σύνθετη, «συστημική» πρόταση. Μια πρόταση συμβιωτικών ανθρώπινων σχέσεων, αντίπαλη με τις υπάρχουσες «ροβινσονιάδες» των αστικών χώρων.

 

Βιβλιογραφία

– Αθανάσιου Κανελλόπουλου, «Οικολογία και οικονομική του περιβάλλοντος», εκδόσεις Καραμπερόπουλος, Αθήνα 1985
– Jean Luc Pinol «Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα», Εκδ. «Πλέθρον», Αθήνα 2001
– Μarcia D.Lowe, «Shaping cities», από το συλλογικό έργο «State of the World 1992» του Ινστιτούτου Worldwatsch
– Marcia D. Lowe, «Επανεφευρίσκοντας τις μεταφορές» Ινστιτούτο Worlddwatch, «Η κατάσταση του πλανήτη», 1994
– Ανν Μις, «Περιβάλλον και η Υγεία», Ινστιτούτο Worldwatsch, «Η κατάσταση του πλανήτη»,1994
– Ανν Ε. Πλατ, «Αντιμετωπίζοντας τις μολυσματικές ασθένειες» Ινστιτούτο Worldwatsch, «Η κατάσταση του πλανήτη 1996»
– Peter Newman – Jeff Kenworthy, «Πρασινίζοντας τις μεταφορές», Ινστιτούτο Worldwatsch, 2007
– Leonardo Benevolo, «Η κοινωνική προέλευση της σύγχρονης πολεοδομίας», εκδ. Νέα Σύνορα
– Anatole Kopp, «Πόλη και Επανάσταση», εκδ. Νέα Σύνορα
– Nατάσα Μπαστέα, «Οι κρεμαστοί κήποι της Νέας Υόρκης», Ταχυδρόμος 5.7.2003
– Νίκος Καμπέρης, «Το “μεγάλο χωριό” και ο “επιχειρηματίας αγρότης”», περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ, τεύχος 75, 2001
– Ρ.Μ. Φούλερ, «Οικουμενική αρχιτεκτονική», συλλογικό έργο, «Επίκουρος» 1977
– «Πράσινο βιβλίο για το αστικό περιβάλλον», έκδοση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Λουξεμβούργο
– Ευτύχη Μπιτσάκη, «Ανθρώπινη φύση – για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου», εκδόσεις Τόπος, 2013

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!