της Αφροδίτης Κατσαδούρη*
Κάθε φορά που κάνω βόλτα στην πόλη και μεταλαβαίνω νηστική το σοκ της (μητρο)πόλης σκέφτομαι τον Γκέοργκ Ζίμελ. Πόσο πετυχημένα κατάφερε να εξηγήσει τους ρυθμούς της μεγαλούπολης, διεισδύοντας με εκπληκτική κοινωνιολογική ματιά –πολλές φορές πιο ανάγλυφη και ευρηματική και από κάποιον περιπατητή ή λογοτέχνη– όχι μόνο στην καρδιά της πόλης αλλά και στα αστικά της «εντόσθια». Ο επιούσιος και πολυερεθεσματικός της άρτος, τα καταιγιστικά της θεάματα, η ταχύκαρδη πλημμυρίδα των αισθήσεων, η ανεξάντλητη (υπερ)διέγερση της έκθεσης, αυτά δηλαδή στα οποία εμβαπτίζεται ο σύγχρονος άνθρωπος συμπληρώνοντας τα απαιτούμενα ένσημα βιώματος του «σοκ» της μητροπολιτικής εμπειρίας, είναι ακριβώς εκείνα με τα οποία αναμετράται κανείς σε μια μικρή ή και μεγάλη βόλτα στην πόλη.
Περιδιαβαίνοντας τις γειτονιές του αθηναϊκού κέντρου εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι οι περισσότερες έχουν πλέον αλωθεί από έναν ξιπασμένο μικροαστισμό, ο οποίος αναδύει επίμονα μια ζέουσα αίσθηση αποξένωσης και αδιαφορίας. Μόνο οι περιοχές που διαμένουν οι μετανάστες/ριες διατηρούν ποσότητες εγγύτητας και φιλικής διάθεσης, σπάζοντας επιτυχημένα τις ετυμολογικές αναλύσεις της αποξένωσης, αφού οι «ξένοι» τελικά είναι οι μόνοι που απέμειναν να καλλιεργούν και να προστατεύουν τη γλυκιά αίσθηση της κοινότητας στην πόλη. Οι θλιβερές ματαιοδοξίες της επώνυμης μάρκας, οι φριχτές αλυσίδες καταστημάτων, η ακριβή κολόνια του νεοφιλελευθερισμού που αναδύεται απ’ τα φρεσκοξυρισμένα πρόσωπα των αφεντικών, αντικαθιστούν με γοργούς ρυθμούς τα συνοικιακά μαγαζιά και επελαύνουν στο άστυ, καταργώντας κάθε πρότερη αγνή μορφή συναναστροφής και οικειότητας. Ελάχιστα έχουν απομείνει να θυμίζουν την εποχή της καλοσύνης χωρίς αντάλλαγμα, της ζεστασιάς χωρίς την υπόσχεση της άνοιξης και της επιμονής των ανθρώπινων σχέσεων αντί των απάνθρωπων σχάσεων. Το χρήμα, ο λυσσώδης τουρισμός, το μεγαλεπήβολο καθρέφτισμα σου μπροστά από τις βιτρίνες της αστικής σου αυτοεικόνας καταλύουν με θρασύτητα τα ιερά τοτέμ κοινωνικών επιμυθίων που σου υπενθύμιζαν να κυκλώσεις και να παπαγαλίσεις όταν ήσουνα μικρή – μπας και σωθείς.
Δεν είναι πάνω από δύο χρόνια στο Παγκράτι –όταν μου έριξαν baby oil στο μηχανάκι– που ο κ. Τάσος ο ρολογάς ήταν ο μόνος από τη γειτονιά που επέδειξε κάποια γλυκιά ανησυχία, θορυβούμενος μήπως γλιστρήσω και πέσω. Εξοργίστηκε μάλιστα απ’ την κακία των υπαιτίων και τα έβαλε για τα καλά μαζί τους. Μια άλλη φορά, καθώς παρανομούσα παρκάροντας το μηχανάκι στο πεζοδρόμιο, μου είπε να προσέχω πολύ ένα ασταθές πλακάκι που είχε ξεκολλήσει και ήταν πολύ επικίνδυνο να μπλεχτεί το σταντ της μηχανής με το πόδι μου.
Περνώντας πολλές μέρες έξω απ’ το μαγαζί του είδα πως το επίμονο χαρτί της ασθένειάς του στην είσοδο της πόρτας ήταν ακόμα εκεί. Ο κ. Τάσος μάλλον θα αργήσει να επιστρέψει. Ο κ. Τάσος, το υπερφορτισμένο από ιστορίες, αναμνήσεις, περιττά αντικείμενα, λογής αντίκες και πυκνά αποθέματα αγάπης ρολογάδικό του, αυτό το συνοικιακό κονάκι διάσωσης της μνήμης που αρνείται να παραδοθεί στη μινιμαλιστική ομοιομορφία του ντεμέκ καιρού μας –πώς μας καταπίνει και μας ελαχιστοποιεί με συνέπεια προς το όνομά της (minimal=ελαχιστικός)–, ο τελευταίος ακρίτας που πολεμούσε ηρωικά το λερναίο τέρας του νεωτερισμού μας ίσως δεν έχει άλλο κουράγιο και δύναμη να μας αντιπαλέψει.
Μακάρι να ήταν λιγάκι πιο νέος και να μπορούσα να του στείλω σε κάποια εφαρμογή τα «περαστικά» που άφησε γραπτά ο κόσμος πάνω στο χαρτάκι. Ο κόσμος σαν τον κ. Τάσο, που επιμένει να αγαπά, να νοιάζεται, να νιώθει. Μακάρι οι άνθρωποι να παραμέναμε αλώβητοι από τη βάσανο της καπιταλιστικής συνθήκης και να μοιράζαμε χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα τα χαμόγελά μας στα οικοδομικά τετράγωνα. Μακάρι ο κ. Τάσος να γινόταν ο προσωπικός μας καθρέφτης κάθε φορά που κοιτάζουμε ρομποτικά τις ψυχρές οθόνες των κινητών μας και τους σπασμένους απ’ τα μεροκάματα καρπούς μας.
Μακάρι να βλέπει από εκεί ψηλά πόσο μεγάλο υπήρξε το μικρό ρολογάδικό του.
* Η Αφροδίτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Η τελευταία της ποιητική συλλογή έχει τον τίτλο «Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι», εκδόσεις Έναστρον, και μπορείτε να τη βρείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.