του Γιώργου Γιαλούρη*

Νάτη η θέση πάρκινγκ, λίγο πιο μικρή ίσως από το μήκος του αυτοκινήτου, ίσως και όχι, σταμάτημα, κορναρίσματα, όπισθεν, κρακ, σκούζουν τα γρανάζια στο σασμάν, λάστιχο στο πεζοδρόμιο, πω πω, αλφαδιά το γύρισα, μάλλον χωράει, ένα αίσθημα περηφάνιας με πλημμυρίζει, πού να πληρώνω τώρα πάρκινγκ, πανάκριβο, χρεώνουν πολλά οι κερατάδες, όχι πολλά, όσα πρέπει, ελεύθερη αγορά, τζιπ με δύο, τρεις, τέσσερις ακόμη και πέντε χιλιάδες κυβικά, τόσα κυβικά, τόση λαμαρίνα, τόσα δερμάτινα καθίσματα, τόσο γυαλιστερές ζάντες σε κλειστό πάρκινγκ πρέπει να σταβλίζονται, και το πλύσιμο δωρεάν, τζάμπα, αλλά το πάρκινγκ όχι τζάμπα, πανάκριβο, πανάκριβο για τους πολλούς, όχι για τους λίγους, για τους λίγους άλλωστε έχει σχεδιαστεί, ε, θα μας πεις τώρα ότι είναι ταξικό και το πάρκινγκ, άντε από εδώ άπλυτη, μα κάνω μπάνιο κάθε μέρα, ου να χαθείς άπλυτη, κοίτα τ’ αμάξι σου πόσο άπλυτο είναι, κοίτα που είναι χτυπημένο σ’ εκατό σημεία, μα τι να κάνω πρέπει να παρκάρω κι εγώ, να πάω σπίτι μου, να πάω το παιδί στο φροντιστήριο, να το πάω στον στίβο, να πάω το άλλο παιδί στην παιδική χαρά, εκεί που πιάνεις χωρίς να θέλεις κουβέντα με άλλους γονείς, ρε τι ακούς από τους γονείς, φτου, έχει και έργα, έγινε ένα ατύχημα, κάντε στην μπάντα να περάσω, δεν θα προλάβω, έχει και πορείες, μα τι τα θέλουν πάλι αφού δεν αλλάζει τίποτα, να πάω σούπερ μάρκετ, εκεί τουλάχιστον έχει πάρκινγκ και μάλιστα δωρεάν, στα παίρνουν μέσα όμως, πρέπει να ψωνίσω όμως, και τα ψώνια είναι και αυτά πια ταξικά, ψάχνω τις προσφορές και το καλάθι του νοικοκυριού, καθότι νοικοκυρά, οι καλές κυρίες δεν ψωνίζουν, κι αν το κάνουν, κάνουν shopping στις βιολογικές boulangerie, δεν μιλάω, δεν λαλάω, ψάχνω μόνο πάρκινγκ, ακουμπάω στους κάδους, πράσινους, μπλε τώρα έχουμε και τους καφέ, τις προάλλες έριξα κάτω έναν καφέ κάδο, μ’ έπιασε το φιλότιμο, πήγα να τον σηκώσω, γεμάτος ο καφέ κάδος με κάθε λογής σκουπίδια, μόνο καφέ σκουπίδια δεν ήταν, απορρίμματα, συγγνώμη, ό,τι άλλο χρώμα θέλεις εκτός από καφέ σκουπίδια, τι διάολο μου ήρθε τότε να βάλω τα κλάματα, αλλά δεν είχα χρόνο, έπρεπε να πάω κάπου, να κάνω κάτι, ούτε που θυμάμαι, θυμάμαι όμως ότι πήγα και το έκανα, και στον γυρισμό πέρασα από μία συνοικία με ξένους, ξένοι παντού, Έλληνας κανείς, κανείς δεν είχε ελληνόφατσα, αυτήν την ειρωνική, ξινή φάτσα που φέρνει κάτι σε βατράχι, κακόμοιρα βατραχάκια τι μου φταίνε τώρα, τα βατράχια δεν ασχολούνται με φράγκα, ο Ελληνάρας όμως νοιάζεται για τα φράγκα, νοιάζεται πολύ, φράγκα παντού, όλα μετριούνται σε φράγκα, κι εγώ εδώ που τα λέμε, κι εγώ φράγκα χρειάζομαι, δεν βγαίνει ο μήνας να με πάρει ο διάολος και τόση ώρα μία θέση δεν έχω βρει. Τουλάχιστον να έβγαινε ο μήνας.

 * Συγγραφέα

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!