Στην Αθήνα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πλήρως ευθυγραμμισμένη και ταυτισμένη με τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, θεωρεί πως η Κύπρος «κείται μακράν» και το Κυπριακό είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος, από τον οποίο πρέπει να απαλλαγεί. Το γεγονός ότι η Αθήνα θέλει να κρατά αποστάσεις από τη Λευκωσία είναι μια διαχρονική προσέγγιση μιας αθηναϊκής ελίτ, η οποία με κοσμοπολίτικες προσεγγίσεις, με πολιτικούς και οικονομικούς όρους σκεπτόμενη, πιστεύει πως χωρίς το Κυπριακό μπορεί «να ανοίξει τα φτερά της». Να τα βρει με την κατοχική Τουρκία, παραγνωρίζοντας τι επιδιώκει η Άγκυρα στο Αιγαίο ή πώς κινείται στη Θράκη.

Μέσα στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, παρακολουθούμε διάφορες κινήσεις και επιλογές της ελλαδικής πλευράς. Μία πρόσφατη είναι εκείνη με το Κόσσοβο. Όπως είναι γνωστό, η κ. Ντόρα Μπακογιάννη, εισηγήτρια για το Κόσσοβο στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, πρότεινε όπως από καθεστώς παρατηρητή να καταστεί μέλος. Η ολομέλεια της ΚΣΣΕ ενέκρινε την Έκθεση, και δύσκολα τούτο θα ανατραπεί όταν το θέμα τεθεί ενώπιον των υπουργών.

Είναι προφανές πως τούτο δημιουργεί προηγούμενο, και δυστυχώς ήδη έχει αξιοποιηθεί από τουρκικής πλευράς για την περίπτωση της αποσχιστικής οντότητας, του ψευδοκράτους. Η κ. Μπακογιάννη είχε επισκεφθεί μαζί με την ελληνική αντιπροσωπεία στην ΚΣΣΕ την Κύπρο, μερικές ημέρες πριν τη ψηφοφορία. Τόσο η κυβέρνηση όσο και η Βουλή της Κύπρου της κατέστησαν σαφές πως διαφωνούσαν με την εισήγησή της. Η κυπριακή πλευρά της ανέφερε τους κινδύνους. Η επαναλαμβανόμενη ατάκα της κ. Μπακογιάννη ότι «άλλο Κόσσοβο κι άλλο Κύπρος» ήταν και είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας και της αμηχανίας να προβάλλει επιχείρημα. Προφανώς και πρόκειται για διαφορετικές περιπτώσεις. Και υπάρχει, όντως, και σχετική αναφορά σε απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Αλλά αυτές οι αποφάσεις δεν διασφαλίζουν οτιδήποτε.

Σημειώνεται πως η κίνηση αυτή με το Κόσσοβο έγινε σε μια περίοδο κατά την οποία βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη προσπάθεια, εκστρατεία, της Τουρκίας για αναβάθμιση του ψευδοκράτους. Ήδη πιέζονται χώρες, οι οποίες βρίσκονται υπό την επιρροή της Άγκυρας, να προβούν σε κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Το εκπληκτικό, πάντως, είναι ότι, όπως αναφέρουν πληροφορίες, η Αθήνα είναι ενοχλημένη με τις αντιδράσεις που καταγράφονται στην Κύπρο για τη στάση και τις ενέργειες Μπακογιάννη και των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας. Η ίδια σε συνέντευξή της στην κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» είπε πως δέχεται επιθέσεις από την ακροδεξιά για τις πολιτικές της θέσεις! Οι αντιδράσεις, πάντως, στην Κύπρο είναι καθολικές.

Τα ελληνοτουρκικά

Στη μεγάλη εικόνα είναι βέβαια και τα ελληνοτουρκικά. Επιλογή Μητσοτάκη είναι να αφήσει εκτός των συζητήσεων το Κυπριακό. Κι αυτό έγινε επειδή στην Αθήνα πιστεύουν πως χωρίς το «αγκάθι» του Κυπριακού μπορεί να προχωρήσει ο διάλογος Ελλάδος και Τουρκίας. Η θεώρηση πως τα ελληνοτουρκικά μπορούν να προχωρήσουν βάζοντας το Κυπριακό στο ράφι επιβεβαιώνει το προφανές. Ότι το αθηναϊκό κράτος δεν έχει αντιληφθεί την τουρκική πολιτική έναντι του Ελληνισμού. Η Τουρκία, όπως είναι γνωστό, αντιμετωπίζει Ελλάδα και Κύπρο ενιαία. Έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται και η Τουρκία από κοινού από Ελλάδα και Κύπρο.

Δεν πρέπει, επίσης, να θεωρείται τυχαίο το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση καθυστέρησε να αντιδράσει στη δήλωση Ερντογάν για την κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου (άφησε ανοικτό να υλοποιήσει αυτό που δεν έπραξε η κατοχική δύναμη το 1974 με την κατάληψη ολόκληρου του νησιού). Πρώτα αντέδρασε επιλέγοντας να απαντήσει από πηγές-φάντασμα, που ενίοτε επιστρατεύονται όταν θέλουν οι αξιωματούχοι να κρυφτούν. Προφανώς επέλεξαν αυτή την οδό για να μην… χαλάσει το κλίμα στα ελληνοτουρκικά. Στη συνέχεια ξεκίνησε η βιομηχανία ξεπλύματος του Ερντογάν. Όχι τυχαία αυτό έγινε από τους συνήθεις υπόπτους. Από την Ντόρα Μπακογιάννη και τον Χρήστο Ροζάκη.

Πριν από αυτά προηγήθηκαν κι άλλα. Υπενθυμίζεται η διαχείριση που έγινε σε σχέση με τη θέση της Γενικής Γραμματείας του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), και πώς η Κύπρος δεν τη διεκδίκησε και γιατί η Ελλάδα ψήφισε τον Τούρκο υποψήφιο. Η ελληνική κυβέρνηση στήριξε τον Τούρκο υποψήφιο, ο οποίος έχασε. Η Λευκωσία, που αρχικά θα υποστήριζε δικό της υποψήφιο, εγκατέλειψε την ιδέα για ευνόητους λόγους. Υπενθυμίζεται, επίσης, το γεγονός ότι με συντεταγμένες αναφέρεται η Κύπρος στο ΝΑΤΟ μετά από απαίτηση της κατοχικής Τουρκίας.

Με το ζόρι για «Αμάλθεια»

Δεν είναι μόνο η σημειολογία. Δεν είναι μόνο το… άδειασμα στις κατ’ ιδίαν επαφές. Είναι και οι μεσοβέζικες δημόσιες τοποθετήσεις. Η Αθήνα κράτησε εξαρχής αποστάσεις από την πρωτοβουλία της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη δημιουργία θαλάσσιου διαδρόμου για μεταφορά από τη Λάρνακα στη Γάζα ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους Παλαιστίνιους. Στη δημόσια σφαίρα δεν εντοπίζονται, πλην μιας επίσημης δήλωσης υποστήριξης. Τις αποστάσεις τις διαπιστώνει κανείς εάν ανατρέξει και σε ομιλία του ΥΠΕΞ, Γιώργου Γεραπετρίτη, τον περασμένο Ιανουάριο (πρωτολογία Υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, 31/1/2024). Σε αυτή την ομιλία λίγο-πολύ κατέστησε ανέφικτη την κυπριακή πρωτοβουλία, προκρίνοντας άλλες λύσεις.

Στην Αθήνα υπάρχει μια ελίτ η οποία αναζητεί διαφορετικά συμφέροντα της Ελλάδος από την Κύπρο. Διαφορετικές προσεγγίσεις. Στόχος να αφεθεί στο περιθώριο το Κυπριακό, να μην… αναλώνονται δυνάμεις από την Αθήνα για το θέμα αυτό.

Ελλάδα και Κύπρο ενώνουν πολλά. Σχέσεις αίματος. Υπάρχουν, βέβαια και συμβατικές σχέσεις και υποχρεώσεις της Ελλάδος ως εγγυήτριας δύναμης. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η Ελλάδα θα ήθελε να αξιοποιήσει και τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της Κύπρου για αύξηση των δικών της δυνατοτήτων. Αυτό πράττουν τρίτοι με τους οποίους η Κύπρος δεν έχει τις ίδιες σχέσεις που έχει με την Ελλάδα.

Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει προφανώς και μια υποχρέωση έναντι της Κύπρου για τα όσα συνέβησαν μέχρι το 1974. Ειδικά το 1974. Κι αυτό δεν αφορά τον λαό.


Το μεγάλο ΟΧΙ σε ένα σχέδιο για κράτος προτεκτοράτο

Συμπληρώθηκαν στις 24 Απριλίου 20 χρόνια από την απόρριψη του αγγλοαμερικανικού σχεδίου Ανάν. Υπενθυμίζεται ότι το τελικό σχέδιο Ανάν είχε ένα ισχυρό διζωνικό χαρακτήρα και η τουρκοκυπριακή κοινότητα ( 18% του πληθυσμού) διατηρούσε, πρακτικά, δικαίωμα βέτο σε οποιαδήποτε πολιτική απόφαση. Τα δύο ισότιμα «συνιστώντα κράτη», Ελληνοκυπριακό και Τουρκοκυπριακό, θα λειτουργούσαν με τις δικές τους σημαίες, Συντάγματα, Κοινοβούλια και ύμνους. Η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία προβλεπόταν ότι θα έχει μία διεθνή υπόσταση και μία φωνή στα διεθνή φόρουμ και στην Ε.Ε., στην οποία θα ενταχθεί, εφόσον εγκριθεί από τα δημοψηφίσματα το Σχέδιο Ανάν, ως επανενωμένο κράτος την 1η Μαΐου του 2004. Παράλληλα, η «νέα Κύπρος» δεσμευόταν ότι θα υποστηρίξει, σε κάθε περίπτωση, την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Επί πλέον, διατηρούνταν σε ισχύ οι διεθνείς συνθήκες που κατοχυρώνουν την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βρετανία ως εγγυήτριες δυνάμεις.

Προβλεπόταν ότι Ελλάδα και Τουρκία θα διατηρούσαν έως το 2011 μέχρι και 6.000 άνδρες η κάθε μία, ένας αριθμός που θα μειωνόταν σε 3.000 μέχρι το 2018, ή μέχρις ότου ενταχθεί η Τουρκία στην Ένωση, εφόσον αυτό επιτευχθεί νωρίτερα. Μετά το 2018, θα έμεναν 950 Έλληνες και 650 Τούρκοι στρατιώτες στο νησί και ο αριθμός τους θα υπόκειται σε αναθεώρηση (προς τα κάτω) κάθε τρία χρόνια. Το Σχέδιο δεν προνοούσε για απομάκρυνση των βρετανικών βάσεων από την Κύπρο.

Στο εδαφικό, το τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος θα είχε έκταση 28,5% ενώ θα διατηρούνται περιορισμοί στην εγκατάσταση O αριθμός των Ελληνοκυπρίων που μπορούσε να εγκατασταθεί μόνιμα στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο περιοριζόταν στο 18% του τουρκοκυπριακού πληθυσμού για 19 χρόνια ή μέχρις ότου ενταχθεί η Τουρκία στην Ε.Ε., αναλόγως του τι από τα δύο θα επιτευχθεί νωρίτερα. Ανάλογη ποσόστωση ισχύει για τους Τουρκοκύπριους που θα ήθελαν να εγκατασταθούν στο ελληνοκυπριακό κρατίδιο. Το 18% είναι το όριο για την απόκτηση περιουσίας από Ελληνοκύπριους στο τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος (και αντίστροφα) για περίοδο 15 ετών, ή μέχρις ότου το βιοτικό επίπεδο των Τουρκοκυπρίων φτάσει το 85% εκείνου των Ελληνοκυπρίων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!