Της Νταϊάνα Τζόνστον

Στις 10 Σεπτεμβρίου, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, η Σερβία εκχώρησε ξαφνικά την αξίωσή της στην αποσχισμένη περιοχή του Κοσσυφοπεδίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σέρβοι ηγέτες περιέγραψαν αυτή την παράδοση ως «συμβιβασμό». Αλλά για τη Σερβία ήταν μόνο δώσε και όχι πάρε.

Υπαινιγμοί περί παραδόσεως υπήρξαν και στους δύο διακηρυγμένους στόχους της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Μπόρις Τάντιτς: άρνηση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου και ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτά τα δύο πάντα αλληλοαποκλείονταν. Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου ήταν σαφώς ένας από τους πολλούς όρους –και τους πιο κρίσιμους– που έθεσε το Euroclub, προκειμένου η Σερβία να κηρυχθεί υποψήφια για ένταξη. Η θυσία του Κοσσυφοπεδίου για την «Ευρώπη» αποτελούσε πάντα το προφανές αποτέλεσμα της αντιφατικής αυτής πολιτικής. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνησή του Τάντιτς και κυρίως ο υπουργός Εξωτερικών, Βουκ Τζέρεμιτς, προσπάθησαν να αποκρύψουν αυτή την πραγματικότητα από το σερβικό λαό με πράξεις που στόχο είχαν να κάνουν να φανεί πως έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να εξασφαλίσουν το Κοσσυφοπέδιο. Έτσι, τον Οκτώβριο του 2008, έξι μήνες αφού οι ηγέτες του Κοσσυφοπεδίου, με τη στήριξη των ΗΠΑ, δήλωσαν μονομερώς ότι η περιοχή αποτελεί πλέον ανεξάρτητο κράτος, η Σερβία έπεισε τη Γ.Σ. του ΟΗΕ να υποβάλει το παρακάτω ερώτημα στο Διεθνές Δικαστήριο (Δ.Δ.) της Χάγης για μια (μη δεσμευτική) γνωμοδότηση: «Είναι η μονομερής δήλωση ανεξαρτησίας από τα Μεταβατικά Όργανα της Αυτοδιοίκησης του Κοσσυφοπεδίου σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο;»
Κάτι τέτοιο ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ριψοκίνδυνο, επειδή η Σερβία είχε περισσότερα να χάσει από μια μη ευνοϊκή γνώμη από ό,τι είχε να κερδίσει από μια ευνοϊκή. Εξάλλου, τα περισσότερα από τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ ήδη αρνούνταν να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου, για σοβαρούς λόγους νομιμότητας και συμφέροντος. Στην καλύτερη, μια ευνοϊκή γνώμη του Δ.Δ. απλώς θα επιβεβαίωνε κάτι τέτοιο, αλλά δεν θα οδηγούσε από μόνη της σε καμία θετική ενέργεια. Η Σερβία μπορούσε μόνο να ελπίζει να χρησιμοποιήσει μια τέτοια ευνοϊκή γνωμοδότηση για να ζητήσει να ξεκινήσουν γνήσιες διαπραγματεύσεις γύρω από το status της περιοχής, αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να πιέσει τους Κοσσοβάρους – Αλβανούς αυτονομιστές και τους Αμερικανούς υποστηρικτές τους να το κάνουν.

Δύο βασικά ζητήματα
Πρέπει κανείς να σταματήσει εδώ, για να τονίσει ότι υπάρχουν δύο βασικά ζητήματα που εμπερικλείονται σε όλο αυτό: το ένα είναι το status και το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου και το άλλο είναι το πιο μεγάλο ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας και αυτοδιάθεσης μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Αν τόσο πολλά κράτη-μέλη του ΟΗΕ υποστήριξαν τη Σερβία, αυτό έγινε σίγουρα όχι εξαιτίας του ίδιου του Κοσσυφοπεδίου αλλά εξαιτίας των μεγαλύτερων επιπτώσεων.
Υπάρχουν κυριολεκτικά εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες, εν δυνάμει εθνοτικά αποσχιστικά κινήματα σε διάφορες χώρες του κόσμου. Το Κοσσυφοπέδιο αποτελεί δυσοίωνο προηγούμενο. Ένα ένοπλο αυτονομιστικό κίνημα, με μεγάλη στήριξη από τις ΗΠΑ, όπου ένα εθνοτικό αλβανικό λόμπι είχε εξασφαλίσει σημαντική πολιτική υποστήριξη κυρίως από τον πρώην γερουσιαστή και ρεπουμπλικάνο προεδρικό υποψήφιο Μπομπ Ντόουλ, διεξήγαγε εκστρατεία δολοφονιών το 1998, προκειμένου να πυροδοτήσει την καταστολή, που μετά μπορούσε να περιγράψει ως «εθνοτική κάθαρση» και «γενοκτονία» ως πρόσχημα για την επέμβαση του NATO.
Αυτό είχε αποτέλεσμα, επειδή οι Αμερικανοί ηγέτες είδαν «τη σωτηρία των Κοσσοβάρων» ως έναν εύκολο τρόπο για να σώσουν το NATO από την ανυποληψία, μεταμορφώνοντάς το σε «ανθρωπιστική» παγκόσμια δύναμη επέμβασης.
Η πραγματικότητα αυτής της κυνικής χειραγώγησης έχει επιμελώς κρατηθεί κρυφή από τους Αμερικανούς και τους περισσότερους Ευρωπαίους, αλλά αλλού και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Σλοβακία, το ζήτημα δεν πέρασε απαρατήρητο. Τα αποσχιστικά κινήματα είναι επικίνδυνα και, όποτε οι ΗΠΑ θέλουν να ανατρέψουν μια εχθρική κυβέρνηση, το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να υποκινήσουν τα ΜΜΕ, για να απεικονίσουν τα εσωτερικά προβλήματα των κυβερνήσεων-στόχων ως πιθανή «γενοκτονία».
Έτσι, η Σερβία δεν χρειαζόταν να δουλέψει πολύ σκληρά για να πείσει άλλες χώρες να στηρίξουν τη θέση της για το Κοσσυφοπέδιο. Είχαν τα δικά τους κίνητρα, τα οποία ήταν ίσως δυνατότερα από εκείνα της ίδιας της σερβικής κυβέρνησης.

Τι επιδίωκαν οι Σέρβοι ηγέτες
Το ερώτημα που τέθηκε στο Δ.Δ. δεν ήταν σαφές σχετικά με το τι επιδίωκαν οι Σέρβοι ηγέτες. Αλλά υπήρξαν επιπτώσεις. Αν η διακήρυξη ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου ήταν παράνομη, αυτό που διακυβευόταν δεν ήταν τόσο η ίδια η ανεξαρτησία όσο η διαδικασία, η μονομερής διακήρυξη. Και, όντως, δεν υπάρχει λόγος να υποθέτουμε ότι οι Σέρβοι ηγέτες νόμιζαν ότι μπορούσαν να επανενσωματώσουν ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο στη Σερβία. Είναι ακόμα και απίθανο να το ήθελαν.
Υπάρχουν ανάμικτα συναισθήματα για το Κοσσυφοπέδιο μέσα στο σερβικό πληθυσμό. Είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς πόσο διαδομένη είναι η αίσθηση ανησυχίας ή ενοχής σχετικά με τον πολιορκημένο σερβικό πληθυσμό, που ακόμα ζει εκεί, ευάλωτος σε επιθέσεις από ρατσιστές Αλβανούς, ανυπόμονους να τον διώξουν. Η συναισθηματική προσκόλληση στο «λίκνο του σερβικού έθνους» είναι πολύ ισχυρή, αλλά λίγοι Σέρβοι θα επέλεγαν να πάνε να ζήσουν εκεί, ακόμα κι αν η περιοχή επέστρεφε σε αυτούς. Στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η περιοχή ήταν μια μαύρη τρύπα που απορροφούσε μεγάλα ποσά αναπτυξιακής βοήθειας, και θα ήταν σίγουρα ένα βαρύ οικονομικό φορτίο για την εξαθλιωμένη σήμερα Σερβία. Οικονομικά, η Σερβία είναι πιθανώς καλύτερα χωρίς το Κοσσυφοπέδιο.
Σε έναν κόσμο με αγαθούς διαμεσολαβητές, θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει ένας συμβιβασμός αποδεκτός από τους περισσότερους ανθρώπους που εμπλέκονται άμεσα. Αλλά αυτό που έκανε έναν τέτοιο συμβιβασμό αδύνατο ήταν ακριβώς η επέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑTO εκ μέρους των ένοπλων Αλβανών. Αμέσως μόλις οι Αλβανοί εθνικιστές κατάλαβαν ότι είχαν στήριξη, δεν είχαν λόγο να συμφωνήσουν σε κανένα συμβιβασμό.
Θέτοντας το ερώτημα στη Γ.Σ. του ΟΗΕ και στο Δ.Δ., η Σερβία αναζήτησε υποστήριξη για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων, που θα μπορούσε να οδηγήσει στο είδος εκείνο του συμβιβασμού που θα μπορούσε να είχε κλείσει το ζήτημα, αν είχε απασχολήσει έναν κόσμο με αγαθούς διαμεσολαβητές.
Κατά περίεργο τρόπο, παρά τον κακό οιωνό που εξέπεμψε το Δ.Δ. με τη γνωμοδότησή του -ότι η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας δεν έρχεται σε σύγκρουση με το Διεθνές Δίκαιο-, στις 22/7, η κυβέρνηση Τάντιτς σχεδίασε να προτείνει ψήφισμα στη Γ.Σ. του ΟΗΕ. Το σχέδιο ψηφίσματος ανέφερε: «Έχοντας επίγνωση ότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των πλευρών για τις επιπτώσεις της μονομερούς διακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κόσσοβου από τη Σερβία και, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μονομερής απόσχιση δεν μπορεί να είναι αποδεκτός τρόπος επίλυσης εδαφικών προβλημάτων… 1. Αναγνωρίζει τη συμβουλευτική γνώμη του Δ.Δ… 2. Καλεί τις πλευρές να βρουν αμοιβαία αποδεκτή λύση… μέσω ειρηνικού διαλόγου… 3. Αποφασίζει να συμπεριλάβει στην ενδιάμεση ατζέντα της 66ης συνόδου το θέμα «Περαιτέρω δράσεις μετά την ψήφιση της συμβουλευτικής γνώμης του Δ.Δ. σχετικά με το αν είναι σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο η μονομερής κήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου».

Έρμαιο της Ε.Ε.
Η βασική δήλωση εδώ ήταν «η μονομερής απόσχιση δεν μπορεί να καταστεί αποδεκτός τρόπος για την επίλυση εδαφικών προβλημάτων». Αυτό ήταν το σημείο πάνω στο οποίο μπορούσε να επιτευχθεί η μέγιστη συμφωνία. Οι ΗΠΑ γνωστοποίησαν ότι ήταν παντελώς απαράδεκτο για τη Γ.Σ. να οργανώσει συζήτηση για ένα τέτοιο ψήφισμα. Η κύρια πολιτική καθημερινή εφημερίδα του Βελιγραδίου Politika δημοσίευσε μια συνέντευξη του Τεντ Κάρπεντερ από το Ινστιτούτο Cato της Ουάσιγκτον, που έλεγε -μεταξύ άλλων- ότι η Ουάσιγκτον είδε το σερβικό ψήφισμα ως μια εχθρική κίνηση που θα οδηγούσε σε περαιτέρω χειροτέρευση στις σχέσεις και ότι, ως αποτέλεσμα της πολιτικής της για το Κοσσυφοπέδιο, η ευρωπαϊκή φιλοδοξία της Σερβίας θα μπορούσε να υποστεί καθυστερήσεις που θα είχαν αρνητικές συνέπειες για τη σερβική κυβέρνηση «και το σερβικό λαό».
Το αποφασιστικό τράβηγμα του αφτιού ήρθε μάλλον από το Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, Γκίντο Βεστερβέλε, σε μια επίσκεψή του στο Βελιγράδι. Δεν έγιναν γνωστές οι όποιες απειλές ή υποσχέσεις, αλλά, την παραμονή της προγραμματισμένης συζήτησης στη Γ.Σ. του ΟΗΕ, η κυβέρνηση Τάντιτς κρύφτηκε εντελώς και επέτρεψε στην Ε.Ε. να ξανασυντάξει το ψήφισμα -το οποίο δεν ανέφερε το Κοσσυφοπέδιο παρά μόνο «για να σημειώσει» τη συμβουλευτική γνωμοδότηση του Δ.Δ. και κατέληγε με την ικανοποίηση από «την ετοιμότητα της Ε.Ε. να διευκολύνει τη διαδικασία του διαλόγου ανάμεσα στα μέρη».
Σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης, την οποία η Γ.Σ. του ΟΗΕ υιοθέτησε με συναίνεση: «Η ίδια η διαδικασία του διαλόγου είναι ένας παράγοντας ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή. Αυτός ο διάλογος στοχεύει στην προώθηση της συνεργασίας, προχωρά στο μονοπάτι προς την Ε.Ε. και βελτιώνει τις ζωές των ανθρώπων».
Αποδεχομένη αυτό το κείμενο, η σερβική κυβέρνηση εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να κερδίσει διεθνή στήριξη από τα πολλά έθνη που είναι εχθρικά προς την μονομερή απόσχιση και παραδόθηκε έρμαιο στην Ε.Ε.

(Αποσπάσματα από ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Counterpunch, όπου μπορεί κανείς να διαβάσει όλο το άρθρο στα αγγλικά. Μετάφραση: Αδαμαντία Μπαμπούλα).

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!