Της Έλενας Πατρικίου.

Την πανάρχαια νευρωσική επιθετικότητα προς τους τσιγγάνους, την ξέρουμε.Η ιστορία της Μαρίας, την οποία ακολούθησαν πλείστες άλλες ιστορίες παιδιών που δεν πολυμοιάζουν (κατά την κρίση ποιου;) με τους τσιγγάνους γονείς τους, μας έμαθε μία νέα σοφία: πως τα παιδιά είναι πιο ευτυχισμένα στα ιδρύματα, παρά στα σπίτια τους, πιο ευτυχισμένα με τις κοινωνικές λειτουργούς παρά με τους γονείς τους. Τα παιδιά γενικώς; Τα παιδιά των τσιγγάνων σίγουρα.
Τι ψυχωφελή μυθιστορήματα που θα έγραφε ο Ντίκενς αν, αντί να μας ψυχοπλακώνει με ζοφερές ιστορίες για ζοφερά σπίτια, ζοφερά ορφανοτροφεία και ζοφερά σχολεία, έγραφε κόσμιες ιστορίες όπου η μικρή Νελλ, η μικρή Ντόριτ, η Έστερ, η Λίζυ και η Τζένυ Φρεν θα ζούσαν μέσα στην καθαριότητα χαμογελαστών ιδρυμάτων. Δυστυχώς ο Ντίκενς σιχαινόταν σαν τις αμαρτίες του τη φιλευσπλαχνία των φιλάνθρωπων και τον ιεραποστολικό ζήλο των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Δυστυχώς, επίσης στο ζοφερό 19ο αιώνα του, τα ορφανοτροφεία ήταν βρόμικα και δυσώδη, όπως μαθαίνουμε στον Όλιβερ Τουίστ.
Αντιθέτως, στον έκπαγλο 21ο αιώνα μας τα ορφανοτροφεία σφουγγαρίζονται επιμελώς και αστράφτουν από καθαριότητα. Άρα, λογικά μας διαβεβαιώνουν οι φιλάνθρωποι υπεύθυνοι πως, 48 ώρες μετά το βάναυσο ξερίζωμά της από το σπίτι της και τη μαμά της, η μικρή Μαρία είχε ήδη ξεχάσει την πεντάχρονη ζωή της (που ασφαλώς δεν ήταν του γούστου και των κριτηρίων ευτυχίας που έχουν θέσει οι φιλάνθρωποι των ιδρυμάτων, των θεσμών και της τηλεοπτικής απανθρωπιάς) και είχε πλημμυρίσει ευγνωμοσύνη για την καθαριότητα που, επιτέλους, γνώρισε.
Οι απανταχού αλληλέγγυοι αγανάκτησαν, δικαίως, για τις αδικίες τις οποίες υπέστησαν πάλι οι τσιγγάνοι. Δεν έδειξαν όμως να αγανακτούν καθόλου, έγκλειστοι και αυτοί στην δική τους κανονιστική φιλανθρωπία και λεξιλογική καθαριότητα, από την σπαραχτική αδικία που υφίσταται το πεντάχρονο κοριτσάκι.
Το κοριτσάκι που, από την μια στιγμή στην άλλη, είδε τη ζωή να διαλύεται: Να το παίρνουν από τη μαμά του, από τα αδέλφια του, από το σπίτι του και τα παιχνίδια του, από τον κόσμο που ήξερε και που θα εξαναγκαστεί να ξεχάσει. Βεβαίως, το σπίτι του έφερνε περισσότερο προς το αρχιτεκτονικό μοντέλο του τσαντιριού παρά προς το εργολαβικό μοντέλο του διαμερίσματος. Βεβαίως η μαμά του ήταν άσχημη και μαυριδερή, σαν γύφτισσα. Βεβαίως, τα αδέλφια του δεν ήταν βιολογικά αδέλφια του. Αλλά τι μας λέει πως το κοριτσάκι δεν αγαπούσε αυτό το σπίτι, αυτήν τη μαμά, αυτά τα αδέλφια, αυτόν τον κόσμο; Σε ποιον κόσμο τα παιδιά αγαπούν την μαμά τους μόνο αν είναι βαμμένη ξανθιά κι αν τους παρέχει σαπούνι και χαρτί τουαλέτας; Σε ποιον κόσμο τα παιδιά δεν αγαπούν την μαμά τους μόνο και μόνο για τη μυρουδιά της αγκαλιάς της;
Το βρόμικο κοριτσάκι που ζει ξαφνικά «καθαρό» και συντετριμμένο στο ορφανοτροφείο, θα μεταφερθεί σε ένα βουλγάρικο ίδρυμα, γιατί η εξέταση DNA υπέδειξε ως «βιολογική» μαμά του μία τσιγγάνα της Βουλγαρίας. Ύστερα, θα υιοθετηθεί από επαρκώς καθαρούς γονείς. Άλλα πέντε παιδάκια, τσιγγανάκια της Βουλγαρίας, βρέθηκαν επίσης σε ίδρυμα, γιατί η μαμά τους, «βιολογική» μαμά της Μαρίας, εκρίθη αίφνης ακατάλληλη να μεγαλώνει παιδιά. Και απομένουν τα υπόλοιπα θετά αδέλφια της Μαρίας, να αποφασιστεί πώς θα διαλυθεί ιδρυματικά και νομότυπα και η δική τους ζωή.
Στην κτηνώδη πολυλογία της αστυνομίας, των ιδρυμάτων, των κίτρινων φυλλάδων και του Νόμου, αποκρίνεται η άνευρη φλυαρία των αλληλέγγυων και των δικαιωμάτων των Ρομά. Στην απελπισμένη σιωπή αυτών των παιδιών, στο έντρομο βλέμμα της Μαρίας, απαντά η σιωπή μας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!